Στις 19 Ιανουαρίου, το Πεντάγωνο δημοσίευσε μια νέα στρατηγική εθνικής άμυνας, την πρώτη μέσα σε 10 χρόνια, στην οποία χαρακτήρισε τον στρατηγικό ανταγωνισμό ως την «κεντρική πρόκληση για την ευημερία και την ασφάλεια των ΗΠΑ», την στιγμή που διευρύνεται η στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας και της Κίνας.

Ads

Στο ίδιο πλαίσιο, ο υπουργός ‘Αμυνας των ΗΠΑ,  Τζέιμς Μάττις, υποστήριξε, στις 2 Φεβρουαρίου, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να ακολουθήσουν πολιτική μείωσης πυρηνικών όπλων δεδομένης της σταθερής ανάπτυξης των κινεζικών και ρωσικών πυρηνικών οπλοστασίων. Η έκθεση για την βαλλιστική πυραυλική άμυνα, που πρόκειται να δημοσιευθεί σύντομα, αναμένεται να δώσει έμφαση στα ίδια βασικά σημεία, δηλαδή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενισχύσουν την πυραυλική τους άμυνα για την καλύτερη αποτροπή των απειλών από τον στρατηγικό ανταγωνισμό.

Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι ο ανταγωνισμός για την στρατιωτική – και ειδικότερα πυρηνική – δύναμη και όχι η τρομοκρατία θα αποτελέσει το επόμενο σημείο στο οποίο θα εστιάσει η στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Stratfor, υπάρχουν τρεις ευδιάκριτες αλλαγές στον στρατηγικό προσανατολισμό των υπερδυνάμεων παραπέμπουν σε μια «αναβίωση» του Ψυχρού Πολέμου:

Ads
  1. Η Ουάσινγκτον έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα ανακατευθύνει πόρους στον στρατιωτικό ανταγωνισμό με Κίνα και Ρωσία
  2. Πεκίνο και Μόσχα δεν δείχνουν κανένα σημάδι υποχώρησης
  3. Η σύγχρονη οπλική τεχνολογία εισέρχεται σε μια φάση κατά την οποία θα είναι περισσότερο προσβάσιμη, ταυτόχρονα, σε όλους τους μεγάλους «παίκτες», την ώρα που οι παλιές συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών όπλων αποδυναμώνονται.

Η αλήθεια είναι ότι η Ουάσιγκτον και πριν τις σημερινές, σαφείς αλλαγές στην στρατηγική της έναντι των εξοπλισμών, παρακολουθούσε στενά και με ανησυχία την αυξανόμενη ισχύ της Ρωσίας και της Κίνας, Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν την «στροφή προς τον Ειρηνικό» κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσουν την αυξανόμενη κυριαρχία της Κίνας στην περιοχή.

Παρομοίως, με πρόφαση τον εμφύλιο στην Ουκρανία, στον οποίοη Δύση κατηγόρησε τη Ρωσία για «επέμβαση» στη χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στην Ευρώπη. Παράλληλα, ήδη επί Ομπάμα, το Πεντάγωνο προχώρησε στην εφαρμογή της στρατηγικής «Third Offset» για την ανάπτυξη της στρατιωτικής εκδοχής τεχνολογιών όπως η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη, επίσης σε μια προσπάθεια να προλάβει τον ανταγωνισμό ανάλογων ερευνών από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Ωστόσο, ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία παρέμενε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της στρατηγικής ασφάλειας των ΗΠΑ, ενώ, οι πόλεμοι στην Μέση Ανατολή και την Νότια Ασία εξακολουθούν να αντλούν την μερίδα του λέοντος των στρατιωτικών δαπανών μέχρι σήμερα. Η Κίνα και η Ρωσία, στο μεταξύ, εκμεταλλεύτηκαν την «εκτροπή» της προσοχής των Ηνωμένων Πολιτειών, σημειώνοντας μεγάλη πρόοδο στην δημιουργία σύγχρονων οπλοστασίων και στην ποιοτική αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων τους. Σε μερικούς τομείς, όπως οι πύραυλοι κατά πλοίων, το πυραυλικό πυροβολικό και η αντιαεροπορική άμυνα, Ρωσία και Κίνα έχουν ξεπεράσει τις ΗΠΑ.

