Η θηριωδία της Παρασκευής στο Σινά ήταν η χειρότερη και πιο τραγική στη σύγχρονη ιστορία της Αιγύπτου. Τζιχαντιστές επιτέθηκαν κατά τη διάρκεια της προσευχής στο τέμενος αλ Ράουντα στην πόλη Μπιρ αλ Άμπεντ, πνίγοντάς το στο αίμα. Σκότωσαν τουλάχιστον 305 ανθρώπους, ανάμεσά τους και παιδιά. Γιατί μια μουσουλμανική φυλή Σούφι, η οποία ελπίζει να είναι ανεξάρτητη τόσο από το Ισλαμικό Κράτος όσο και από το αιγυπτιακό κράτος στοχοποιήθηκε τόσο άγρια; Οι τζιχαντιστές του ISIS, θεωρούν τους μουσουλμάνους Σούφι αιρετικούς. 

Ads

Σύμφωνα με ανάλυση του δημοσιογράφου, ειδικού στα θέματα του Σινά, Ισμαήλ Αλεξαντράνι, στη Le Monde Diplomatique, η αντίσταση κατά της ισραηλινής κατοχής και της αιγυπτιακής καταστολής έχει μακρά ιστορία στη χερσόνησο του Σινά. Τώρα η κλιμακούμενη ισλαμιστική βία ξέσπασε με τη μανία της εκδίκησης μετά από χρόνια κακοδιοίκησης της περιοχής. 

Η Ελ Αρίς (είναι η μεγαλύτερη πόλη στη Χερσόνησο του Σινά) ήταν μέρος της ειρηνικής επανάστασης της Αιγύπτου τον Ιανουάριο του 2011. Αλλά η αντίδραση στη δολοφονία ενός διαδηλωτή στην κεντρική πλατεία της κοντινής βεδουίνικης πόλης Σέιχ Ζουάιντ ήταν ιδιαίτερα βίαιη. Οι ακτιβιστές ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, αποσύρθηκαν. Οι γυναίκες άρχισαν να σπάνε βράχους σε πέτρες, αρκετά μικρές για να μπορούν τα παιδιά να τις πετάξουν. Οι άντρες πήραν τα όπλα. 

Τρεις δεκαετίες αδικίας, καταπίεσης, ταπείνωσης και κυβερνητικών ψεμάτων δεν είχαν δημιουργήσει τόση ένταση όση τα τελευταία χρόνια της εποχής του Μουμπάρακ. Μετά από ένα πρώτο μεγάλο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στο Νότιο Σινά, το 2004, ο τοπικός πληθυσμός γνώρισε άγρια καταπίεση. Υπήρξε μια άνευ προηγουμένου αύξηση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως κατά των γυναικών, από την αστυνομία της Ράφα και του Σέιχ Ζουάιντ που ξεπέρασε ακόμη και εκείνες που διαπράχθηκαν από τον ισραηλινό στρατό κατά την κατοχή (1967 – 1982) που ξεκίνησε από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Αυτό ενίσχυσε την αποφασιστικότητα των ενόπλων ομάδων, κυρίως των σαλαφιστών μαχητών και των τζιχαντιστών, όπως η τρομοκρατική οργάνωση Ansar Bayt al-Maqdis (ABM).

Ads

Οι πρώτοι τζιχαντιστές

Στο Σινά, η θρησκευτικής βάσης αντίσταση εναντίον του Ισραήλ ξεκίνησε το 1948, όταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα (MB), ίδρυσε στρατόπεδα εκπαίδευσης εθελοντών στρατιωτών στην Ελ Αρίς και το Sad al-Rawafaa. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ και τους Ελεύθερους Αξιωματικούς του, το 1952, η παρουσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο Σινά μειώθηκε και τελικά εξαφανίστηκε τελείως, το 1954, όταν αυτή απαγορεύτηκε και πολλά από τα ηγετικά της στελέχη εξορίστηκαν, κυρίως στην Ιορδανία. 

