Η παγκόσμια «εκστρατεία» κατά των ψευδών ειδήσεων – γνωστότερες με τον διεθνή όρο «fake news» – βρήκε νέο και μάλιστα διάσημο «σταυροφόρο», στο πρόσωπο του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος, πριν από μερικές ημέρες ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τις ποινικοποιήσει. Μιλώντας με τους δημοσιογράφους κατά την διάρκεια της καθιερωμένης πρωτοχρονιάτικης συνάντησης στο προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων, ο Μακρόν προανήγγειλε νομοθετική πρωτοβουλία για την απαγόρευση της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης, ιδίως κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών.

Ads

Ο ίδιος άλλωστε, όπως θυμίζει η Deutsche Welle, είχε την πικρή εμπειρία να στοχοποιηθεί από Fake News και από αυτήν την άποψη, σημειώνει το The Atlantic, το θέμα είναι και «επί του προσωπικού».

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας,  μόλις 48 ώρες πριν από τον τελικό γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, στη Γαλλία υπήρξε μια «μαζική, συντονισμένη» κυβερνοεπίθεση. Το «χακάρισμα», το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση δεκάδων χιλιάδων εσωτερικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και εγγράφων, αποδόθηκε σε μια ομάδα με δεσμούς με τη ρωσική κυβέρνηση, αν και η Μόσχα αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή της.

Ο Μακρόν ωστόσο δεν φαίνεται να πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του Κρεμλίνου. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησής του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, όντας μόλις δύο εβδομάδες στην θέση της γαλλικής προεδρίας, ο Μακρόν χρησιμοποίησε την κοινή συνέντευξη Τύπου για να περάσει «γενεές δεκατέσσερις» τα ρωσικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, «Russia Today» και «Sputnik», τα οποία χαρακτήρισε «πράκτορες επιρροής και προπαγάνδας», εγκαλώντας τα για την διάδοση «ψευδών για μένα και την καμπάνια μου».

Ads

Το διαδικτυακό «όραμα» του Μακρόν

«Οι επιθέσεις εναντίον του κατά τη διάρκεια των εκλογών δεν τον εμπόδιζαν να κερδίσει, αλλά νομίζω ότι θέλει να χαράξει μια κόκκινη γραμμή και να σιγουρευτεί ότι δεν θα συμβεί ξανά», σχολιάζει η Ρέινμπόου Μάρεϊ, καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο Queen Mary University του Λονδίνο. «Παρά τις ανησυχίες για την ελευθερία της έκφρασης, υπάρχει επίσης μια θεμελιώδης νομιμότητα όταν λες ότι οι ψηφοφόροι δεν πρέπει να παραπλανώνται από αποδεδειγμένα ψευδείς πληροφορίες κατά την εκλογική περίοδο».

«Θα αναπτύξουμε το νομικό μας σύστημα για να προστατεύσουμε τη δημοκρατική ζωή» είπε ο Γάλλος πρόεδρος. «Κατά τη διάρκεια της εκλογικής περιόδου, οι έλεγχοι και οι κανόνες θα είναι διαφορετικοί για τα περιεχόμενα που θα κυκλοφορούν στις εκάστοτε διαδικτυακές πλατφόρμες», ανέφερε χαρακτηριστικά. Θα επιβληθεί παράλληλα η υποχρέωση διαφάνειας, θα πρέπει τα ΜΜΕ να δίνουν την ταυτότητα των διαφημιζόμενων, αυτών που χρηματοδοτούν, αυτών που ελέγχουν. Και αυτό γιατί είναι πολύ εύκολη πλέον η ευρεία διάδοση μιας ψευδούς είδησης μέσα από τα διάφορα κοινωνικά δίκτυα, αφού μπορεί να γίνει ανώνυμα και απαιτούνται μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, όπως εξήγησε ο Εμμανουέλ Μακρόν.

«Χιλιάδες λογαριασμοί προπαγάνδας σε κοινωνικά δίκτυα διαδίδουν σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις γλώσσες, ψέματα που εφευρίσκονται για να αμαυρώνουν πολιτικούς αξιωματούχους, προσωπικότητες, δημόσιους παράγοντες, δημοσιογράφους», είπε ο Μακρόν και πρόσθεσε ότι «αν θέλουμε να προστατεύσουμε τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, πρέπει να έχουμε ισχυρή νομοθεσία».

Βάσει του νέου νόμου, με την παρέμβαση δικαστή ένα ψευδές περιεχόμενο θα μπορεί να αφαιρείται από μια ιστοσελίδα ή θα υφίσταται η πλατφόρμα μεγαλύτερες συνέπειες, ακόμη και κλείσιμο. Βέβαια ο προβληματισμός πολλών εντοπίζεται στο πώς θα κρίνεται τελικά κατά πόσο μια είδηση είναι ψευδής. Ο γαλλικός κρατικός φορέας ελέγχου των ΜΜΕ, η CSA, θα ενισχυθεί με πρόσθετες εξουσίες για να «καταπολεμήσει οποιαδήποτε απόπειρα αποσταθεροποίησης από τηλεοπτικά κανάλια που ελέγχονται ή επηρεάζονται από ξένα κράτη».

