Το όνομά του θα μπορούσε να αποτελεί εναλλακτικό ορισμό της απάτης. Ο Βραζιλιάνος, Κάρλος Ενρίκε Ραπόζο, γνωστός με το ψευδώνυμο «Κάιζερ», είχε μια ποδοσφαιρική «καριέρα» 20 χρόνων, σε διάφορες ομάδες, όχι μόνο μην έχοντας παίξει έστω και ένα λεπτό μπάλα, άρα, φυσικά και δίχως να έχει βάλει έστω ένα γκολ, αλλά και μην έχοντας ιδέα από ποδόσφαιρο. Τουλάχιστον όχι για επαγγελματικό επίπεδο.

Ads

‘Οση γνώση όμως ποδοσφαίρου του έλειπε, άλλο τόσο θράσος του περίσσευε.

Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του στην Βραζιλία, έτσι και εκείνος ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Γεννημένος σε φτωχή οικογένεια ονειρευόταν πλούτη και ανέσεις. Και το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία ήταν ο πιο δημοφιλής εν δυνάμει τρόπος να αποκτηθούν.

Στα 15 του μπαίνει στις ακαδημίες της «Μποταφόγκο» με την φιλοδοξία να παίξει επαγγελματικά. Συνειδητοποιώντας ότι δεν έχει τέτοιες ικανότητες, δεν απογοητεύθηκε. Αντίθετα, αποφάσισε να κατακτήσει με κάθε μέσο το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.

Ads

image

Η στρατηγική του Κάιζερ ήταν τόσο απλή όσο και αποτελεσματική. Για αρχή έγινε φίλος με πολλά ανερχόμενα αστέρια του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, όπως ο Ρομάριο, ο Μπράνκο κ.ά.
Κάθε φορά που εκείνοι υπέγραφαν τα συμβόλαιά τους, ο Κάιζερ τους παρακαλούσε να βάλουν και μια λεξούλα και για την αφεντιά του. Οι ποδοσφαιριστές έπειθαν τους υπεύθυνους των ομάδων να δώσουν μερικούς δοκιμαστικούς μήνες στον «ταλαντούχο νεαρό».

Μετά την υπογραφή του συμβολαίου, ο Κάιζερ έβαζε σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου. Έλεγε στον προπονητή ότι δεν ήταν σε φόρμα εκείνη την στιγμή και θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο να φτάσει σε καλή φυσική κατάσταση. Ακολουθούσε η περίοδος της μεγάλης ζωής: Βόλτες, γυναίκες, πάρτι, με τον «αέρα» του «αστέρα» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου.

Μετά από κανένα μήνα, ο Κάιζερ εμφανιζόταν για πρώτη φορά στις προπονήσεις, όπου έθετε σε εφαρμογή το επόμενο μέρος του σχεδίου. «Ζητούσα πάσα και μετά έστελνα την μπάλα στην άκρη. Μετά έλεγα ότι ένιωσε έναν οξύ πόνο στα πλευρά και για τις επόμενες εβδομάδες βρισκόμουν στο ιατρικό κέντρο. Τότε δεν υπήρχε έλεγχος και οι πάντες με πίστευαν» έλεγε αργότερα ο ίδιος.

Στη συνέχεια ο Κάιζερ «ζύμωνε» την δημοφιλία του μεταξύ των συμπαικτών του. «Εκείνες τις εποχές οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν δικαίωμα να αφήνουν το ξενοδοχείο πριν το παιχνίδι. Μερικές μέρες πριν την έλευση της ομάδας, έκλεινα μερικά δωμάτια και προσκαλούσα κοπέλες. Όταν έφταναν οι παίκτες δεν χρειαζόταν να το σκάσουν μυστικά για να περάσουν καλά».

Οι παίκτες και οι προπονητές τον θεωρούσαν απλώς ως «άτυχο νέο» που «υπέφερε» από τραυματισμούς. Ενίοτε, ωστόσο, η αλήθεια έβγαινε στην επιφάνεια. Την εποχή που βρισκόταν στην «Μποταφόγκο», ο Κάιζερ βρήκε από κάπου ένα κινητό τηλέφωνο, ιδιαίτερα σπάνιο εκείνη την εποχή. Το κουβαλούσα συνέχεια μαζί του και έκανε ότι μίλαγε στα αγγλικά, κάνοντας ότι συζητά με ξένες ποδοσφαιρικές ομάδες. Καθώς κανείς από τους συμπαίκτες του δεν γνώριζε αγγλικά, τον πίστευαν. Κανείς, εκτός από τον γιατρό της ομάδας. Ο οποίος τον «μυρίστηκε» και όταν ο Κάιζερ ήταν στο ντουζ εξέτασε το τηλέφωνό του, για να ανακαλύψει ότι ήταν… παιχνίδι.