Στο μεταξύ, η πρώτη ομάδα Σούφι ιδρύθηκε από τον Sheikh Eid Abu Jerir, ο οποίος κληρονόμησε τη διαταγή Σούφι (ταρίκα) του Sheikh Abu Ahmad al-Ghazawy (από τη Γάζα). Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, στα τέλη του 1956, και τον πόλεμο που ακολούθησε, εμφανίστηκαν στο Σινά τζιχαντιστές Σούφι. Συνεργάστηκαν με τον αιγυπτιακό στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες του στρατού εναντίον των Ισραηλινών, οι οποίοι μετά το τέλος της σύγκρουσης κατέλαβαν το Σινά (και τη Γάζα) μέχρι τον Μάρτιο του 1957. Μερικοί από τους σημερινούς ηγέτες είναι πρώην μαχητές που τιμήθηκε επίσημα από το κράτος, όπως ο Σέιχ Χασάν Χάλαφ από την Αλ-Τζούρα, ένα χωριό 7 χλμ. νότια της Σέιχ Ζουάιντ. 

Όμως όσο ισχυροί κι αν είναι οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ του σουφισμού και του τακτικού στρατού, δεν εμποδίζουν τους κατοίκους του Σινά να έχουν την άποψη ότι η ειρηνευτική συνθήκη του 1979, μεταξύ της Αιγύπτου και του Ισραήλ (υπογεγραμμένη από τον Anwar Sadat και τον Menahem Begin, μετά τη συμφωνία στο Camp David των ΗΠΑ το 1978), ήταν μια προδοσία. Το Ισραήλ παραμένει ο εχθρός. Και η θρησκευτική διαφωνία που δεν κάνει διακρίσεις, μεταξύ του ιουδαϊσμού και του σιωνισμού, υπογραμμίζει την μόνιμη απειλή που αυτή αντιπροσωπεύει.

Από το 2001 έως το 2010, η Αλ Κάιντα απέτυχε να εδραιώσει μια βάση στην Αίγυπτο, αν και ήταν η γενέτειρα του σημερινού ηγέτη της, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι. Η γέννηση της Αλ Κάιντα στη Γη της Κενάνα (Αίγυπτος) ανακοινώθηκε το 2006, αλλά ο αρχηγός της Mohammed al-Hakayma, σκοτώθηκε στο Πακιστάν δύο χρόνια αργότερα. Τον Ιούνιο του 2010 ο πρώτος βομβαρδισμός αγωγού φυσικού αερίου στο Σινά πραγματοποιήθηκε χωρίς ανάληψη ευθύνης. Μετά την πτώση του καθεστώτος του Μουμπάρακ, υπήρξαν 13 ακόμη επιθέσεις στον ίδιο αγωγό, ο οποίος μεταφέρει αιγυπτιακό φυσικό αέριο στο Ισραήλ, σε διαφορετικά σημεία της χερσονήσου. Τον Απρίλιο του 2012, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τελικά ότι θα σταματήσει την άντληση ευθυγραμμιζόμενη με μια δικαστική απόφαση που έλεγε ότι η συμφωνία υπονόμευε την αιγυπτιακή κυριαρχία και ήταν ενάντια στα εθνικά συμφέροντα. 

Η τρομοκρατική οργάνωση ABM αποκάλυψε την ύπαρξή της για πρώτη φορά σε ένα βίντεο με τίτλο «Αν επιστρέψατε, επιστρέψαμε» («If You are Back, We are Back»), δηλώνοντας σε αυτό την υποστήριξή της στην Αλ Κάιντα και ισχυριζόμενη ότι έχει την αναγνώριση του κινήματος. Η ΑΒΜ και άλλες τζιχαντιστικές σαλαφιστικές ομάδες, όπως η Mujahideen Shura Council-Aknaf Bayt al-Maqdis (MSC-ABM), προχώρησαν στη δεύτερη φάση: άρχισαν να στοχεύουν ισραηλινές δυνάμεις μέσα στο ίδιο το Ισραήλ. Επίσης προχώρησαν σε επιθέσεις τις οποίες καθοδήγησαν τζιχαντιστές από την Αίγυπτο (Βεδουίνοι και μη Βεδουίνοι) αλλά και από άλλες αραβικές χώρες.

