Ο Ιβάν Ιβάνι (Ivan Ivanji) γεννήθηκε το 1929 στo Μεγάλo Μπέτσκερεκ, το σημερινό Ζρένιανιν της Σερβίας. Οι γονείς του, και οι δύο γιατροί, σκοτώθηκαν ως Εβραίοι από τους Γερμανούς Ναζί το 1941, και αυτός ως παιδί ακόμα κρυβόταν στους συγγενείς του στο Νόβι Σάντ, μέχρι που τον συνέλαβαν το 1944 και τον έστειλαν πρώτα στο Άουσβιτς κι έπειτα στο Μπούχενβαλντ όπου κατάφερε κι επιβίωσε τα δύο χρόνια της πρώιμης εφηβείας του. Μετά τον πόλεμο σπούδασε στο Βελιγράδι αρχιτεκτονική αλλά και τη γερμανική γλώσσα. Αργότερα εργαζόταν ως δάσκαλος, δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, διπλωμάτης και τελικά ως διερμηνέας του Τίτο (7 Μαΐου 1892 – 4 Μαΐου 1980) για τη γερμανική γλώσσα επί 25 χρόνια.

Ads

Διαβάστε επίσης το δεύτερο και το τρίτο μέρος της συνέντευξης:

Μιλίτσα Κοσάνοβιτς: Τι ήταν ο Τίτο, κατά τη γνώμη σας: Ένας κομμουνιστής δικτάτορας ή ένας φωτισμένος και χαρισματικός ηγέτης των λαών, οποίος χρησιμοποίησε την κομμουνιστική ιδεολογία όχι τόσο ως ευκαιρία για την επίτευξη των προσωπικών του φιλοδοξιών, όσο για την υλοποίηση μιας αντι-εθνικιστικής ιδέας περί της “αδελφότητας–ενότητας”, ειρήνης, ανάπτυξης και της ευημερίας των λαών της Γιουγκοσλαβίας;

Ιβάν Ιβάνι: Κατά τη γνώμη μου ο Τίτο ήταν πάνω απ΄ όλα ένας κομμουνιστής μαρξιστικού τύπου. Ήταν πιστός ακόλουθος των ιδεών και των ιδεωδών του Μαρξ και του Ένγκελς και δεν είχε καμία σχέση με την ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης κάτω από το Στάλιν. Μην ξεχνάτε ότι οι διαφορές των απόψεών τους, έφεραν τον Στάλιν και τον Τίτο στα όρια της σύγκρουσης ήδη από το 1942, όταν το Κρεμλίνο δε συμφωνούσε να ονομαστούν οι επιθετικές δυνάμεις των Παρτιζάνων (Task Force)  ως “προλεταριακές” (“Proleterske Udarne Brigade”), όπως δεν συμφωνούσε με την συγκρότηση των Λαϊκών Επιτροπών (Narodni Odbori) ως οργάνων της κυβέρνησης στις απελευθερωμένες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας. Σε μια επιστολή που υπέγραψε ως Παππούς (“дед”), που ήταν η κωδική ονομασία του Στάλιν, αυτή η εξέλιξη ονομάστηκε “χτύπημα μαχαιριού στη πλάτη της Σοβιετικής Ένωσης”.

Ads

Κατά τη διάρκεια του πολέμου η σοβιετική αντιπροσωπεία έφτασε στο αρχηγείο του Τίτο μετά από την αγγλική και την αμερικανική, και σε πολύ χαμηλότερο στρατιωτικό-πολιτικό επίπεδο.

image
Ο Ιβάν Ιβάνι στον τάφο του Τίτο


Όταν ο αγώνας του Τίτο και η πολιτική του, μετά τη νίκη κατά του φασισμού και του Χίτλερ, πέτυχε ακόμα περισσότερο, ο Στάλιν και ο Τσόρτσιλ συμφώνησαν να είναι η Γιουγκοσλαβία «Fifty-Fifty» (50%-50%) κάτω από την επιρροή τους, αλλά στο τέλος έγινε 100% Κομμουνιστική. Τότε ο Στάλιν είχε μαλακώσει και από το 1944 ως το 1948, αποκαλούσε τον Τίτο ως τον καλύτερο από όλους τους υποστηρικτές του. Αλλά έκανε λάθος, γιατί οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές δεν ήθελαν να υπακούν στον Στάλιν, αλλά να πάρουν το δικό τους δρόμο.