Μετά από αυτό ο Κάιζερ αναγκάστηκε να αλλάξει ομάδα, όχι όμως και τακτική. Την οποία ακολούθησε και στην «Φλαμένγκο» και στην «Βάσκο ντα Γκάμα» και σε όσες, πολλές, ομάδες ακολούθησαν.

image

Ωστόσο, στην «Μπανγκού» και ενώ βρισκόταν στο στάδιο της… «φυσικής κατάστασης», αίφνης, ο προπονητής τον ενέταξε στην βασική ενδεκάδα. «Με διαβεβαίωσε ότι θα κάθομαι στον πάγκο, αλλά η ομάδα έχανε και ξαφνικά μου είπε να μπω αλλαγή». Ο Κάιζερ κατάλαβε ότι με το που θα ακουμπήσει την μπάλα θα καταλάβαιναν οι πάντες την απάτη. Έπρεπε κάτι να σκεφτεί και γρήγορα. Και σκέφτηκε.

«Παρατήρησα ότι οι οπαδοί μας, μας έβριζαν. Κατευθύνθηκα προς τις κερκίδες και άρχισα να τους βρίζω κι εγώ». Φυσικά, αμέσως ο Κάιζερ πήρε κόκκινη κάρτα και αποβλήθηκε, χωρίς να έχει παίξει καν. Ο πρόεδρος της ομάδας, ο Καστόρ ντε Αντράντε, ζήτησε εξηγήσεις, αλλά ο Κάιζερ τις είχε έτοιμες. «Ο θεός μου έδωσε πατέρα αλλά πέθανε» είπε στον πρόεδρο. «Αλλά μου έδωσε άλλον, μου έδειξε τον ντε Αντράντε. Και δεν πρόκειται να επιτρέψω σε κανέναν να λέει τον πατέρα μου κλέφτη. Γι’ αυτό πήγα να καθαρίσω».

Ο ντε Αντράντε συγκινήθηκε τόσο πολύ από τα λόγια του Κάιζερ, που τον επιβράβευσε με νέο, εξάμηνο συμβόλαιο. Μετά από μερικά χρόνια ο Κάιζερ αποφάσισε να προχωρήσει ακόμη παραπέρα. Βλέποντας πως πολλοί Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές έπαιζαν πλέον σε ευρωπαϊκές ομάδες, αποφάσισε να τους ακολουθήσει και υπέγραψε συμβόλαιο με την γαλλική «Γκαζελέκ». Δεν υπολόγισε όμως κάτι: Εκατοντάδες οπαδοί της ομάδας πήγαν στην προπόνηση να δουν τα «θαύματα» που θα έκανε ο Βραζιλιάνος «αστέρας» της ομάδας του.

Ο Κάιζερ δεν ήθελε να απογοητεύσει τους οπαδούς και δεν μηχανεύθηκε κάποιο από τα κόλπα του για να ξεφύγει. Απλά πήρε μια μπάλα και την πέταξε προς το μέρος τους. Μετά κι άλλη, κι ακόμη μία. Οι οπαδοί ήταν ενθουσιασμένοι. Ο προπονητής δεν είχε άλλη λύση από το να βάλει στον Κάιζερ να κάνει μερικές απλές ασκήσεις γυμναστικής. Ο Κάιζερ παρέμεινε στην γαλλική ομάδα μερικά χρόνια ακόμη, ώσπου επέστρεψε στην πατρίδα του, το Ρίο ντε Τζανέιρο.

Σήμερα ο Κάιζερ δίνει συνεντεύξεις και απολαμβάνει τον μύθο του. Τι από όσα λέει είναι αλήθεια ή όχι, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Όπως για παράδειγμα το ότι έπαιζε στην  «Ιντεπεντέντε» όταν η ομάδα κατέκτησε το κύπελο Λιμπερταδόρες το 1984. ‘Η, ότι το παρατσούκλι του δόθηκε λόγω της ομοιότητάς του με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ. Όπως και να έχει, ο ίδιος συνοψίζει την καριέρα του ως εξής: «Αν ήμουν περισσότερο αφοσιωμένος στην δουλειά μου και περισσότερο στοχοπροσηλωμένος, θα μπορούσα να φτάσω ακόμη πιο μακριά. Πολύ πιο μακριά».