Το αποτέλεσμα της συνάντησης της «Νορμανδικής Τετράδας»* (Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Ουκρανία) την περασμένη Δευτέρα, στο Παρίσι, με αντικείμενο την λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ουκρανία που μαίνεται από την Άνοιξη του 2014, μπορεί να περιγραφεί με τη λακωνική, συνοπτική φράση της Μέρκελ προς τον Πούτιν: «Σήμερα είσαι ο νικητής».

Ads

Σύμφωνα με την ρωσική εφημερίδα «Κομερσάντ», η Γερμανίδα καγκελάριος εκστόμισε αυτά τα λόγια «δίχως ιδιαίτερη χαρά».

Η de facto απώλεια του Ντονμπάς για το Κίεβο

Ωστόσο, αν κάτι πρέπει να πιστωθεί στους Γερμανούς, είναι η ορθολογική – στα όρια της συναισθηματικής αποστασιοποίησης – περιγραφή μιας κατάστασης, ανεξάρτητα από την αξιολόγησή της. Και, στην προκειμένη περίπτωση, κατά γενική ομολογία, αυτό που ουσιαστικά «επικυρώθηκε» στο Παρίσι την Δευτέρα, είναι το συμπέρασμα στο οποίο έχουν οδηγηθεί, τόσο η Δύση, όσο και το Κίεβο, ανομολόγητα βέβαια, εδώ και καιρό: Η ανατολική Ουκρανία έχει de facto χαθεί για το Κίεβο, προς όφελος της Μόσχας, και η μάχη δίνεται τώρα για τη νομική μορφή που θα δοθεί σε αυτήν την απώλεια.

Ads

Είναι χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και αμερικανικές δημοσιογραφικές ερευνητικές «δεξαμενές σκέψεις», όπως το Foreign Policy, ήδη πριν από την συνάντηση της Δευτέρας, διαπίστωναν ότι «ήρθε η ώρα για την Ουκρανία να αφήσει το Ντονμπάς** να φύγει».

Η διαπίστωση αυτή έχει γίνει εδώ και καιρό και από τα συστημικά ουκρανικά ΜΜΕ και μάλιστα με παρόμοια επιχειρηματολογία, η οποία έχει αντικειμενικές βάσεις, αν και αντανακλά μια ανομολόγητη παραδοχή μιας οδυνηρής ήττας του Κιέβου στο πολεμικό μέτωπο και την επιτακτική ανάγκη άμεσης διαχείρισής της, τουλάχιστον σε προπαγανδιστικό επίπεδο, σε πρώτη φάση.

Όπως συνοψίζει λοιπόν το Foreign Policy, η επανένταξη, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να γίνει, θα ήταν υπερβολικά δαπανηρή. Πέρα όμως από το κόστος που θα ήταν δυσβάσταχτο για μια παραπαίουσα οικονομία όπως η ουκρανική, θα συνεπαγόταν την επανένταξη μιας βαθιά «ρωσικής» περιοχής σε μια εποχή που η Ουκρανία τελικά κινείται προς τη Δύση.

Η ανάλυση φυσικά κινείται εντός του κυρίαρχου αφηγήματος της Δύσης έναντι του ουκρανικού εμφύλιου, τον οποίο εξαρχής εξέλαβε ως «εισβολή« της Ρωσίας σε ένα κυρίαρχο κράτος, εκμεταλλευόμενη το χάος που ακολούθησε των γεγονότων του Μαϊντάν τον Φεβρουάριο του 2014 και την κατάληψη της εξουσίας από φιλοδυτικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, οι οποίες, τουλάχιστον στην αρχική φάση, δεν δίστασαν να συνεργαστούν και να χρησιμοποιήσουν ένοπλες νεοναζιστικές οργανώσεις και φασιστικά – εθνικιστικά τάγματα θανάτου που είναι υπεύθυνα φρικαλεοτήτων επί του άμαχου πληθυσμού στο Ντονμπάς.