Η κλιμάκωση της βίας

Η επίσημη φυλετική κηδεία για τους Βεδουίνους τζιχαντιστές που σκοτώθηκαν από ένα ισραηλινό drone στις 9 Αυγούστου 2013, έδειξε την υποστήριξη που απολάμβανε η ABM την εποχή εκείνη. Αλλά όταν οι βομβαρδισμοί άρχισαν να στοχεύουν τον τακτικό στρατό της Αιγύπτου, η δημοτικότητά της καθώς και αυτή των άλλων ένοπλων ομάδων άρχισε να μειώνεται. Ο λαός του Σινά χαιρέτιζε τις επιθέσεις κατά των ισραηλινών στόχων πέρα από τα σύνορα ως πρόκληση για τις αρχές του Καΐρου, πιστεύοντας ότι η συμπαιγνία μεταξύ του Μουμπάρακ και των Ισραηλινών ήταν το βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη της περιοχής τους. Δεκάδες άνθρωποι από τις φυλές που ζούσαν στα σύνορα φυλακίστηκαν στο Ισραήλ, και αν και αυτό έγινε πρόσφατα, θεωρήθηκαν «αιχμάλωτοι πολέμου». Οι φυλές στα σύνορα άρχισαν να ανησυχούν ότι η αντίσταση εναντίον του Ισραήλ θα μετατρεπόταν σε ένοπλη εξέγερση εναντίον του αιγυπτιακού κράτους. 

Τελικά αυτό το όριο ξεπεράστηκε, δίνοντας πρόσχημα στο Ισραήλ για να αναλάβει δράση. Τον Αύγουστο του 2012, Ισραηλινοί κομάντος διείσδυσαν στην αιγυπτιακή επικράτεια και σκότωσαν τον Βεδουίνο αρχηγό της ΑΒΜ Ibrahim Eweida στο χωριό Κhereza, 15χλμ. δυτικά των συνόρων. Τον Μάιο του 2013, ο Mahdy Abu Deraa, ένας άλλος Βεδουίνος ηγέτης της  ΑΒΜ, σκοτώθηκε στο Goz Abu Raad στο βόρειο Σινά, κοντά στη Ράφα, από τοπικά στοιχεία που συνεργάστηκαν με τους Ισραηλινούς. Στις 8 Αυγούστου 2013 το Ισραήλ, ντρόπιασε τον αιγυπτιακό στρατό, υποστηρίζοντας με επίσημη δήλωση ότι είχε πραγματοποιήσει χτύπημα με drone εναντίον τζιχαντιστών στην Al-Ajraa, για να αποτρέψει πυραυλική επίθεση από εδάφους εναντίον στόχων εντός του Ισραήλ. 

Αυτή η κλιμάκωση ώθησε τον αιγυπτιακό στρατό να επιτεθεί σε δύο χωριά που στέγαζαν μέλη της ABM. Ένα αιγυπτιακό ελικόπτερο εισήλθε στη ζώνη C για πρώτη φορά από το 1967 και χτύπησε στα χωριά Al-Thoma και Al-Moqataa, στις 10 Αυγούστου. Αυτή ήταν η αρχή ενός πραγματικού πολέμου μεταξύ του αιγυπτιακού στρατού και της ΑΒΜ.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα δεν έχει οργανωμένη παρουσία ανατολικά της Ελ Αρίς και δεν κατάφερε να δημιουργήσει δεσμούς με ένοπλες ομάδες στο Σινά κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μόρσι (Ιούνιος 2012-Ιούλιος 2013). Η ΑΒΜ ήταν εχθρική προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ωστόσο, έδειξε αλληλεγγύη κατά τη βίαιη καταστολή που υπέστη μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μόρσι στις 3 Ιουλίου του 2013.