Υπό το πρίσμα αυτών των τάσεων, η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για έναν μεγάλο ανταγωνισμό. Αλλά η προσπάθεια να μπει μπροστά σε αυτόν τον ανταγωνισμό, απλώς θα τον επιταχύνει. ‘Οσο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσπαθούν να ενισχύσουν την άμυνα τους, η Κίνα και η Ρωσία θα πολλαπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ενισχύσουν τις δικές τους ικανότητες. Οι δύο χώρες, τις οποίες η ανάλυση του Stratfor χαρακτηρίζει ως «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις που επιθυμούν να αλλάξουν τη σημερινή γεωπολιτική ισορροπία, είτε στη θάλασσα της Νότιας και Ανατολικής Κίνας είτε στην πρώην Σοβιετική Ένωση», δεν θα παραιτηθούν από τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες τους μόνο και μόνο επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να τις εξαλείψουν.

Φαύλος κύκλος

Καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών εντείνεται, η εμφάνιση καταστροφικών οπλικών τεχνολογιών θα τους οδηγήσει βαθύτερα σε μια αποσταθεροποιητική κούρσα εξοπλισμών.

Τα ολοένα και πιο ικανά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, για παράδειγμα, θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στον ανταγωνισμό, αν και η τεχνολογία εξελίσσεται προς το παρόν στον τομέα της αντιμετώπισης των βαλλιστικών πυραύλων. Ο φόβος μεταξύ αυτών των χωρών είναι ότι καθώς η τεχνολογία πυραυλικής άμυνας βελτιώνεται, όλο και περισσότερο θα καταστήσει τα πυρηνικά οπλοστάσιά τους αναποτελεσματικά. Πιο απλά, όσο βελτιώνεται η αντιπυραυλική άμυνα, τόσο μειώνεται η αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων οπλοστασίων και η ικανότητα απαντητικού χτυπήματος. Η κατάσταση παραπέμπει σε φαύλο κύκλο: Μια πιθανή πρωτιά των ΗΠΑ στην τεχνολογία πυραυλικής άμυνας θα ωθήσει την Ρωσία και την Κίνα να συνεχίσουν να εξελίσσουν την πυραυλική άμυνά τους, αλλά θα τους ωθήσει επίσης να ενισχύσουν και τα επιθετικά όπλα τους.

Σύμφωνα με την ανασκόπηση της Πυρηνικής Κατάστασης των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται να αλλάξουν τη στάση τους όσον αφορά στη χρήση πυρηνικών όπλων και να εισαγάγουν νέες, συμπεριλαμβανομένης μιας κεφαλής χαμηλής απόδοσης για βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από υποβρύχιο. Τα πυρηνικά χαμηλής απόδοσης δεν είναι νέος τομέας για τις ΗΠΑ, αλλά η τοποθέτησή τους σε βαλιστικούς πυραύλους υποβρυχίων, είναι. Η κίνηση αυτή αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανησυχίας ότι ένας δυνητικός εχθρός – είτε πρόκειται για μια μεγάλη δύναμη όπως η Ρωσία ή ένα κράτος όπως η Βόρεια Κορέα – θα καταφεύγει σε μια στρατηγική «κλιμακώστε προς αποφυγή κλιμάκωσης». Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, η κατώτερη στρατιωτική δύναμη θα χρησιμοποιούσε πυρηνικό όπλο χαμηλής απόδοσης ή «τακτικής» για να αποθαρρύνει τις συνεχιζόμενες επιθέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες με την υπόθεση ότι η Ουάσιγκτον δεν θα ανταποδώσει με το στρατηγικό της πυρηνικό οπλοστάσιο από τον φόβο να ξεκινήσει έναν καταστροφικό πόλεμο.