Η πραγματικότητα είναι όμως διαφορετική. Ο ρωσόφωνος ουκρανικός πληθυσμός της Ανατολικής Ουκρανίας, με βαθιά αντιφασιστικό πολιτικό DNA από την εποχή της ναζιστικής κατοχής, είδε να αναδύονται ακόμη και σε θέσεις εξουσίας στο Κίεβο, πρώην περιθωριακές δυνάμεις που αποτελούν πολιτική κληρονομιά των τρομακτικών ουκρανικών SS που συμμετείχαν σε ευρείας κλίμακας θηριωδίες, τόσο στην κατεχόμενη Ουκρανία, όσο και στην Πολωνία.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αρχηγού του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα» Νμίτρι Γιάρος που διορίστηκε σύμβουλος στο ουκρανικό Γενικό Επιτελείο Στρατού αφυπνίζοντας άμεσα τα αντιφασιστικά ένστικτα.

image

Οι ουκρανικές εθνικιστικές δυνάμεις κατέστησαν σαφές εξαρχής, ότι η «ουκρανοποίηση» της κοινωνίας θα περνούσε καταρχήν από τον αποκλεισμό της ρωσικής γλώσσας από κάθε πτυχή της κοινωνικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής, κρατικής, πολιτισμικής ζωής της χώρας.

Η άμεση απειλή να μην μπορούν να μιλούν ελεύθερα την μητρική τους γλώσσα και η νεκρανάσταση των ναζιστικών συμβόλων εκεί που χύθηκε αίμα εκατομμυρίων μαχητών του Κόκκινου Στρατού για την απελευθέρωση της Ουκρανίας από τους ναζί, σε συνδυασμό με την φασιστική βία στους δρόμους των μεγάλων πόλεων και το γκρέμισμα μνημείων πεσόντων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησαν τον κόσμο στις μεγάλες πόλεις της Ανατολικής Ουκρανίας, το Ντονιέτσκ και το Λουγκάνσκ σε μαζικές διαδηλώσεις τον Απρίλη του 2014.

Τον Μάρτη του ίδιου χρόνου είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα στην Κριμαία που οδήγησε στην ένωσή της με την Ρωσία. Γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη αφορμή για σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης και την έναρξη του πολέμου των κυρώσεων.

Στις 2 Μάη του 2014, στο Σπίτι των Συνδικάτων της Οδησσού, παίχτηκε η δεύτερη «φάση» του δράματος που ξεκίνησε με τα γεγονότα του «Μαϊντάν». Εκείνη την μέρα, φασιστικές – νεοναζιστικές συμμορίες εισβάλλουν στην Οδησσό μασκαρεμένες ως «φανατικοί οπαδοί» ποδοσφαιρικής ομάδας και κατευθύνονται προς το Σπίτι των Συνδικάτων το οποίο αποτελούσε την άτυπη «έδρα» των αντιφασιστικών κινημάτων, του κινήματος ενάντια στο «Μαϊντάν» και άλλων αριστερών και προοδευτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων, αλλά και ανθρώπων που απλά διέβλεπαν τον άμεσο κίνδυνο για τις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό που ακολούθησε έχει καταγραφεί και τεκμηριωθεί πλήρως από το οπτικό υλικό που έκανε τον γύρο του κόσμου: Οι φασίστες πυρπόλησαν το κτίριο και σκότωναν όποιον προσπαθούσε να γλιτώσει πηδώντας από τα παράθυρα. Ο επίσημος απολογισμός ήταν 48 νεκροί – ανάμεσά τους επτά γυναίκες και ένα παιδί – και 247 τραυματίες.