Απορρίπτω την ιδέα ότι ο Τίτο, λόγω των προσωπικών φιλοδοξιών, εκμεταλλεύτηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, αντίθετα! Η φιλοδοξία του ήταν βασισμένη στις μαρξιστικές ιδέες και προσπαθούσε όσο το δυνατόν περισσότερο να συμβάλει στην πραγματοποίησή τους και, όπως λέτε, υπέρ της ειρήνης στον κόσμο και της χώρας, αλλά και της ευημερίας όλων των λαών της Γιουγκοσλαβίας. Ο δικός του λόγος συνήθως ήταν και ο τελευταίος, αλλά δεν θα τον αποκαλούσα δικτάτορα, διότι στις σημαντικότερες διασκέψεις ποτέ δε μιλούσε πρώτος, αλλά τελευταίος. Πάντα άφηνε όλους τους άλλους να πούνε ό,τι έχουν να πουν, και στο τέλος θα έπαιρνε κάποια απόφαση. Και απ’ όσο γνωρίζω εγώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έκανε πίσω σε ισχυρά επιχειρήματα, καμιά φορά ίσως και λανθασμένα, όπως στο τέλος της μεγάλης ρήξης μεταξύ των μεγαλύτερων Σέρβων κομμουνιστών: από την μία ήταν ο Νίκεζιτς και η ομάδα του, και απ την άλλη ο Ντράζα Μάρκοβιτς με τους δικούς του. Όταν λόγω της απόφασης του Τίτο προς το όφελος της πιο συντηρητικής ομάδας ο τότε υπουργός παρατήθηκε, ο Τίτο προσπάθησε να τον κρατήσει, λέγοντας “καλά κι εσύ με αφήνεις”;


Μ.Κ.: Ποιες είναι οι εντονότερες αναμνήσεις σας με τον Τίτο; Τι άνθρωπος ήταν;

Ι.Ι.:
Ο Τίτο ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ματαιόδοξος ακόμα από τα παιδικά του χρόνια. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ήταν πάντα κάπως υπερβολικά ντυμένος. Του άρεσαν οι στολές και τα μετάλλια, επέτρεπε στους κομμωτές να βάφουν τα μαλλιά του με ένα περίεργο καφεκόκκινο χρώμα, ενώ οι δέκα και είκοσι χρόνια νεότεροι συνεργάτες του ήταν ήδη γκριζομάλληδες. Ακόμη κι ως μαθητής δημοτικού είπε ότι θέλει να γίνει σερβιτόρος για να μπορέσει να φοράει πάντα μαύρα κοστούμια και λευκά πουκάμισα. Όταν πέρασε στις εξετάσεις για τεχνίτης και αγόρασε το καινούργιο κουστούμι, του το κλέψανε πριν προλάβει να πάει να καυχηθεί στο χωριό του, και όλη τη ζωή έλεγε ότι αυτό ήταν απ’ τους χειρότερους “σεισμούς” της ζωής του.

Ο Τίτο ήταν μέχρι το τέλος της ζωής του ένας άνθρωπος χαρούμενος και με καλή αίσθηση του χιούμορ, που απολάμβανε το καλό φαγητό, ποτό, που του άρεσε να ακούει και να λέει ανέκδοτα, να ακούει μουσική, να χορεύει, και να βρίσκεται σε όσο μεγαλύτερη παρέα γίνεται. Τα τελευταία χρόνια είχα παρατηρήσει ότι αυτά τα πράγματα του έπεφταν όλο και πιο δύσκολα. Όταν νόμιζε ότι δεν τον βλέπει κανείς άλλαζε την έκφραση του προσώπου του, σαν να έβγαζε τη μάσκα από πάνω του. Προσωπικά το εξηγούσα με τους σωματικούς πόνους που τον βασάνιζαν συνεχώς. Θα αναφέρω ένα γεγονός, όταν μπροστά του και σε κάποιους ξένους επισκέπτες του, παρουσιάστηκε ένα γνωστό πολιτιστικό καλλιτεχνικό συγκρότημα, το “Ίβο Λόλα Ρίμπαρ” με παραδοσιακούς χορούς. Του είπα ότι ανάμεσά τους βρίσκεται και η κόρη μου, ελπίζοντας ότι θα την καλέσει να βγούμε μαζί του μία φωτογραφία, αλλά αυτός απλά μούγκρισε: “Κανένας από αυτούς δεν πονάει…”

