Ο Τέοφιλ Πάντσιτς (Teofil Pancic) είναι ένας Σέρβος διανοούμενος, συγγραφέας, αρθρογράφος και κριτικός τέχνης, που με τα έντονα πολιτικοποιημένα και καυστικά του κείμενα, τα οποία κριτικάρουν το σέρβικο εθνικισμό αλλά και τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό της κυβέρνησης Βούτσιτς, έχει μπει πολλές φορές στο στόχαστρο των ακροδεξιών κύκλων της πατρίδας του. 

Ads

Στις 24 Ιουλίου του 2010, στο κέντρο του Ζέμουν (προάστιο του Βελιγραδίου), ενώ περίμενε αστικό λεωφορείο, ο Τέοφιλ δέχτηκε ξαφνική επίθεση από δύο άνδρες. Τον χτύπησαν στο κεφάλι και στο σώμα με μεταλλικούς λοστού, και του προκάλεσαν σοβαρό τραύμα στο κρανίο του και τραυματισμό του δεξιού του χεριού. Η επίθεση καταδικάστηκε από πολυάριθμες σέρβικες οργανώσεις, ενεργούς πολίτες και ακτιβιστές, την ένωση δημοσιογράφων Σερβίας, ακόμη κι από τον τότε κεντροαριστερό πρόεδρο της Σερβίας Μπόρις Τάντιτς. Οι ένοχοι ωστόσο δεν βρέθηκαν ποτέ.

Ο Τέοφιλ όμως δε φοβήθηκε, δεν πτοήθηκε και συνέχισε να γράφει τα καυστικά του άρθρα, που φιλοξενούνται στο εβδομαδιαίο περιοδικό Vreme του Βελιγραδίου. Παιδί σερβικής καταγωγής στρατιωτικού, που υπηρετούσε στο Στρατό της Τιτοϊκής  Γιουγκοσλαβίας, ο Τέοφιλ γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου του 1965 στα Σκόπια, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του εκείνη την περίοδο. Τα άρθρα του, που είναι κοινωνικο-πολιτικές αναλύσεις, έχουν δημοσιευτεί σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά τόσο στη Σερβία όσο και σε άλλες χώρες που άνηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά και σε έντυπα των ΗΠΑ, της Ρωσίας και διαφόρων χωρών της Ευρώπης. Εκτός από τακτικός συνεργάτης του προοδευτικού περιοδικού Vreme, εργάστηκε κι ως πολιτικός σχολιαστής για το Radio Free Europe. Του απονεμήθηκε το βραβείο Jug Grizelj το 1999.

Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Αστικοί Βουσμάνοι (Urbanι Busmani): Ζωή και Θάνατος στον Σερβικό μετακομμουνισμό”, ήταν μία συλλογή από δοκίμια του σχετικά με το θέμα της αποσύνθεσης του παλαιού συστήματος αξιών κατά τη δεκαετία του 1990 και τη γέννηση ενός νέου πολιτικού, πολιτιστικού και οικονομικού συστήματος στη σκιά του πολέμου, της καταστολής και της καθυστερημένης μετάβασης (tranzicija) από τον κομουνισμό προς τον καπιταλισμό. Ένα άλλο σημαντικό του βιβλίο έχει τίτλο “Οι Φύλακες της Φωτιάς της Βεγγάλης”, όπου περιγράφει τη ζωή και το θάνατο στη σέρβικου μετα-κομμουνισμού. Σ’ αυτό ο Πάντσιτς καλύπτει την περίοδο που αρχίζει με την πτώση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (2000) μέχρι τη δολοφονία του Ζόραν Τζίντζιτς (2003), του πρώτου δημοκρατικού πρωθυπουργού της Σερβίας. Ο συγγραφέας ονομάζει αυτή την περίοδο “εποχή της μεταδημοκρατικής κακοφωνίας”. Ο Τεοφιλ Πάντσιτς μέχρι σήμερα έγραψε πάνω από 20 βιβλία. Η δημοφιλής του στήλη με τίτλο “Παρενέργειες” (Nuspojave) στο περιοδικό Vreme, την οποία και γράφει ανελιπώς από το 1997, είναι ένα περίτεχνο λεκτικό εργαστήριο όπου συνδέονται και συμπλέκονται φαινόμενα πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και καθημερινής ζωής, με καταλύτη την πηγαία σάτυρά του.

