Ορκίστηκε πρόεδρος της Βραζιλίας την 1η Ιανουαρίου του 2011. Ήταν η πρώτη γυναίκα πρόεδρος στην ιστορία της χώρας. Με την υποστήριξη του προκατόχου και μέντορά της Λουιζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, η Ντίλμα Ρούσεφ αναδείχθηκε σε κυρίαρχη πολιτική μορφή της Βραζιλίας. Όμως σήμερα, πέντε χρόνια μετά την πρώτη της εκλογική νίκη, η «Σιδηρά Κυρία» της Λατινικής Αμερικής όπως την αποκαλούν, βρίσκεται κατηγορούμενη από την αντιπολίτευση για παραποίηση δημοσιονομικών στοιχείων (σημ: ακολουθώντας τη μέθοδο της «δημιουργικής λογιστικής», μια μέθοδο που ακολούθησε ακόμη και η Γερμανία για να μπει στην ενωμένη Ευρώπη) και η Γερουσία αποφάσισε την αποπομπή της από την προεδρία μέχρι την τελική ετυμηγορία.

Ads

Η Βραζιλία διχασμένη βυθίζεται στη μεγαλύτερη πολιτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, που σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα. Ενδεικτικό του διχασμού είναι πως μετά τη αποπομπή της Ρούσεφ υποστηρικτές της αντιπολίτευσης ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς, ενώ την ίδια ώρα υποστηρικτές του Εργατικού Κόμματος πραγματοποίησαν μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.  Η Ρούσεφ, κόρη ενός μετανάστη και αγωνίστρια του αντιδικτατορικού κινήματος που αναδείχθηκε στην προεδρία της Βραζιλίας με το Εργατικό Κόμμα, καλείται να υπερασπιστεί πλέον την αθωότητά της ενώπιον των Γερουσιαστών. «Δικαστές της θα είναι γερουσιαστές, πολλοί εκ των οποίων κατηγορούνται για σοβαρότερα αδικήματα», σχολιάζει ο Guardian.

Η παραπομπή της Ρούσεφ εγκρίθηκε με 55 ψήφους υπέρ έναντι 22 κατά. Σημειώνεται πως για την παραπομπή της χρειαζόταν πλειοψηφία δύο τρίτων και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, Βουλή και Γερουσία, η οποία επετεύχθη μετά τη μεταστροφή του Δημοκρατικού Κόμματος του Μισέλ Τέμερ, το οποίο πέρασε από την κυβερνητική πλειοψηφία στην αντιπολίτευση.

Η Maria Luísa Mendonça, καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ρίο και διευθύντρια του δικτύου για την κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, σημειώνει πως το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Γερουσία ήταν αναμενόμενο. «Οι περισσότεροι γερουσιαστές είχαν εκφράσει δημόσια τη θέση τους. Είναι μια πολιτική δίκη και όχι μια δίκη για τις κατηγορίες που αποδίδονται στη Ρούσεφ. Αν η απόφαση αφορούσε τις κατηγορίες, τότε θα έπρεπε μαζί με τη Ρούσεφ να παραπεμφθούν στη Δικαιοσύνη τουλάχιστον 16 από τους κατήγορούς της, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει “δημιουργική” λογιστική για να καλύψουν ελλείμματα στους προϋπολογισμούς. Δεν μπορείς να κατηγορείς έναν Πρόεδρο, επειδή απλά δεν σου αρέσει. Για αυτό καταγγέλλεται η υπόθεση ως πραξικόπημα».

Ads

Η Δεξιά φιλοαμερικανική αντιπολίτευση επιδιώκει την οριστική ανατροπή της Ρούσεφ και του Κόμματος των Εργατών, που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 13 χρόνια. Το Εργατικό Κόμμα στα χρόνια της διακυβέρνησής του οδήγησε τη χώρα στη μεγαλύτερη οικονομική ανάκαμψη, όμως σήμερα κατηγορείται από μερίδα του πληθυσμού ως διεφθαρμένο.