Αργότερα σκέφτηκα ότι ο λόγος για την κακή του διάθεση ήταν η ανησυχία ότι η Γιουγκοσλαβία θα καταρρεύσει μόλις αυτός δεν θα υπάρχει πια. Όλες τις αναμνήσεις μου με τον Τίτο τις έχω καταγράψει στο βιβλίο μου “Ο Διερμηνέας του Τίτο”. Ίσως μπορώ να ξεχωρίσω μία από τις πιο δυνατές στιγμές που ήμουν μαζί του τη στιγμή που στο Ντίσελντορφ με τους περιφερειάρχες πολιτικούς ήμασταν σε γεύμα, όταν ο πρόεδρος της επαρχίας της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Heinz Kühn, κάνοντας την πρόποση του, ρώτησε: “Υπήρξατε ένας εργαζόμενος στο Μάνχαϊμ, αλλά μου λένε ότι πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο παραλίγο να μεταναστεύσετε στην Αμερική. Τι θα γινόταν με σας και τη χώρα σας αν εσείς φεύγατε στην Αμερική;” Ο Τίτο μου ψιθύρισε στο αυτί ότι τώρα δεν μπορεί να διαβάσει αυτά που του έγραψαν οι συνεργάτες για να πει ως πρόποση, και είπε το εξής: “Ναι, ήμουν ένας οδηγός δοκιμών της Daimler-Benz και σκεφτόμουν μήπως να πάω στην Αμερική για να αποφύγω την υπηρεσία στον Αυστροουγγρικό στρατό. Δεν ξέρω, βέβαια, τι θα γινόταν με τη χώρα, αλλά ξέρω τι θα γινόταν με μένα: θα ήμουνα τώρα ένας εκατομμυριούχος στην Αμερική!” Όλοι γέλασαν, νόμιζαν ότι ήταν έτσι πραγματικά, κι εγώ ήμουν περήφανος για αυτόν, και ό,τι μπορώ να είμαι στην παρέα του, ακριβώς επειδή επέλεξε το άλλο, τον πιο επικίνδυνο δρόμο ακολουθώντας τα ιδανικά που πίστευε.


Μ.Κ.: Για πολλούς Έλληνες ο Τίτο κρατούσε μια αμφίσημη και οπορτουνιστική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Πίστευαν ότι η βασική του πολιτική επιδίωξη ήταν να διαμελίσει και να αποσπάσει ένα σημαντικό κομμάτι της Βόρειας Ελλάδας, την ελληνική Μακεδονία, και να την ενώσει με τη “Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας” υπό τον έλεγχό του. Γι’ αυτό και υποστήριξε σλαβομακεδονικό εθνικισμό και χειραγωγούσε τους Έλληνες κομουνιστές παρτιζάνους οι οποίοι ενώ πίστευαν ότι πολεμούσαν για να αλλάξουν το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, βρέθηκαν να κατηγορούνται ως όργανα των φιλοδοξιών του Τίτο να γίνει Βαλκανιάρχης. Τι πιστεύετε εσείς πάνω σε όλα αυτά; Πότε και γιατί άλλαξε η πολιτική του Τίτο απέναντι στην Ελλάδα;  