Ads

“Αυτό που είναι φυσιολογικό στη χώρα μας δεν είναι κανονικό σύμφωνα με τα πρότυπα μιας δημοκρατικά αναπτυγμένης κοινωνίας. Το mainstream μας αποτελείται από ανθρώπους που μέχρι χθες, αν δεν σφαζόταν μεταξύ τους με σκουριασμένα κουτάλια, είπαν ότι θα το κάνουν. Τέτοιες ανωμαλίες υπάρχουν παντού, δεν είναι αμφισβητήσιμο, αλλά αυτοί οι τρελοί άνθρωποι αλλού δεν είναι mainstream αλλά περιθώριο, μια εξαίρεση, μια αμελητέα μειονότητα…” επισημαίνει ο Πάντσιτς για να περιγράψει τη σημερινή σερβική πραγματικότητα. Η παρακάτω αποκλειστική συνέντευξη του Πάντσιτς είναι και η πρώτη που δίνεται ποτέ σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης.

Τι σημαίνει να είναι κανείς στη σημερινή Σερβία ελεύθερος δημοσιογράφος και συγγραφέας και να γράφει αυτό που πιστεύει;

Το να είναι κανείς ελεύθερος είναι πάντα μια μεγάλη πρόκληση σε κάθε κοινωνία και με κάθε έννοια. Αλλά η σύγχρονη Σερβία είναι απλά μία από τις χώρες που υποχωρούν σε ένα είδος αυταρχικής ταξινόμησης. Ένα σύστημα όπου κυβερνά ένας ανθρώπος και μια ολιγαρχία, σε μια τέτοια ταξινόμηση είναι φυσικά κάθε είδους δημόσιας έκφρασης, της προσωπικής γνώμης, της άποψης και των αξιών στις οποίες πιστεύεις είναι κατανοητό είναι ότι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, και απαιτεί καμιά φορά την ανάγκη για αυτοκτονικό ένστικτο ή ανάγκη για έκφραση. Έτσι ώστε εκείνοι που θεωρούνται ελεύθεροι σε αυτή την χώρα να είναι αυτοκτονικοί ταυτόχρονα. 

Γιατί πολλοί ισχυρίζονται ότι ο φόβος κυβερνά στη σημερινή Σερβία, και όχι ο Βούτσιτς;

Θα συμφωνούσα αν αυτό δεν σήμαινε μια λεπτεπίλεπτη αιτιολόγηση για την κυβέρνηση του Βούτσιτς, γιατί φυσικά δεν κυβερνά με τη Σερβία ο φόβος αλλά ο Βούτσιτς! Αν κυβερνάει ο φόβος τότε αυτό γίνεται επειδή ο Βούτσιτς παράγει τον φόβο. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι κυβερνά ο φόβος και όχι ο Βούτσιτς. Κυβερνά ο φόβος εξαιτίας του Βούτσιτς. Όχι ο Βούτσιτς ως μεμονωμένο άτομο, αλλά Βούτσιτς ως μετάφορα ενός αντεστραμμένου συστήματος. Ο φόβος κυβερνά πάντα σε εκείνες τις κοινωνίες όπου πρέπει να ψιθυρίζεις, όπου τα πράγματα δεν μπορείς να τα πεις δημόσια, όπου ο άνθρωπος συνέχεια κοιτάει αριστερά και δεξιά του, και φοβάται να τα πει δημόσια και αυτό είναι μία ανώμαλη κοινωνική κατάσταση. Εμείς την θυμόμαστε πολύ καλά από κάποιες άλλες εποχές… Αυτός ο φόβος εξαφανίστηκε μετά το 2000, αλλά ξαναγύρισε τα τελευταία χρόνια, και αυτή είναι η πιο βαριά κατηγορία για την τωρινή μας κυβέρνησή (σ.σ. του Αλεξάντερ Βούτσιτς), η οποία αγαπάει να μιλάει με γλυκόλογα, να μιλάει για τον “ευρωπαϊκό” της δρόμο και προοπτική κλπ. αλλά στην πραγματικότητα η επιστροφή του φόβου για τον οποίον με ρωτάτε, δείχνει ότι εδώ υπάρχει μια βαθιά παθολογία, και ότι εδώ κάτι θεμελιωδώς δεν πάει καλά. Παρατηρώ μάλιστα την επιστροφή του φόβου ακόμα και στο πλαίσιο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και έξω από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, άλλα φυσικά και στα ΜΜΕ, όπως και στη συνολική δημόσια ζωή και στη γενική δημόσια ζωή μας. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα για όλους μας.