Από την πλευρά της η Ντίλμα Ρούσεφ καταγγέλλει πραξικόπημα και κάνει λόγο για ανυπόστατες και αστείες κατηγορίες, διαμηνύοντας πως θα δώσει μάχη για την αθώωσή της και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μιλώντας σε πλήθος υποστηρικτών της που συγκεντρώθηκαν έξω από το Προεδρικό Μέγαρο μετά την απόφαση της Γερουσίας, διαμήνυσε πως δεν πρόκειται να το βάλει κάτω. «Όλη μου τη ζωή δίνω μάχες για τη Δημοκρατία. Είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ. Όμως η δημοκρατία βρίσκεται πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας», είπε και κάλεσε τους υποστηρικτές της να κινητοποιηθούν.

«Όταν μία εκλεγμένη πρόεδρος διώκεται, κατηγορούμενη για ένα αδίκημα που δεν διέπραξε, στο δημοκρατικό κόσμο αυτό δεν ονομάζεται κάθαρση, ονομάζεται πραξικόπημα. Πρόκειται για μία ανυπόστατη και νομικά ασταθή κατηγορία, μια άδικη διαδικασία κατά ενός αθώου. Η μάχη για την δημοκρατία δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι μια διαρκής μάχη που απαιτεί από όλους μας διαρκή αφοσίωση», τόνισε.

Η Ντίλμα Ρούσεφ κατηγορείται για παραβίαση δημοσιονομικών κανόνων. Κατηγορείται πως με «δημιουργική» λογιστική «μαγείρεψε» τα δημοσιονομικά μεγέθη, προκειμένου να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και να μπορέσει να κερδίσει τις εκλογές του 2014, θάβοντας την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Η αντιπολίτευση ξεκίνησε μια εκστρατεία για την παραπομπή της Ρούσεφ στη Δικαιοσύνη. Σε αυτή την προσπάθειά της βρήκε συμμάχους ακόμη και στο χώρο των συνεργατών της Ρούσεφ. Μεταξύ αυτών και ο αντιπρόεδρος της Βραζιλίας  από το 2011 Μισέλ Τέμερ, επικεφαλής του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας, που έσπασε τον κυβερνητικό συνασπισμό. Μετά την αποπομπή της ο Τέμερ ανέλαβε προσωρινός πρόεδρος.

Ο διάδοχος της Ρούσεφ,  που εμπλέκεται στο σκάνδαλο Petrobas αλλά και σε άλλες υποθέσεις διαφθοράς, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του έστειλε μήνυμα ενότητας. Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν πως επιδίωξή του είναι να παραμείνει στον προεδρικό θώκο έως τον Δεκέμβριο του 2018, οπότε και λήγει η προεδρική θητεία. Στις προτεραιότητες του σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές στη Βραζιλία είναι η αλλαγή του συνταξιοδοτικού και φορολογικού και η ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών. «Ο Τέμερ αλλά και πολλά από τα μέλη της Βουλής και της Γερουσίας βρίσκονται υπό έρευνα για υποθέσεις διαφθοράς. Με την ανάληψη της προεδρίας έχει πλέον τη δυνατότητα να περάσει νομοθετήματα που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις έρευνες», υπογραμμίζεται η Maria Luísa Mendonça

Ο Bruno Lima Rocha, Βραζιλιάνος πολιτικός αναλυτής, μιλώντας στο RT, εκτίμησε πως το νέο κυβερνητικό σχήμα δεν πρόκειται να μακροημερεύσει καθώς η υποστήριξη σε αυτήν την κυβέρνηση θα είναι αδύναμη. «Πρέπει να δούμε ποιες θα είναι οι αντιδράσεις των υποστηρικτών και των πολέμιων της Ρούσεφ», σημείωσε και πρόσθεσε: «η πιθανότητα επιστροφής της Ρούσεφ είναι μικρή, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει».

Ένας άλλος πολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος του RT, ο Adrian Salbuchi υπογραμμίζει πως «οι κατηγορίες για διαφθορά είναι ένα πρόσχημα για την ανατροπή του Εργατικού Κόμματος και την αντικατάστασή του από μια ακόμη φιλοαμερικανική κυβέρνηση στη Λατινική Αμερική, κάτι που ήδη έχει συμβεί στην Αργεντινή». «Ο Μισέλ Τέμερ μοιάζει με τον Μαουρίτσιο Μάκρι στην Αργεντινή», σημειώνει και υπογραμμίζει πως με τον Μισέλ Τέμερ στην ηγεσία αποδυναμώνεται και το εγχείρημα των BRICS, της συμμαχίας δηλαδή της Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής για μια νέα διεθνή οικονομική τάξη.