Tο Προεδρικό Μέγαρο  συνεχίζει να εφαρμόζει την καταπιεστική πολιτική του και θέλει να φιμώσει τους αντιπάλους του. Καταστέλλει τα μέσα ενημέρωσης, φυλακίζει δημοσιογράφους και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στραγγαλίζει την κουρδική αντιπολίτευση. Υπάρχει όμως ακόμη μια, τέταρτη, υπολογίσιμη δύναμη…

Ads

Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος πέρυσι στις 15 Ιουλίου, υπήρξε το εργαλείο που χρησιμοποίησε το κράτος του Ερντογάν για να απολύσει μαζικά  περισσότερους από εκατόν δέκα χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους, αλλά και για να συλλάβει και να φυλακίσει πάνω από πενήντα χιλιάδες αντιφρονούντες. Αν και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης δήλωναν αρχικά ότι επιβλήθηκε στο πλαίσιο του αγώνα ενάντια στους πραξικοπηματίες του Φετουλάχ Γκιουλέν, του πρώην συμμάχου και νυν υπ’ αριθμόν ένα εχθρού του Ερντογάν.

Τρεις είναι οι κατηγορίες που θεωρούνται στόχοι από τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος πλέον λειτουργεί πέρα από το Δίκαιο, τους νόμους ή τη λογική. Πρόκειται ως επί το πλείστον για Κούρδους δημοσιογράφους, βουλευτές κι εθνικούς και τοπικούς παράγοντες. Πιο πρόσφατα στη λίστα προστέθηκαν οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ τέλος, θα έπρεπε να ίσως αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα και στους ανεξάρτητους πανεπιστημιακούς που υπέγραψαν διαμαρτυρία ενάντια στις αντικουρδικές πολιτικές της κυβέρνησης.

Ο φασισμός αλά τούρκα προβαίνει σε επιλογές με τρόπο πυροσβεστικό. Η φυλάκιση των εκατόν εξήντα δύο δημοσιογράφων, εκ των οποίων μόνο μια μικρή μειοψηφία μπορεί να έχει σχέσεις με  τον Φετουλάχ Γκιουλέν, έχει ως στόχο να εμποδίσει τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με την άγριες πρακτικές καταστολής τις οποίες χρησιμοποιούν η αστυνομία κι ο στρατός. Μια αποστολή σχεδόν αδύνατη… Ενώ η εξουσία ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 90% των μέσων μαζικής ενημέρωσης, το Προεδρικό  Μέγαρο εξακολουθεί να φοβάται τις διαρροές και τα μικρά μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης.

Ads

«Τρομοκράτης», «μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Γκιουλέν» ή ακόμη και «μυστικός πράκτορας των ξένων δυνάμεων» είναι οι πιο συχνές κατηγορίες που αποδίδονται στους ανεξάρτητους δημοσιογράφους.

Τουλάχιστον 12 από τους 61 βουλευτές του φιλοκουρδικού-αριστερού HDP (Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα) βρίσκονται στη φυλακή μαζί με περίπου 4.500 στελέχη και εκλεγμένους δήμαρχους του κόμματος. Όλοι τους κατηγορούνται ότι έχουν βοηθήσει ή είναι μέλη του ΡΚΚ ή όπως αποκαλείται επίσημα, της  «αυτονομιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης». Ο Ερντογάν πιστεύει πως έτσι παίρνει εκδίκηση από το HDP που στις 7 Ιουνίου 2016 σημείωσε μεγάλη νίκη συγκεντρώνοντας ογδόντα βουλευτές υπό το σύνθημα «Θα σε εμποδίσουμε να γίνεις πρόεδρος». 

Το κουρδικό κίνημα που υποστηρίζεται από τμήμα της μη-κεμαλικής τουρκικής αριστεράς αποτελεί τη μόνη πολιτική δύναμη στη χώρα που αψηφά ανοιχτά τη βασιλεία του Ερντογάν. Επιπλέον, καταφέρνει στρατιωτικές και πολιτικές νίκες ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στη Συρία και στο Ιράκ με τη βοήθεια της Ουάσιγκτον, του στρατηγικού συνεργάτη της Άγκυρας!