Τι είναι αυτό που φοβούνται οι πολίτες της Σερβίας, μετά από όλα όσα έχουν περάσει, και ποιος χειραγωγεί αυτούς τους φόβους;

Οι φόβοι του λεγόμενου “μέσου Σέρβου” δεν διαφέρουν από τους φόβους του καθενός στην περιοχή μας ή στον κόσμο, αλλά υπάρχουν φόβοι που όντως παράγονται τεχνητά, οι οποίοι αντλούνται επί δεκαετίες, κυρίως γύρω από το λεγόμενο “πατριωτικό συναίσθημα”, τον εθνικισμό και τις πράξεις χειραγώγησης των εθνικιστικών συναισθημάτων. Ο φόβος ότι θα γίνει κάτι κακό. Πως μας απειλεί συνήθως κάποιος από τη Δύση, ότι θα μας κατακτήσει, ότι θα μας κάνουν δεν ξέρω τι οι γείτονες μας, είτε Αλβανοί, είτε οι Κροάτες, είτε οι Μουσουλμάνοι προσφυγές… Δεν ξέρω και εγώ ποιος… Αυτό το είδος φόβων, που είναι φαντασιωσικοί,  είναι αυτό που είναι και το πραγματικό πρόβλημα εδώ. Οι φόβοι αυτοί είναι, όπως πάντα στην ιστορία, ο βασικπος τρόπος με τον οποίον οι κυβερνούσες ελίτ χειραγωγήσουν το μέσο πολίτη και τους ψηφοφόρους τους, για να τους κρατήσουν κοντά τους και να τον εμποδίσουν να δουν τις πραγματικές πηγές των προβλημάτων τους.

Στην Ευρώπη, ορισμένοι λένε ότι ο Βούτσιτς είναι ένας βελούδινος δικτάτορας που κυβερνά με το φόβο, τη διαφθορά, την καταπίεση… Ως πολιτικό είδος, είναι ένα ενδημικό φυτό στη Σερβία και στα Βαλκάνια, αλλά ταυτόχρονα είναι και απομίμηση του τρίγωνου Πούτιν-Ερντογάν-Ορμπάν. Ποιος είναι αυτός στην πραγματικότητα;

Όλα αυτά αληθεύουν. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να ακούγεται διεστραμμένο και λίγο κολακευτικό γι ‘αυτόν. Νομίζω ότι στην πραγματικότητα αυτός αποτελεί ένα εξαιρετικά κοινότυπο φαινόμενο και ότι δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο σε αυτόν. Είναι απλώς ένας άνθρωπος που είναι απίστευτα άπληστος ως προς την εξουσία, τα προνόμια και τη δύναμη και απεριόριστα αδίστακτος στην απόκτηση και διατήρηση αυτών των πραγμάτων. Και αυτό είναι το πρόβλημα μ’ αυτόν. Έτσι ήταν και στην προηγούμενη ριζοσπαστική ενσάρκωσή του (με τον Σέσελι). Έτσι είναι σήμερα, και πιθανόν να είναι έτσι όσο θα υπάρχει στη δική μας δημόσια ζωή. Παρόλο που δεν σκέφτομαι γι’ αυτόν τίποτα καλό, πρέπει να πω ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο σε αυτόν όσο σε μας που επιτρέψαμε έναν τέτοιον άνθρωπο να κυβερνά, όχι μια φορά αλλά και δεύτερη φορά (πρώτα ως πρωθυπουργός και μετά ως πρόεδρος) σε αυτή τη χώρα! Και ως προς το “ενδημικό φαινόμενο και βελούδινος δικτάτορας”, όπως το είπατε, είναι μόνο χάρη στο γεγονός ότι η Σερβία βρίσκεται σε μια ειδική θέση, επειδή για παράδειγμα ένας Όρμπαν είναι ο ηγέτης μιας χώρας που είναι ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν χρειάζεται να χαϊδεύει τα αυτιά των Βρυξελλών ή του Βερολίνου, γιατί είναι ήδη μαζί στην ίδια λέσχη.