Η τοποθέτηση πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης σε βαλλιστικούς πυραύλους υποβρυχίων θα δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία στη χρήση τους. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, δεν είναι χωρίς ρίσκα. Αφενός, ένα χτύπημα με χαμηλής απόδοσης πυρηνικά όπλα μπορεί να κλιμακωθεί σε έναν πόλεμο με στρατηγικά όπλα. Αφετέρου, δεδομένου ότι ο στόλος των βαλλιστικών υποβρυχίων μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος του οπλοστάσιου των στρατηγικών πυρηνικών όπλων της χώρας, η προσθήκη πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης στο μίγμα θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα διάκρισης για τα αντίπαλα κράτη σε περίπτωση εκτόξευσης. Διότι το κράτος – στόχος θα ανιχνεύσει έναν εισερχόμενο βαλλιστικό πύραυλο που εκτοξεύθηκε από ένα υποβρύχιο χωρίς να είναι σε θέση να ξεχωρίσει εάν ο πύραυλος φέρει πυρηνική κεφαλή χαμηλής απόδοσης ή πρόκειται για την έναρξη μιας μαζικής επίθεσης με στρατηγικά πυρηνικά όπλα.

Η έλευση των κεφαλών τεχνολογίας Super-Fuze ενισχύει δραματικά την αποτελεσματικότητα των πυρηνικών όπλων έναντι στόχων, όπως των πυρηνικών σιλό. Παρόλο που αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται μόνο σε στρατηγικές πυρηνικές κεφαλές, η «υπερφυσική» δύναμη αυτής της τεχνολογίας θα μπορούσε να λειτουργήσει και για πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης. Και επειδή τα πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς των συμβάσεων που περιορίζουν τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών όπλων τα οποία μπορεί να κατέχει μια χώρα, βελτιώνοντας την ακρίβειά τους με την τεχνολογία super-fuze θα μπορούσε να ανατρέψει το σημερινό πυρηνικό ισοζύγιο. Όσες περισσότερες χώρες αποκτούν πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες χρήσης τους.

Περισσότερο πολύπλοκη γίνεται η κατάσταση με τους υπερηχητικούς πυραύλους. Η υψηλή ταχύτητα των πυραύλων αυτών – τουλάχιστον πενταπλάσια της ταχύτητας του ήχου – διευκολύνει την ταχεία χρήση τους και αυξάνει τον ρυθμό επιβίωσής τους, καθιστώντας δύσκολη την παρακολούθηση της πτήσης τους. Επιπλέον, μερικά υπερηχητικά όπλα φορτώνονται σε ειδικά ανεμόπτερα, επεκτείνοντας την εμβέλειά τους.

Χάνοντας τον έλεγχο

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των όπλων είναι ευθέως ανάλογα ταχύτατη της επιδείνωσης των συνθηκών ελέγχου τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη αντι-βαλλιστικών πυραύλων το 2002 και η κρίσιμη συνθήκη για την καταστροφή των πυραύλων μέσης και μικρής εμβέλειας (INF) δείχνει σημάδια σημαντικής πίεσης, η οποία πρόκειται να αυξηθεί καθώς η Ουάσιγκτον ενισχύει την άμυνά της. Εκνευρισμένες από την αυξανόμενη επένδυση των Ηνωμένων Πολιτειών στην τεχνολογία αντιπυραυλικής άμυνας και υπερηχητικής τεχνολογίας, η Ρωσία και η Κίνα θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν τις δυνατότητες πυραυλικής προσβολής.

Η επακόλουθη εξοπλιστική κούρσα θα οδηγούσε πιθανώς στο τελευταίο καρφί στο φέρετρο της INF και ίσως ακόμη να θέσει σε κίνδυνο τη νέα Συνθήκη Περιορισμού των Στρατηγικών Όπλων, γνωστή ως START (Strategic Arms Reduction Treaty. Ο συνδυασμός αυτός, δηλαδή, η αποδυνάμωση των συμφωνιών ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας των εξαιρετικά καταστροφικών όπλων θα οδηγήσει στην διάβρωση και υπονόμευση της της παγκόσμιας σταθερότητας.