Ι.Ι.: Πιστεύω ακράδαντα ότι τέτοιες εικασίες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Υπήρχε, πράγματι, μία ιδέα πως η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία και η Αλβανία θα έπρεπε να δημιουργήσουν ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος, και το είχαν συζητήσει αυτό ο Δημήτρωφ, ο Τίτο και ο Έμβερ Χότζα. Τη δημιουργία του είχε τότε εμποδίσει o Στάλιν, αλλά από όσο γνωρίζω, η Ελλάδα ή κάποιο τμήμα της Ελλάδας δεν έχει συνδεθεί ποτέ με αυτό. Ο Τίτο υποστήριζε τον στρατηγό Μάρκο και τον ΕΛΑΣ πάνω στη γραμμή της κομμουνιστικής αλληλεγγύης. Αν κάποιος τώρα, αργότερα, θα αναφερόταν στο πρόβλημα της Ηπείρου και των Αλβανών που ζούσαν εκεί (σ.σ. εννοεί στους Τσάμηδες που ζούσαν στη Θεσπρωτία πριν τον Β’ Π.Π.), θα έλεγα ότι ο Μάρκος ποτέ σε κανέναν και με κανένα τίμημα δε θα έδινε οποιοδήποτε κομμάτι της Ελλάδας. Είναι αλήθεια ότι μέσα στον ΕΛΑΣ αγωνίζονταν άνθρωποι, που θεωρούσαν τον εαυτό τους εθνικά “Μακεδόνες”, αλλά ταυτόχρονα ήταν και κομμουνιστές. Ο Μάρκος Βαφειάδης ήταν 100% Έλληνας. Ο μεγάλος Σέρβος συγγραφέας Όσκαρ Νταβίτσο, το 1946 πέρασε μερικούς μήνες στην Ελλάδα και ήδη το 1947  δημοσίευσε το βιβλίο “Ανάμεσα στους Παρτιζάνους του Μάρκο”, αλλά επειδή ένα χρόνο μετά δήλωσε υπέρ της Απόφασης του Ινφορμ-μπιρό (Informbiro Rezolution), το Βελιγράδι διέκοψε όλες τις σχέσεις μαζί του.

image
Στο άγαλμα του Τίτο στο Βελιγράδι

Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι στις 28 Φεβρουαρίου του 1953 στην Άγκυρα ολοκληρώθηκε η λεγόμενη Βαλκανική Συμφωνία (Balkanski Pakt) ανάμεσα σε Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα και Τουρκία, με την οποία η χώρα του Τίτο έμμεσα, αλλά πολύ σοβαρά συνδέθηκε με το ΝΑΤΟ για την υπεράσπιση της από την ΕΣΣΔ. Στη σημερινή Σερβία, κανείς δεν θέλει να θυμηθεί ότι τότε πρακτικά ήδη ήμασταν ένα τμήμα του Συμφώνου του ΝΑΤΟ που υπεγράφη με διάρκεια 20 ετών, που θα μπορούσε να επεκταθεί, αλλά η Γιουγκοσλαβία δεν το επιδίωξε, ώστε έπαψε να υφίσταται το 1973.

Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Τίτο, συνεχώς διατηρούνταν ορθές και ρεαλιστικές σχέσεις με κάθε ελληνική κυβέρνηση, όσο ήταν υπό την επιρροή της βασιλικής οικογένειας, τόσο και κατά τη διάρκεια της Χούντας του Παπαδόπουλου, και μετά την πτώση της Χούντας με όλες τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις στην Αθήνα. Ανάμεσα στους Γιουγκοσλάβους “Μακεδόνες”  υπήρχε η ιστορία για την “Vardarska, Egejska I Pirinska Makedonija” (Η Μακεδονία του Βαρδάρη, του Αιγαίου και του Πίριν), η οποία περιείχε κάποια νύξη για τη «μεγάλη Μακεδονία» σε βάρος της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, αλλά αυτή ποτέ δεν ήταν η στάση της κυβέρνησης του Τίτο. Υπήρχε μάλιστα κι ένα ανέκδοτο εις βάρος της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας” του στυλ: “Καημένη η χώρα για την οποία η Αλβανία είναι η Δύση!”

* Η Μίλιτσα Κοσάνοβιτς ([email protected]) είναι αρθρογράφος του Σέρβικου περιοδικού Vreme και συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο, που έγραψε μαζί με τον Γιώργο Στάμκο, έχει τίτλο “Άγνωστη Σερβία”.