Όταν είστε ηγέτης στη Σερβία, πρέπει να παράγετε αυτό το θέατρο: πώς η χώρα κατευθύνεται προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, πώς ο στόχος μας είναι η ευρω-ενσωμάτωση (euro-integration) πως οι ευρωπαϊκές αξίες είναι αυτό που ακολουθούμε κλπ.. Αυτό απλά πρέπει να κάνει ο κάθε ηγέτης στα Δυτικά Βαλκάνια σήμερα και αυτό κάνει και ο Βούτσιτς. Αλλά αυτό φαίνεται εντελώς ψεύτικο… Ξέρετε, θα ήθελε αυτός η Σερβία να είναι μέλος της Ε.Ε. μόνο υπό την έννοια ότι θα παίρνουμε χρήματα από την Ε.Ε. Θα ήθελε να έχει αυτά τα ευρωπαϊκά ταμεία, τα οποία έχουν η Ουγγαρία ή η Πολωνία. Θα το ήθελε αυτό, επειδή θα αναζητούσε μετά τους τρόπους για να χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για προσωπική του ωφέλεια και συμφέρον. Και δεν χρειάζονται γενικώς οι ευρωπαϊκές αξίες, ώστε αυτή η κοινωνία να γίνει πιο ελεύθερη, περισσότερο αναπτυγμένη, πιο ανεκτική και  πολιτισμένη, πιο χειραφετημένη… Αυτοί εδώ στην εξουσία τώρα δεν θέλουν αυτές τις αξίες. Το αντίθετο!

Επίσης στον Δυτικό Τύπο διαβάζουμε ότι δεν υπάρχει ελευθερία Τύπου στη Σερβία, ότι υπάρχει μεγάλος έλεγχος των ΜΜΕ από τις αρχές. Υπάρχει πίεση στους δημοσιογράφους που αντιστέκονται σε αυτόν τον έλεγχο;

Η κατάσταση είναι κάπως παρόμοια με εκείνη στη δεκαετία του 1990, με τον Μιλόσεβιτς στην εξουσία. Υπήρχαν μικρά απομονωμένα “νησιά ελευθερίας”, σε μερικά μέσα με μικρότερη κυκλοφορία, που είχαν μικρότερη επιρροή στον λεγόμενο μέσο Σέρβο. Έτσι για παράδειγμα εγώ μπορώ να γράφω και να πω ό,τι θέλω. Θα βρω που θα το δημοσιεύσω, αλλά το πεδίο επιρροής μου θα είναι αρκετά περιθωριακό. Δεν υπάρχει τρόπος να πλησιάσεις στα mainstream media, στην τηλεόραση, στον ημερήσιο Τύπο, στα μεγάλα portal κλπ. που καταναλώνει ο μέσος Σέρβος. Όλα αυτά είναι κάτω από τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης και του κόμματος SNS του Βούτσιτς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εγώ δεν μπορώ να πω πράγματα ενάντια στον Βούτσιτς. Μπορώ, αλλά θα έχω πολύ περιορισμένη επιρροή και θα φτάσει σε εκείνους που ήδη ξέρουν αυτά που λέω και χωρίς εμένα… Πρόκειται για έναν  φαύλο κύκλο… 