Προστασία ή παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων;

Βέβαια η Γαλλία, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα κράτη, έχει νόμους που προστατεύουν την ελευθερία του λόγου. Στην πραγματικότητα, το άρθρο 11 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων και Πολιτικών Δικαιωμάτων της χώρας εγγυάται ότι όλοι οι πολίτες «μπορούν να μιλούν, να γράφουν, να εκτυπώνουν ελεύθερα, εκτός από ό,τι ισοδυναμεί με την κατάχρηση αυτής της ελευθερίας στις περιπτώσεις που καθορίζονται από το νόμο».

Για ορισμένους, ο προτεινόμενος, από τον Μακρόν, νόμος θα μπορούσε να αποτελεί παραβίαση των παραπάνω. Ο Bruno Retailleau, συντηρητικός γερουσιαστής, προειδοποίησε ότι «σε μια δημοκρατία, η παραπληροφόρηση είναι καλύτερη από την κρατική πληροφόρηση», προσθέτοντας ότι «μόνο τα αυταρχικά καθεστώτα ισχυρίζονται ότι κατέχουν την αλήθεια». Την «σκυτάλη» πήρε η Μαρίν Λεπέν, η αρχηγός του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» και αντίπαλος του Μακρόν για την προεδρία, η οποία χαρακτήρισε την πρόταση «πολύ ανησυχητική», προσθέτοντας: «Ποιος θα αποφασίσει εάν οι πληροφορίες είναι ψευδείς;».

Το ζήτημα αυτό απασχολεί και άλλες χώρες, οι οποίες ήδη έχουν επιδιώξει νομοθετικές παρεμβάσεις καταπολέμησης της διάδοσης των fake news. Επιπλέον, το να διαμαρτύρεσαι για τον πολλαπλασιασμό των ψευδών ειδήσεων είναι ένα πράγμα, αλλά το να τις προσδιορίσεις είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τον Νοέμβριο τη δημιουργία μιας ομάδας υψηλής εξειδίκευσης που θα παίζει συμβουλευτικό ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις οι οποίες εστιάζονται στην καταπολέμηση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών στο διαδίκτυο.  Ωστόσο, για την ερευνήτρια του Ευρωπαϊκού Προγράμματος στο πολιτικό think tank, «Chatham House», Τζορτζίνα Ράιτ, «η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει σαφής ορισμός των ψευδών ειδήσεων και εκεί έγκειται η περιπλοκότητα».

Ορισμένοι πιστεύουν ότι η ίδια η χρήση του όρου «fake news» είναι προβληματική. Η Claire Wardle, επικεφαλής της ΜΚΟ, «First Draft News», εκτιμά ότι αυτή η φράση είναι ένας «τρομερά ανεπαρκής» τρόπος για να περιγράψουμε τις προκλήσεις της καταπολέμησης ψευδών πληροφοριών που μπορεί να εξαπλωθούν με ή χωρίς κακή πρόθεση. Παράλληλα σημειώνει και το φαινόμενο να  χρησιμοποιείται παγκοσμίως από ορισμένους πολιτικούς (σημ: ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ) για να υποβαθμίσουν ειδήσεις που απλά «δεν τους είναι αρεστές». 

Εν τω μεταξύ τα Social Media, κύριως χώρος διασποράς ψευδών ειδήσεων, εμφανίζονται να έχουν ανοίξει δικό τους «μέτωπο» ενάντια στα  fake news, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το Facebook έχει αρχίσει να αναπτύσσει κάποια σχετικά εργαλεία διαφάνειας και ανίχνευσης ψευδών ειδήσεων, αλλά πολλοί ειδικοί του χώρου δεν είναι πολύ αισιόδοξοι για την αποτελεσματικότητά τους και το αποτέλεσμα τους μέχρι σήμερα τους επιβεβαιώνει. 

Το Twitter, από την άλλη πλευρά, αφήνει την δουλειά στους ίδιους τους χρήστες θεωρώντας ότι «η ανοιχτή και η real time φύση του είναι ένα ισχυρό αντίδοτο στην εξάπλωση όλων των τύπων ψευδών πληροφοριών». «Εμείς ως εταιρεία δεν πρέπει να είμαστε ο διαιτητής της αλήθειας. Δημοσιογράφοι, εμπειρογνώμονες και αφοσιωμένοι πολίτες με διαδοχικά Tweet διορθώνουν και προκαλούν τον δημόσιο διάλογο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα» ανακοίνωνε τον περασμένο Ιούνιο.

Όπως και να έχει, παρά τις επιθέσεις που δέχεται αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία του Μακρόν,  δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως θα περάσει. Το κόμμα του απολαμβάνει μιας μεγάλης πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση και θα μπορούσε να εγκρίνει το νομοσχέδιο χωρίς στήριξη της αντιπολίτευσης. Ο Μακρόν, σύμφωνα με την Ράιτ, υπολογίζει και ποντάρει πολλά σε αυτήν την πιθανότητα διότι «η μεταρρυθμιστική ατζέντα του για το 2018 είναι απίστευτα φιλόδοξη και πιθανότατα θεωρεί ότι το νομοσχέδιο αυτό θα μπορούσε να περάσει από το κοινοβούλιο πιο γρήγορα». «Η κυβέρνησή του πρέπει να πραγματοποιήσει γρήγορα μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αποδείξει ότι η Γαλλία πράγματι προχωράει και κάνει αλλαγές, άρα θα είναι καθοριστικής σημασίας η γρήγορα εξασφάλιση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης».