Τον χειμώνα του 2016 το φαινόμενο Bernie Sanders συνταράζει την Αμερική αποτελώντας δυνητική ελπίδα για έναν βαθιά σπαρασσόμενο από τους οικονομικούς και θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς πλανήτη. Για όσους αντιλαμβάνονται απλουστευτικά την Αμερικάνικη κοινωνία ο Bernie Sanders αποτελεί μια έκπληξη από το πουθενά. Για όσους την γνωρίζουν λίγο βαθύτερα αποτελεί μια ακόμη υπενθύμιση πως οι ΗΠΑ παραμένουν μια μήτρα βαθιών αλλαγών όπου κάθε στιγμή διασταυρώνεται η βαθύτερη συντήρηση με την ελπίδα της πιο ουσιαστικής επανάστασης.

Ads

Ο νεαρός Bernie Sanders πρωτοεμφανίσθηκε στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ ως φοιτητής συμμετέχοντας στο κίνημα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που άνθισε δυναμικά το 1964. To καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς πάνω από 800 φοιτητές από όλα τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ πήγαν στον “βαθύ Αμερικάνικο” Νότο για να θέσουν τις γνώσεις τις δράσεις και τα όνειρα τους στην υπηρεσία των φτωχών Αφροαμερικανικών κοινοτήτων. Κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, κάτω από μια σωρευτική κυνικότητα κι απάνθρωπη βία που δολοφόνησε κάποιους από αυτούς, ελεύθερα σχολεία δημιουργήθηκαν, θεατρικές ομάδες διαμορφώθηκαν, δίκτυα εναλλακτικής πληροφόρησης συγκροτήθηκαν, μαζικές κινήσεις εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους απλώθηκαν. Και το κυριότερο: Ένας δεσμός αλληλεγγύης αναπτύχθηκε ανάμεσα στα πιο καταπιεσμένα στρώματα πρώτα  και κύρια του μαύρου αλλά και του λευκού πληθυσμού και τους νεαρούς ακτιβιστές της λευκής μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης.

Το καλοκαίρι εκείνο, ένα μείγμα από άστρα, ουτοπία, όνειρα και θραύσματα βράχων, ονομάστηκε “το καλοκαίρι του Μισισιπή”. Μέσα στις οργανώσεις οι άνθρωποι ενθαρρύνονταν να εκφράσουν την γνώμη τους, να πάρουν τις αποφάσεις τους αλλά και να τις εφαρμόσουν κάτω από οποιασδήποτε συνθήκες. Για τους ανθρώπους που δούλευαν στο Νότο εκείνο το υπέροχο και βίαιο καλοκαίρι η ανάμειξη αυτή ήταν η ισχυρότερη πολιτική δήλωση ενός Κινήματος που είχε κάποια καινοφανή χαρακτηριστικά σε σχέση με την παραδοσιακή, γραφειοκρατική αριστερά, που είχε αρχίσει (μετά το απαράμιλλο θαύμα του αντιφασιστικού αγώνα και της αντίστασης σε δικτατορικά ολοκληρωτικά καθεστώτα από τις αρχές του αιώνα) να διαμορφώνεται σε κάποιες γωνιές της Ευρώπης. Και που επρόκειτο να γενικευτεί (καθώς το σύστημα την νομιμοποιούσε και την εγκόλπωνε) τις επόμενες δεκαετίες, με στελέχη που δρούσαν κυρίως μεταξύ γραφείου και μίντια, κάνοντας ενίοτε κι επαναστατική γυμναστική με την παρουσία τους σε κάποια πορεία.

Η κυριότερη θέση εκείνου του κινήματος, αντίθετα, που επαναφέρει ο Sanders στην τωρινή του ρητορική, ήταν πως η ηθική επανάσταση έχει πολιτική σημασία. Η ατομική ηθική εξέγερση κι η αντίθεση σε κάθε μορφή κομφορμισμού, και του κομματικού συμπεριλαβανομένου, έρχονταν να δώσουν περιεχόμενο στην ελευθερία και στην ανθρώπινη, και γι’ αυτό πολιτική, απελευθέρωση. Το πρώτο στάδιο του αγώνα σε μια κοινωνία που κρυφά ή φανερά περιόριζε τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα ανθρώπινης ολοκλήρωσης καθώς και τις δυνατότητες έκφρασης κι ελέγχου πάνω στην ίδια μας την ζωή, ξεκινώντας από το κορμί και πηγαίνοντας στην σκέψη, θεωρήθηκε η διατήρηση της υπόστασης του ατόμου, η διατήρηση της ανθρωπιάς του, ως εφαλτήριο για την οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση, παρά την εντελώς αντίστροφη παραδοσιακή αριστερή ανάγνωση. Δεν είναι τυχαίο πως η Διακήρυξη του Port Harron (1962) που αποτέλεσε το μανιφέστο μιας ολόκληρης γενιάς ριζοσπαστών, αρχίζει με ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στις κοινωνικές αξίες: “Οι δικές μας πολιτικές αξίες… συνδέονται άμεσα με την ανθρώπινη ύπαρξη, τις ανθρώπινες σχέσεις και τα κοινωνικά συστήματα. Θεωρούμε τους ανθρώπους απέραντα πολύτιμους και προικισμένους με ανεκπλήρωτες ικανότητες για κριτική σκέψη, για ελευθερία κι αγάπη…”

Ads

Ποιοι ήταν όμως οι άνθρωποι που αντιδράσανε πολιτικά στην θεωρία του “τέλους της ιδεολογίας” που ήδη οι Μιλλς, οι επονομαζόμενοι και διανοούμενοι του ΝΑΤΟ, προωθούσαν κάποιες δεκαετίες πριν τον Φουκουγιάμα, κι αντιδράσανε και ηθικά στις αδικίες της κοινωνίας; Παιδιά της μεσοαστικής τάξης, με καλές σπουδές και λυμένα τα οικονομικά τους προβλήματα, στρώματα που αποστάτησαν ταξικά για να αντικαταστήσουν τα κατεξοχήν προλεταριακά, Εβραικά  κατά βάση, πληθυσμιακά στρώματα που αποτελούσαν την Αμερικανική αριστερά του ’30.

Ανάμεσα στα Ελεύθερα Σχολεία που θέλησαν να αυτοοργανώσουν και να ριζοσπαστικοποιήσουν τους φτωχούς σε προγράμματα που αποφασίζονταν από τοπικές ομάδες αντιπροσώπων σε εθνικές διασκέψεις, τις ομάδες κινηματογραφιστών που παρήγαγαν εναλλακτικά επίκαιρα, τα ελεύθερα ραδιόφωνα και τα εναλλακτικά έντυπα ενημέρωσης που συγκρότησαν την Υπηρεσία Ειδήσεων για την Απελευθέρωση, το Αντάρτικο Θέατρο με έδρα το Σαν Φρανσίσκο (κάτι ανάμεσα στο Θέατρο του Δρόμου και στο Λα Μπαράκα του Λόρκα) με μότο ”τα κοινωνικά αξιώματα που δέχεται κανείς καθορίζουν το είδος του θεάτρου που δημιουργεί” το αντιπολεμικό κίνημα όπως κι αυτά για τα δικαιώματα των γυναικών, των μαύρων των ομοφυλόφιλων, την αστική εξέγερση του Λ.Α., τις πολιτικές ομάδες των χίππυς  (σπουδαίες ιστορίες όλες τους) άνθισε (και συνέβαλλε και στην άνθηση τους) το Κίνημα των Μεγάλων Πανεπιστημίων. Άμεσα συνδεδεμένο με το αντιπολεμικό και το κίνημα για την ελευθερία του Λόγου και μουσικούς όπως οι Jefferson Airplane, Hendrix Doors κλπ που συμμετείχαν οι περισσότεροι μουσικά στις καταλήψεις, έφτασε σε μια απο τις κορυφώσεις του δυο χρόνια αργότερα από κείνο το καλοκαίρι του 64, με τις μεγάλες, αιματηρές εξεγέρσεις στο Berkeley τον Οκτώβριο του 1964 και τον Νοέμβριο του 65, και την ίδρυση των Μαύρων Πανθήρων το 1966. Όταν η δεκαετία τελείωνε, με νίκες και ήττες, ματαιώσεις και ουρλιαχτά, νεκρούς και συμβιβασμένους, τον λόγο πήρε η ποίηση: “Ενώ εμείς ξαπλώναμε για να εμποδίσουμε/ την κυκλοφορία από την αεροπορική βάση,/ πέρα εκεί οι δρόμοι είναι γεμάτοι νεκρούς./ Ενώ μας κουβαλούν στην κλούβα/ και μετά στο τμήμα ”προς λήψη στοιχείων”/ πέρα εκεί τα ακρωτηριαμένα πόδια/ και τα χέρια των ζωντανών κρέμονται σε καμένα δέντρα, σε γκρεμισμένους τοίχους/…/…Τα δικά μας βήματα προς τον αγώνα/ είναι σαν τα πρώτα μπουσουλήματα του μωρού./Θα μπορούσαμε άραγε,/ αν βαστάξει η ζωή,/να βρούμε μέσα μας αυτό το σταθερό κουράγιο να κερδίσουμε/ παρόμοια στεφάνια πυράς;” (Ντ.Λέβερτοβ, μτφρ Κ. Αγγελάκη Ρουρκ).

“Βρίσκομαι εδώ για τους ίδιους μπερδεμένους λόγους με πολλούς άλλους. Η Χαήτ Άσμπερν φαινόταν να είναι η τελευταία ελπίδα, προκεχωρημένο φυλάκιο της ανθρωπότητας, σε μια χώρα καλλίγραμμων μανεκέν, και επιτυχημένων που κάνουν συνεχείς υπολογισμούς πως να εκμηδενίσουν τον Βιετναμέζικο λαό και να καταστρέψουν τ’ ανθρώπινα αισθήματα στην Αμερική.” γράφτηκε στο Berkeley Barb, στα 1976 από εναν πολιτικοποιημένο Χίππυ. Οι Χίππυς ήταν κάτι από παραπάνω από διαβάτες της οδού Χαίητ” (σσ γειτονιά του Μιλκ αργότερα) “με χάντρες κουδούνια και μακριά μαλλιά… Είμαστε αποφασισμένοι, αφοσιωμένοι άνθρωποι που διαλέγουμε ανάμεσα σε 2 τρόπους ζωής.  ”Ηθική αντίσταση σημαίνει: να θέσει κανείς σε κίνηση έναν μηχανισμό, εκεί ακριβώς που ο πολίτης καταπιέζεται περισσότερο: στην ίδια του την ηθικότητα… Η υιοθέτηση ενός διαφορετικού τρόπου συμπεριφοράς και ζωής από κείνον της πλειοψηφίας εκφράζει την αγανάκτηση της αυτονομίας του ατόμου. Η προσχώρηση και η δουλειά ανάμεσα στους λησμονημένους, τους φτωχούς, τους απόβλητους της κοινωνίας σημαίνει πως τοποθετεί κανείς τη δική του ηθική αποξένωση στο ίδιο επίπεδο με τις αλλοτριώσεις που προκαλεί η κοινωνία… Μ’ άλλα λόγια, η απάρνηση του πανεπιστημίου του γραφείου της ακαδημαϊκης καριέρας ή της άνετης ζωής… αποτελεί μια πράξη ισοδύναμη με κείνη του φτωχού πεινασμένου που επιτίθεται στην σιταποθήκη ή του εργάτη που κάνει απεργία. M’ αυτήν την έννοια οι ηθικές ατομικές πράξεις είναι πολιτικές, αφού συντελούν ώστε ο άνθρωπος να ξεχωρίσει με συγκεκριμένο τρόπο τον πυρήνα  της πάλης του για την ελευθερία” έγραψε ο Μassimo Teodori στην μελέτη του για την Νέα Αμερικανική Αριστερά.

Αυτή η ίδια απαίτηση της ελευθερίας και η ηθική διάσταση της πολιτικής απέναντι σε όσους κι όσες ξεπουλάνε τον ίδιον τους τον εαυτό για την καρέκλα (που επανέρχονται αν όχι ως μονίμως διαψευσμένη ελπίδα τουλάχιστον ως αναπόδραστη αναγκαιότητα για την οποία αξίζει να προσπαθείς πάλι και πάλι), αποτελούν και σήμερα το ζητούμενο. Τόσο στην Αμερική και στην Ελλάδα όσο και παντού στον πλανήτη.