Ο μέσος Σέρβος φαίνεται πως χάνει την πίστη του στο ευρωπαϊκό μέλλον του, ενώ κρυφά κοιτάει προς τον Πούτιν και την Ρωσία και από εκεί περιμένει τη “σωτηρία”. Απορρίπτει την Αμερική και την Ευρώπη λόγο του Κοσόβου, αλλά προτιμάει να στέλνει τα παιδιά του για να εργαστούν και να ζήσουν στη Δύση και όχι στην Ρωσία… Ποια είναι η προοπτική αυτής της συμπεριφοράς;

Οι άνθρωποι που κυβερνάνε σήμερα τη Σερβία θα ήθελαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια αλλά όχι και τις ευρωπαϊκές αξίες. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για τον “μέσο Σέρβο”. Υπάρχει κάτι στην πολιτική μας νοοτροπία, αυτός ο θαυμασμός των αυταρχικών ηγετών, των αφεντικών, των δικτατόρων, φυσικά θαυμασμός στη Ρωσία και στους Ρώσους δικτάτορες, ανεξαρτήτως από το αν πρόκειται για αυτοκρατορική Ρωσία, μπολσεβίκικη Σοβιετική Ένωση ή την σημερινή του Πούτιν. Πάντα τα ίδια, πάντα λατρεύεται κάποιος ηγέτης του Κρεμλίνου. Τώρα φυσικά είναι η σειρά του Πούτιν. Όμως κανένας δεν θέλει να ζήσει στη Ρωσία, αλλά όλοι θα ζούσαν ή θα έστελναν τα παιδιά τους ή θα έπαιρναν λεφτά από κάποιον κάπου στη Γερμανία, Γαλλία ή Αμερική ή τον Καναδά, και κάποιο άλλο παρόμοιο μέρος του Δυτικού κόσμου. Ο λεγόμενος μέσος Σέρβος είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτής. Ή τουλάχιστον, πάσχει από ένα είδος πολιτικής σχιζοφρένειας. Του αρέσει να αυτοπροσδιορίζεται συναισθηματικά. Μέχρι λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ψηφοφορία και η διαμόρφωση της πολιτικής ζωής είναι πρώτιστη δουλειά για τη ζωή μας, εμείς θα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση στην οποία θα ψηφίζουμε, δουλεύουμε και πράττουμε κατά του συμφέροντός μας.

Τι είναι αυτό που οδηγεί το μεγαλύτερο μέρος της σερβικής κοινωνίας σε αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, όπως σε ρατσισμό σε σχέση με τις μειονότητες, τσιγγάνους, μουσουλμάνων, μεταναστές, LGBT, ναρκομανείς;

Το ίδιο πράγμα που οδηγεί και στην εμφάνιση αυτών των φαινομένων οπουδήποτε αλλού στον κόσμο: η άγνοια, η έλλειψη της διαφώτισης, από όπου και προέρχεται η έλλειψη ενσυναίσθησης. Ξέρετε, ένας άνθρωπος που δεν έχει συνηθίσει να σκέφτεται ουσιαστικά τον κόσμο γύρω του, δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου ανθρώπου, που φαινομενικά είναι διαφορετικός από αυτόν. Αυτός κοιτάει αποκλειστικά από τη μικρή του, εγωιστική γωνία και αυτός ο ομαδικός εγωισμός είναι επίσης μέρος του εγωισμού εθνικού, κρατικού κ.ο.κ. Μόλις κάποιος είναι λίγο διαφορετικός από αυτό, είτε έχει άλλη εθνικότητα είτε άλλη θρησκεία, ή προήλθε από άλλη χώρα ή ήπειρο κλπ. αν δεν είστε σε θέση να καταλάβετε ότι αυτό το άλλο άτομο έχει τα ίσα δικαιώματα να ζει και να υπάρχει, και ότι δεν είστε σε καμία περίπτωση πάνω από αυτό, τότε γίνεστε εύκολο θύμα της εθνικιστικής και ρατσιστικής προπαγάνδας, και αυτό συμβαίνει σε αυτή την κοινωνία. Έτσι, η έλλειψη ενσυναίσθησης, που βασίζεται κυρίως σε μια βαθιά έλλειψη διαφωτισμού και άγνοιας, πιστεύω ότι είναι το μεγαλύτερο μας πρόβλημα.