Το παιχνίδι του Κρεμλίνου

Είναι επίσης σαφές, ότι η Ρωσία, χρησιμοποιεί τις αντιφασιστικές διαθέσεις του λαού στην ανατολική Ουκρανία για να προωθήσει υπογείως την δική της γεωπολιτική ατζέντα, αφού η αλλαγή του καθεστώτος στο Κίεβο έφερνε το ΝΑΤΟ και την ΕΕ σε απόσταση αναπνοής από το Κρεμλίνο. Έτσι, από την έναρξη του πολέμου ακολούθησε μια πολιτική καραβανιών ανθρωπιστικής βοήθειας προς το Ντονμπάς, ανοίγματος των συνόρων για τους πολίτες του προς την ρωσική παραμεθόριο – άλλωστε ο κόσμος και από τις δύο πλευρές των συνόρων έχει ακόμη και συγγενικούς δεσμούς μεταξύ του – ακόμη και έκδοση ρωσικών διαβατηρίων στους πολίτες της Ανατολικής Ουκρανίας για «διευκόλυνσή» τους. Σε διπλωματικό επίπεδο η Μόσχα επιμένει ότι η εμπλοκή της είναι «αμιγώς» «ανθρωπιστική» και διαμεσολαβητική υπέρ της πολιτικής λύσης της κρίσης, ενώ αποκλείει κάθε πιθανότητα προσάρτησης του Ντονμπάς στην επικράτειά της, κατά το μοντέλο της Κριμαίας.

Οι λόγοι αυτής της άρνησης είναι και πολιτικοί και γεωπολιτικοί και οικονομικοί. Σε πολιτικό επίπεδο, η Μόσχα ευλόγως δεν χρειάζεται καθόλου την ανανέωση του πληθυσμού της με πολίτες σαφούς αριστερού, ακόμη και κομμουνιστικού προσανατολισμού, όπως οι κάτοικοι του Ντονμπάς.

image

Γεωπολιτικά, σε αυτή τη φάση, η Ρωσία εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της με μια ομοσπονδιοποίηση της Ουκρανίας, αντί της διχοτόμησής της, αφού αυτό θα της επέτρεπε να μετατρέψει την επιρροή της στο Ντονμπάς σε μια άτυπη «βάση» της για την πιο ενεργή παρέμβασή της στα εσωτερικά της χώρας, δίχως να ρισκάρει νέα επιδείνωση των σχέσεών της με την Δύση, πάνω που αρχίζει να ξεθυμαίνει η υπόθεση της Κριμαίας.

Από οικονομικής πλευράς, σε περίπτωση προσάρτησης η Μόσχα θα ήταν αναγκασμένη να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη για την ανασυγκρότηση του Ντονμπάς, την ώρα που έχει ανοιχτεί σε πολλά σημαντικά και ήδη εξαιρετικά κοστοβόρα μέτωπα, όπως στην Κριμαία και την Συρία.

Το δυσβάσταχτο κόστος μιας επανένταξης

Το ενδιαφέρον είναι, ότι ακριβώς τους ίδιους λόγους επικαλείται και το Foreign Policy για να τεκμηριώσει τους λόγους που το Κίεβο θα είναι καλύτερα χωρίς το Ντονμπάς και ότι «οι Ουκρανοί θα έκαναν καλά να θεωρούν ότι η κατοχή της περιοχής από την Ρωσία ήταν στην πραγματικότητα θεϊκό δώρο για τη χώρα τους».

Έτσι, από πολιτικής πλευράς, το αμερικανικό μέσο λέει ότι το Ντονμπάς «έχει υποστηρίξει με συνέπεια τις πιο αναδρομικές, αντι-μεταρρυθιστικές , αντι-ευρωπαϊκές, φιλο-ρωσικές και φιλο-σοβιετικές πολιτικές δυνάμεις». «Ήταν το Ντονμπάς που έκανε τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, του οποίου η πολιτική καριέρα ήταν αφιερωμένη στην επαναφορά της Ουκρανίας στην τροχιά της Ρωσίας, πρόεδρο το 2010. Και ήταν το Ντονμπάς που ήταν αντίθετο στις λαϊκές, υπέρ της δημοκρατίας εξεγέρσεις το 2004 και το 2014.».

Επιπλέον το δημοσίευμα θεωρεί ότι η «κατοχή» από τον Πούτιν του Ντονμπάς επέτρεψε στις «φιλοδημοκρατικές δυνάμεις» στην υπόλοιπη Ουκρανίαα να κερδίσουν την προεδρία και τον έλεγχο του κοινοβουλίου στις εκλογές του 2014. «Οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια – μαζί με τη σταθερή πορεία της Ουκρανίας προς την Ευρώπη – θα ήταν αδύνατο εάν το Ντονμπάς παρέμενε μέρος της Ουκρανίας» διαπιστώνει η ανάλυση.

Έτσι, εάν το Ντονμπάς επιστρέψει στον ουκρανικό έλεγχο, «πολλές από αυτές τις αλλαγές θα μπορούσαν να αναστραφούν ή να παγώσουν και κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία».

Από οικονομικής πλευράς, συνεχίζει το Foreign Policy, το Ντονμπάς βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. και το ΑΕΠ του ενδέχεται να έχει συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 75% από το 2014. Η ανεργία είναι υψηλή, η υποδομή έχει καταστραφεί και η πάλαι ποτέ βιομηχανική βάση – το καμάρι της σοβιετικής εκβιομηχάνησης – η οποία ήταν ήδη σε άσχημη κατάσταση το 2014, έχει πλέον σχεδόν διαλυθεί. Η διόρθωση όλων αυτών θα κοστίσει στην Ουκρανία περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Το Κίεβο δεν διαθέτει αυτά τα χρήματα και είναι εξαιρετικά απίθανο η Ευρωπαϊκή Ένωση ή οι Ηνωμένες Πολιτείες – για να μην αναφέρουμε τη Ρωσία – να συμβάλουν σημαντικά στην ανασυγκρότηση.

Επιπλέον, οι ένοπλες πολιτοφυλακές στο εξεγερμένο Ντονμπάς, όπου έχουν συγκροτηθεί δύο κρατικές, μη αναγνωρισμένες από τη διεθνή κοινότητα, οντότητες, οι Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, υπολογίζονται σε 35.000 μαχητές, ο αφοπλισμός των οποίων θα είναι προβληματικός και πιθανότατα ανεπιτυχής, γεγονός που θα σημαίνει ότι η Ουκρανία θα γεμίσει με απογοητευμένους ένοπλους που θα μπορούν να κυκλοφορούν παντού στη χώρα.

Απογοητευμένος από μια τέτοια επανένταξη θα είναι και ο πληθυσμός του Ντονμπάς, ο οποίος, μετά από πέντε χρόνια πολέμου, έχει σπάσει κάθε συναισθηματικό δεσμό με το Κίεβο και θα αποτελεί μια διαρκή, εν δυνάμει πηγή προβλημάτων.

Το αδιέξοδο του Ζελένσκι

Μπορεί ο Ουκρανός πρόεδρος να έκανε το σήμα της νίκης με τα δάκτυλά του την ώρα που έφτανε στο προεδρικό μέγαρο στο Παρίσι νωρίς το απόγευμα της Δευτέρας για την πρώτη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, αλλά κανείς δεν πήρε σοβαρά αυτή την κίνησή του. Όλοι ξέρουν αυτό που γνωρίζει καλά και ο ίδιος: Η στρατιωτική αποτυχία του Κιέβου έχει οδηγήσει σε έναν ματωμένο «βάλτο» τη σύγκρουση και για τις δύο πλευρές. Για την κυβέρνηση αυτό σημαίνει τον εγκλωβισμό τουλάχιστον 80.000 ανδρών του τακτικού στρατού (δεν συνυπολογίζονται τα ένοπλα παραστρατιωτικά φασιστοτάγματα) στο μέτωπο και την απώλεια δύο έως τριών στρατιωτικών κατά μέσο όρο, κάθε μήνα, γεγονός που έχει εξοργίσει την ουκρανική κοινή γνώμη, η οποία έχει κουραστεί να μετράει φέρετρα και πλέον δεν βλέπει τίποτα το «ηρωικό» σε αυτό.

Επίσης, όπως συνέβη και με τον προκάτοχό του, τον Ποροσένκο, ο Ζελένσκι διαπίστωσε και στο Παρίσι, ότι δεν έχει και πολλά να περιμένει από τους Δυτικούς «συμμάχους» του. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κατάφερε να κερδίσει τις υποχωρήσεις που ήθελε για την προκήρυξη τοπικών εκλογών στις εξεγερμένες περιοχές του Ντονμπάς, που θα σήμαινε την επαναφορά του ελέγχου των συνόρων με την Ρωσία υπό το έλεγχο του Κιέβου.

image

«Έχουμε σοβαρές διαφωνίες για τα σύνορα», υπογράμμισε ο Ζελένσκι, ο οποίος δεν μπόρεσε να σπάσει την γραμμή της Μόσχας που ζητά την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ***, στις οποίες προβλέπεται η επιστροφή των συνόρων υπό ουκρανικό έλεγχο μόνο μετά τη διενέργεια τοπικών εκλογών.