Οι ανακοινώσεις της ABM, έβριθαν θρησκευτικών επιχειρημάτων και όχι μόνο κατηγορούσαν τις ένοπλες δυνάμεις για έλλειψη πίστης στο έθνος αλλά και χαρακτήριζαν το σύνολο του στρατού – από τους νεοσύλλεκτους έως τους αξιωματικούς – ως κακοποιά στοιχεία. Στη συνέχεια, η ΑΒΜ άρχισε να επεκτείνει τη σφαίρα των δραστηριοτήτων τις πέρα από το Σινά, με στόχους σε άλλα μέρη της Αιγύπτου. 

Η βία και τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τη συνεχιζόμενη στρατιωτική επιχείρηση κατά των ύποπτων ισλαμιστών μαχητών σε κρησφύγετα στο Σινά (αυτές άρχισαν στις 7 Σεπτεμβρίου του 2013) ανάγκασαν την ΑΒΜ να στρατολογήσει περισσότερους μαχητές. Το χειρότερο σενάριο δεν είναι ότι η ΑΒΜ θα εξαπολύσει τη βία στην υπόλοιπη Αίγυπτο, αλλά ότι οι σχέσεις της με τους σαλαφιστές τζιχαντιστές της Συρίας – ασαφείς μέχρι τώρα – θα ενισχυθούν. 

Ένα έτος ανοιχτού πολέμου

Η άνευ προηγουμένου καταστολή μετά το πραξικόπημα είναι μια διαρκής πρόκληση για τους μαχητές ΑΒΜ, ως επί το πλείστον Βεδουίνων με χαμηλή εκπαίδευση. Βλέπουν τις επιθέσεις στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και σε άλλους Ισλαμιστές διαδηλωτές, πέρσι κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού – έγιναν και επιθέσεις κατά τη διάρκεια της προσευχής σε τζαμιά – και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι θρησκευόμενοι ως μια κήρυξη πολέμου κατά του Ισλάμ. 

Η απόπειρα δολοφονίας του υπουργού Εσωτερικών στο ανατολικό Κάιρο τον Σεπτέμβριο του 2013 αποτέλεσε μια καμπή. Έως τότε η ABM στόχευε στις ένοπλες δυνάμεις και στην αστυνομία. Τώρα πλέον εμπλέκεται στην «τρομοκρατία» υπό τη στενή έννοια, που δεν δείχνει πλέον καμιά ανησυχία για τους αμάχους. Τον Οκτώβριο του 2013 ένας βομβιστής αυτοκτονίας της ABM οδήγησε φορτηγό γεμάτο εκρηκτικά στη διεύθυνση ασφαλείας του Νότιου Σινά. Τον Νοέμβριο βομβαρδίστηκαν τα γραφεία των μυστικών υπηρεσιών του στρατού στην επαρχία Ισμαηλία. Ένα μήνα αργότερα, η μεταβατική κυβέρνηση χαρακτήρισε την Μουσουλμανική Αδελφότητα «τρομοκρατική οργάνωση», λίγες ώρες μετά την ισχυρή βόμβα που κατέστρεψε τη διεύθυνση της ασφάλειας στην Mansoura, πρωτεύουσα της επαρχίας Daqahlya. Η επίθεση σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε εξ ολοκλήρου από την ΑΒΜ.

Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του αιγυπτιακού στρατού απολαμβάνουν πλήρη ατιμωρησία για τα εγκλήματά τους εναντίον αμάχων στο Σινά: δολοφονίες γυναικών και παιδιών, χτυπήματα με πυροβολισμούς σε σπίτια χωρίς προειδοποίηση, κατεδαφίσεις σπιτιών χωρίς δικαστικές αποφάσεις – ακόμη και καλύβες που ανήκουν σε φτωχούς και ηλικιωμένους – εκρίζωση ελαιώνων, συλλήψεις εκατοντάδων ανθρώπων, κλείσιμο δεκάδων καταστημάτων, βίαιες μετακινήσεις και εξαφανίσεις ανθρώπων και παρενοχλήσεις δημοσιογράφων και ερευνητών. 

Μετά από τέσσερις μήνες ανοιχτό πόλεμο, η ΑΒΜ έκανε επίδειξη της δύναμής της στις αρχές του έτους με τρεις μεγάλες ενέργειες βίας: επιτέθηκε με πυραύλους στην ισραηλινή πόλη Eilat, στις 21 Ιανουαρίου, επιτέθηκε στην Διεύθυνση της Ασφάλειας στο κέντρο του Καΐρου στις 24 Ιανουαρίου, μόλις μια ημέρα μετά την προειδοποίηση του υπουργού Εσωτερικών εναντίον όσων σκέφτονταν να γιορτάσουν την επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου μπροστά σε αστυνομικά τμήματα. Η τρίτη και πιο πολυσυζητημένη ενέργεια στα μίντια ήταν η κατάρριψη ενός αιγυπτιακού στρατιωτικού αεροσκάφους, στις 25 Ιανουαρίου. Όλο το πλήρωμα σκοτώθηκε. Οι στρατιώτες εξαγριωμένοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό Al-Lifitat και ξεκίνησαν μια σειρά νυχτερινών επιδρομών εναντίον της πόλης Al-Barth. 

Ο αιγυπτιακός στρατός κατάφερε να επιβάλει εμπάργκο στην ενημέρωση αναφορικά με την κατάσταση στο Βόρειο Σινά για αρκετούς μήνες. Οι ντόπιοι δημοσιογράφοι και οι ακτιβιστές έχουν παρενοχληθεί, συλληφθεί, βασανιστεί και έχουν αναγκαστεί να κρυφτούν  ενώ οι ξένοι συνάδελφοί τους απειλούνται και εκδιώκονται. Υπάρχουν συχνές διακοπές στα δίκτυα επικοινωνίας και απαγόρευση κυκλοφορίας που ξεκινά μια ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα. Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα – ή ακόμη και οι τυχαίες συλλογικές τιμωρίες που επιβάλλονται στον τοπικό πληθυσμό – δεν εμπόδισαν την ΑΒΜ να εξαπολύσει επιθέσεις στο Ισραήλ κατά τον τελευταίο πόλεμο στη Γάζα από την ίδια περιοχή στην οποία το ισραηλινό drone σκότωσε πέρσι τους τέσσερις τζιχαντιστές. 

Όταν ο αιγυπτιακός στρατός κατόρθωσε να σταματήσει μια δεύτερη επίθεση, στις 13 Ιουλίου, η ΑΒΜ κλιμάκωσε τη δραστηριότητά της στοχεύοντας στρατόπεδο του στρατού ανατολικά της Ελ Αρίς. Ένας πύραυλος έπληξε το στόχο του, αλλά ένας άλλος έπεσε σε κοντινά σπίτια, σκοτώνοντας επτά πολίτες, συμπεριλαμβανομένου ενός 10χρονου κοριτσιού, και τραυματίζοντας εννέα.

Η ΑΒΜ έχει πλέον απομακρυνθεί από την Αλ Κάιντα για να σχηματίσει μια συμμαχία με το Ισλαμικό Κράτος. Η άγρια καταπίεση από τις αιγυπτιακές και ισραηλινές αρχές δημιούργησε μια νέα γενιά μαχητών, η οποία υποκινήθηκε περισσότερο από μια δίψα για εκδίκηση παρά από ιδεολογία.