Μιας και έτυχε να γεννηθείς στα Σκόπια τι έχεις να πεις για το φαινόμενο Γκρουέφσκι, αλλά και τη σχέση αγάπης μεταξύ Όρμπαν και Βούτσιτς;

Για μένα εδώ το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει φυσικά η σχέση  Βούτσιτς-Γκρουέφσκι και οι πολιτικές δομές τους. Σε μια εποχή που το VMRO και ο Γκρουέφσκι βρισκόταν στην εξουσία στη Μακεντόνιγια (ΠΓΔΜ), θυμόμαστε ότι από εδώ, από τη Σερβία μιλούσαν γι’ αυτούς πολύ θετικά. Αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά ως ένα είδος πολιτικού μοντέλου προς μίμηση, επειδή ο Γκρουέφσκι ήρθε στην εξουσία περίπου 5-6 χρόνια πριν τον Βούτσιτς. Θυμάμαι καλά ότι τις πρώτες μέρες της ηγεσίας του Βούτσιτς, μερικοί φίλοι μου από τα Σκόπια μου έλεγαν, θα δείτε κι εσείς πως όσα συμβαίνουν εδώ σε μας, θα συμβούν και στη Σερβία. Έτσι και έγινε. Είναι λοιπόν στενά συνδεδεμένοι, επειδή σκέφτονται με παρόμοιο τρόπο, έχουν μια παρόμοια “τεχνολογία διακυβέρνησης”, είναι το ίδιο  αδίστακτοι, κάνουν το ίδιο κατάχρηση των εθνικών συναισθημάτων για το δικό τους προσωπικό κέρδος και ουσιαστικά κρατάνε υπό κατοχή τις χώρες τους σε κάποια απομόνωση που υπηρετεί τελικά μόνο αυτούς και τους δικούς τους συνεργάτες και υποτακτικούς τους. Αυτά είναι τα πράγματα που τους ενώνουν και γι’ αυτό το λόγο ο Βούτσιτς και η κυβέρνησή του, υποστήριζαν με όλη τη δύναμη να μείνει ο Γκρουέφσκι στην εξουσία.

Όταν αποδείχτηκε ότι αυτό τελικά ήταν αδύνατο, έκαναν τουλάχιστον κατά κάποιο τρόπο, ό,τι μπόρεσαν να τον προστατεύσουν και να αποτελέσουν μέρος αυτής της αλυσίδας, η οποία τουλάχιστον για τώρα τον έσωσε από την ποινική ευθύνη. Νομίζω λοιπόν ότι δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη για κανέναν, ούτε στη Σερβία ούτε στην περιοχή αυτή η συνεργασία, γιατί ο Βούτσιτς και ο Γκρουέφσκι είναι μαζί. φυσικά όχι λόγω κάποιας προσωπικής αγάπης μεταξύ τους, αλλά ως “πολιτικά δίδυμα”. Το ίδιο, όπως από την άλλη πλευρά, κατά τη γνώμη μου όσο παρακολουθώ απ ‘έξω, ο Ζάεφ και ο Τσίπρας, ως άνθρωποι που προέρχονται από κάποιο διαφορετικό, όχι μόνο ιδεολογικό αλλά κι αν θέλετε πολιτισμικό χώρο, όπου αυτοί οι δύο είναι άνθρωποι που μπορούν να κάνουν κάτι εποικοδομητικό και να συμφωνήσουν για κάτι, γιατί ο καθένας από τη γωνία της χώρας του νοιάζονται για να λυθούν αυτά τα “αιώνια προβλήματα” που το μόνο που κάνουν είναι να επαναλαμβάνονται, αντί να λυθούν εις όφελος και ικανοποίηση όλων.

Μετάφραση από τα Σερβικά: Μίλιτσα Κοσάνοβιτς