Τέλος, οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ξεκινώντας από τα μέλη της Διεθνούς Αμνηστίας και φτάνοντας σε εκείνους της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αποτελούν επίσης κίνδυνο για την εξουσία, καθώς παρακολουθούν, καταγράφουν και δημοσιοποιούν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα και διατηρούν πολύ καλές σχέσεις έξω από αυτήν.

Φυλακίζοντας τους, η εξουσία πιστεύει ότι μπορεί να συνεχίζει την καταπιεστική πολιτική της χωρίς η Ευρώπη ή οι Ηνωμένες Πολιτείες να το μαθαίνουν.

Οι προσωπικότητες της κοινωνίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων ξένων υπηκόων, οι ειδικοί και οι επικεφαλής μη κυβερνητικών οργανώσεων, κατηγορούνται ότι είναι «κατάσκοποι της CIA, της MI6 ή των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών». Χωρίς καμία συγκεκριμένη απόδειξη βέβαια.
Θέλοντας να εδραιώσει το στρατόπεδο του, ο Ερντογάν λειτουργεί με αντιδραστικά, κρατικιστικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά, δίχως να συνειδητοποιεί πως έτσι διευρύνει το δημοκρατικό στρατόπεδο.

Τέλος, υπάρχει και μια ακόμη πολιτικό-στρατιωτική δύναμη, η οποία δεν είναι προς το παρόν στο προσκήνιο: η σημερινή ηγεσία του στρατού. Το Γενικό Επιτελείο φαίνεται να υποστηρίζει τον Ερντογάν επειδή μοιράζεται μαζί του τουλάχιστον τρία κοινά σημεία: το μίσος κατά των Κούρδων,  τη δίψα για εξουσία και τον αντί-αμερικανισμό. Φίλα προσκείμενο στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης(αποτελείται από τη Ρωσία, τη Κίνα, το Καζακστάν, το Κιργκιζιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν-ΣΣ) αλλά και σε όλες τις άλλες δικτατορίες, το Γενικό Επιτελείο βρίσκεται σε τακτική συμμαχία με τον Ερντογάν. Τα σημεία στα οποία τα δύο μέρη διαφωνούν, είναι ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, ο κεμαλισμός και οι σχέσεις της χώρας με το ΝΑΤΟ.

Παραδοσιακά εκπαιδευμένος να ανατρέπει εκλεγμένες κυβερνήσεις, σε περίπτωση που αυτές προδίδουν τις βασικές αρχές της κεμαλικής δημοκρατίας ή όταν παύουν να χαίρουν  εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ο τουρκικός στρατός μπορεί να επέμβει βίαια.

Επιπλέον, ακόμη δε μπορεί να χωνέψει τη συμπεριφορά του Ερντογάν απέναντι στους στρατηγούς ύστερα από την 15η Ιουλίου.  Τα βασανιστήρια, τις προσβολές, τις ταπεινώσεις…

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα, κανείς δε θα ήθελε να είναι στη θέση του Ερντογάν.

*Μετάφραση: Νίκος Λεγάκης

(*) Ραγκίπ Ντουράν (Ragıp Duran), Κωνσταντινούπολη, 1954. Δημοσιογράφος από το 1978. Έχει εργαστεί για πολλές ημερήσιες εφημερίδες της Τουρκίας, για το Πρακτορείο France Presse, την Libération και το BBC. Φοίτησε στο CFPJ του Παρισιού (1983) και υπήρξε υπότροφος του Nieman Journalism Lab στο Πανεπιστήμιο Harvard  της Βοστώνης (2000). Συγγραφέας 3 βιβλίων κριτικής των τουρκικών ΜΜΕ.