Ο Ζελένσκι δέχεται πιέσεις από την κοινή γνώμη στην Ουκρανία να μην κάνει πολλές υποχωρήσεις απέναντι στον Πούτιν και προσπάθησε να την καθησυχάσει με «ηρωική» ρητορική πριν την συνάντηση του Παρισίου:

«Η Ουκρανία δεν θα παραδώσει ποτέ τα εδάφη της», δεν θα δεχθεί «την ομοσπονδιοποίηση» και δεν θα επιτρέψει σε κανέναν «να επηρεάσει την φιλοευρωπαϊκή της πορεία προς την ανάπτυξη», έλεγε ο Ουκρανός πρόεδρος.

Αλλά μετά το κλίμα ήταν διαφορετικό: «Κατά τη γνώμη μου, το λέω ειλικρινά» το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης «ήταν πολύ λίγο: θα ήθελα να έχουμε επιλύσει μεγαλύτερο αριθμό προβλημάτων», δήλωσε ο Ζελένσκι στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη της συνάντησης.

Αντίθετα, Πούτιν, Μέρκελ και Μακρόν, δεν συμμερίστηκαν την απογοήτευση του Ζελένσκι, γεγονός που δείχνει ότι έχουν δική τους ατζέντα. Ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Τραμπ και εναντίον της ΕΕ, σε συνδυασμό με τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στο ΝΑΤΟ και με την πίεση που ασκούν ισχυροί ευρωπαϊκοί μονοπωλιακοί όμιλοι στις κυβερνήσεις των χωρών τους να μειώσουν την οικονομική πίεση στην Μόσχα μέσω των κυρώσεων, κλονίζουν τις συμμαχίες του Κιέβου.

image

Ακόμη και ο πιο ισχυρός σύμμαχός του, οι ΗΠΑ, κρατά μια «απόμακρη» στάση, η οποία φαίνεται πως θα κλιμακωθεί, μετά και από το ουκρανικό σκάνδαλο που επίσης κλονίζει τον Τραμπ και απαξιώνει τον Ζελένσκι στα μάτια των Ευρωπαίων συμμάχων του.

Όπως διαπιστώνει το Foreign Policy, αυτό που δυσκολεύει η Δύση στην Ουκρανία είναι η εξαρχής λανθασμένη εντύπωσή της, πως η Ρωσία ήθελε να προσαρτήσει το Ντονμπάς. Στην πραγματικότητα, η Μόσχα δεν ήθελε ποτέ μια προσάρτηση, ΄Ηθελε απλώς ένα διαπραγματευτικό χαρτί. Η κατανόηση αυτής της πραγματικότητας είναι το κλειδί για την επίλυση της σύγκρουσης. Και φαίνεται πως η Γερμανία και η Γαλλία το έχουν καταλάβει. Το θέμα είναι ότι, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, οι λύσεις των ισχυρών, είναι μόνο νέα προβλήματα για τους λαούς. 

Σημειώσεις

*Η λεγόμενη «Νορμανδική Τετράδα», δηλαδή Ρωσία, Ουκρανία, Γερμανία και Γαλλία, έχει λάβει το όνομά της από την πρώτη συμφωνία των υπουργών Εξωτερικών τους που έγινε στην Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 2014, όταν οι ηγέτες τους συναντήθηκαν στο περιθώριο της 70ης επετείου των απόβασης των συμμαχικών στρατευμάτων στη Νορμανδία.

**Ντονμπάς είναι η άλλη ονομασία της περιοχής της Ανατολικής Ουκρανίας που μαίνεται ο εμφύλιος.

***Η διαδικασία του Μινσκ είναι οι τακτικές συναντήσεις της Νορμανδικής Τετράδας στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, με παρατηρητές εκπροσώπους των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Ντονμπάς. Ηδη έχουν ληφθεί πολλές συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός και ανταλλαγής αιχμαλώτων.