Το νέο αδιέξοδο που καταγράφηκε από την «ισοπαλία» στις επαναληπτικές κάλπες στο Ισραήλ, από τις οποίες κανένας από τους επίδοξους συνασπισμούς δεν φαίνεται να διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία των 61 εδρών στην Κινεσέτ (Ισραηλινό κοινοβούλιο), για να σχηματίσει κυβέρνηση, δείχνει να ανοίγει το δρόμο για ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Και παρά το γεγονός πως αυτές φαίνεται πως μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην αποχώρηση από το κεντρικό σκηνικό του υπερ-δεξιού πρωθυπουργού (εδω και μια δεκαετία), Μπέντζαμιν Νετανιάχου, φαίνεται πως και πάλι δεν κινούνται σε θετική κατεύθυνση.

Ads

Με καταμετρημένο σχεδόν το σύνολο των ψήφων, το Λίκουντ του Νετανιάχου και το Καχόλ Λαβάν του Γκαντς καταλαμβάνουν σχεδόν τις ίδιες έδρες, 31 ή 32, από τις 120 της Κνεσέτ, του ισραηλινού κοινοβουλίου. Αντίστοιχα το κεντροαριστερό μπλοκ που θα μπορούσε να υποστηρίξει τον Γκαντς, αλλά και το υπερδεξιό – θρησκευτικό μπλοκ, που θα μπορούσε να στηρίξει τον Νετανιάχου, συγκεντρώνουν 55 ή 56 έδρες, το καθένα. Η «Ενωμένη Λίστα» των αραβικών κομμάτων λαμβάνει 12 έδρες και εμφανίζεται ως η τρίτη πολιτική δύναμη στην Κνεσέτ, και ακολουθεί το ακροδεξιό κόμμα «Ισραήλ Μπεϊτενού» του πρώην υπουργού Αβίγκντορ Λίμπερμαν (9 έδρες). Ο τελευταίος αναμένεται να αναδειχθεί και σε ρυθμιστή των εξελίξεων.

Προς την έξοδο ο Νετανιάχου

Το δεδομένο είναι πως ο Νετανιάχου και το κόμμα του, το Λικουντ, είναι οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών. Η δεξιά πλειοψηφία, που το 2015 χάρισε στον Νετανιάχου μια τρίτη συνεχόμενη θητεία (τέταρτη στην πολιτική του καριέρα), δεν υπάρχει πλέον. Το μόνο που ήθελε τώρα ο ίδιος ήταν 61 έδρες για να έχει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αλλά η στήριξη δύο υπερ-ορθόδοξων κομμάτων (17 έδρες) και της εθνικιστικής Yamina (7 έδρες) δεν είναι αυτή τη φορά αρκετή.

Ads

Η αποτυχία αυτή έρχεται παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Νετανιάχου δεν έχασε την ευκαιρία «παίξει» με επικίνδυνο τρόπο προεκλογικά με το Παλαιστινιακό ζήτημα, ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να προσαρτήσει την Κοιλάδα του Ιορδάνη, μια στρατηγικής σημασίας περιοχή στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, σε περίπτωση εκλογικής του νίκης. Σύμφωνα πάντως με αναλυτές, η εμπρηστική ρητορεία του Ισραηλινού πρωθυπουργού αποδείχτηκε μάλλον μπούμερανγκ για τον ίδιο, οδηγώντας αρκετούς Εβραίους ψηφοφόρους στην αποχή και φέρνοντας στον αντίποδα πολλούς άλλους, Αραβικής καταγωγής στις κάλπες, με αποτέλεσμα η «Ενωμένη Λίστα» των αραβικών κομμάτων να αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη.

Κάπως έτσι πολλοί προδιαγράφουν ήδη το «πολιτικό τέλος» του Νετανιάχου. Κι αυτό γιατί μπορεί ο ίδιος να  κάλεσε για τον σχηματισμό μιας «ισχυρής σιωνιστικής κυβέρνησης», χωρίς τη συμμετοχή «αντισιωνιστικών αραβικών κομμάτων», όμως το πολιτικό κλίμα μόνο θετικό για τον ίδιο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι θέτουν ως βασική προϋπόθεση για δημιουργία της λεγόμενης «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», την απουσία του ίδιου από αυτή, επικαλούμενοι τα βαριά σκάνδαλα διαφθοράς, για τα οποία θα βρεθεί ενώπιον της δικαιοσύνης στις 3 Οκτωβρίου.

Το «μετέωρο βήμα» του Γκαντς

Από την άλλη όμως τα πράγματα είναι αρκετά «θολά» και στο απέναντι στρατόπεδο. Ο πρώην αρχηγός του στρατού κι επικεφαλής του κόμματος Καχόλ Λαβάν («Μπλε-Λευκό»), Μπένι Γκαντς, δήλωσε έτοιμος να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όμως δε διευκρινίζει σε ποια κατεύθυνση θα κινείται αυτή.

Το ακόμη μεγαλύτερο ερώτημα είναι τι θα κάνει σε περίπτωση που ναυαγήσει η συγκεκριμένη πρόταση. Με δεδομένο ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στα κόμματα της κεντροαριστεράς για τη δημιουργία κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, καθώς το Εργατικό Κόμμα έχει βαλτώσει στις 7 έδρες και η νέα φιλειρηνική Δημοκρατική Ενωση δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις 5 έδρες, ο ίδιος έχει δυο επιλογές: είτε να παραμείνει στην αντιπολίτευση είτε να συμμαχήσει με το Λικούντ του Νετανιάχου.

Το τρίτο σενάριο, εκείνο του να συμμαχήσει με τον συνασπισμό των αραβικών κομμάτων, δε διαφαίνεται στον ορίζοντα για δυο βασικούς λόγους: ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι ηγέτες της «Ενωμένης Λίστας» ξεκαθάρισαν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας πως δεν θα λάβουν μέρος σε μια κυβέρνηση Γκαντζ, αλλά θα μπορούσαν να τον στηρίξουν στα πεδία της κοινωνικής πολιτικής και του διαλόγου με τους Παλαιστίνιους. Εδώ όμως έρχεται το δεύτερο πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το ότι οι θέσεις του Μπένι Γκανζ στο Παλαιστινιακό δεν απέχουν και πολύ από εκείνες του Μπέντζαμιν Νετανιάχου.

Ο (αρνητικός) «παράγοντας» Λίμπερμαν

Την ίδια στιγμή, σε «ρυθμιστή» των εξελίξεων αναδεικνύεται ο πρώην υπουργός Άμυνας κι επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος «Ισραήλ Μπεϊτενού» Αβίγκντορ Λίμπερμαν, που είδε τις δυνάμεις του να διπλασιάζονται. Αυτό σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές μόνο θετικό στοιχείο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς υπενθυμίζουν τις ακραίες θέσεις που έχει στο Παλαιστινιακό. Και υπενθυμίζουν πως η παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Άμυνας τον Νοέμβριο του 2018 είχε να κάνει με την κάθετη διαφωνία που εξέφρασε αναφορικά με την σύναψη εκεχειρίας στη Λωρίδα της Γάζας μεταξύ του Νετανιάχου και των παλαιστινιακών οργανώσεων.

Ο ίδιος στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε επιχείρησε να λανσάρει ένα πιο μετριοπαθές προφίλ,  πραγματοποιώντας προεκλογική εκστρατεία ενάντια στα υπερορθόδοξα εβραϊκά κόμματα, συμμάχους του Λικούντ του Νετανιάχου, τον οποίο κατηγορούσε ότι θέλει να κάνει το Ισραήλ θρησκευτικό κράτος. Όμως η ενίσχυσή του μειώνει ακόμη περισσότερο τις -ήδη περιορισμένες- προσδοκίες για επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών για το Παλαιστινιακό.