Σοκ προκαλούν οι πρόσφατες αποκαλύψεις πως στην Ιταλία της κρίσης, και συγκεκριμένα στη Νάπολη, μία από τις φτωχότερες πόλεις ολόκληρης της Ευρώπης, το φαινόμενο της παιδικής εργασίας λαμβάνει σταδιακά διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας.

Ads

Χιλιάδες παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο για μία δουλειά, ώστε να βοηθήσουν τις άπορες οικογένειές τους να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Οι παραφυάδες αυτής της κοινωνικής παθογένειας δεν λείπουν φυσικά από το κάδρο, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων τα παιδιά , που ρίχνονται από πολύ μικρά στον εργασιακό στίβο, δουλεύουν στην παραοικονομία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ή χρησιμοποιούνται από τη μαφία για όχι και τόσο ‘’ευαγείς’’ σκοπούς.

Μία αρκετά συνηθισμένη δουλειά για τα περισσότερα παιδιά στη Νάπολη είναι αυτή του υπάλληλου παντοπωλείου ή καταστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τζενάρο, 14 μόλις χρόνων που δουλεύει σε παντοπωλείο από τον Σεπτέμβριο του 2011, για να στηρίξει τη μητέρα του η οποία μέχρι το θάνατο του άντρα της, δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα στερήσει από το παιδί της το σχολείο και μαζί το όνειρο που είχε να γίνει προγραμματιστής υπολογιστών.

Τώρα ο Τζενάρο εργάζεται στο παντοπωλείο, γεμίζοντας τα ράφια, διεκπεραιώνοντας παραγγελίες και μεταφέροντας τα ψώνια στους πελάτες της γειτονιάς. Για 10 ώρες δουλειάς ημερησίως και 6 ημέρες την εβδομάδα είναι ζήτημα αν, στις καλές μέρες, θα καταφέρει να βάλει στο οικογενειακό ταμείο 50 ευρώ την εβδομάδα. Το ωρομίσθιο του είναι λιγότερο από 1 ευρώ την ώρα και πάντως μεγαλύτερο από αυτό της μητέρα του η οποία κερδίζει 45 σεντς την ώρα ή 35 ευρώ την εβδομάδα καθαρίζοντας σπίτια στη γειτονιά.

Ads

Στη Νάπολη, χιλιάδες παιδιά όπως ο Τζενάρο αναγκάζονται να εργαστούν. Το 2011, μια κυβερνητική έρευνα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την ευρύτερη περιοχή της Καμπανίας, όπου περισσότερα από 54.000 παιδιά εγκατέλειψαν το εκπαιδευτικό σύστημα μεταξύ του 2005 και του 2009 ενώ το 38% από αυτά ήταν κάτω από 13 ετών.

Υπάλληλοι καταστημάτων, σερβιτόροι, μαθητευόμενοι κομμωτές, υπάλληλοι ντελίβερι, εργάτες σε βυρσοδεψεία και σε εργαστήρια επεξεργασίας δέρματος μεγάλων εταιρειών είναι μερικά από τα επαγγέλματα για τα οποία τα παιδιά αναγκάζονται να αφήσουν το σχολείο.

“Κατάφωρη” παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού

Ο δήμαρχος της Νάπολης Σέρτζιο Ντ’Άντζελο δηλώνει για το φαινόμενο: «Φυσικά ήμασταν η φτωχότερη περιοχή της Ιταλίας. Αλλά έχουμε να δούμε τέτοια κατάσταση από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ηλικία 10 ετών τα παιδιά αυτά εργάζονται ήδη 12 ώρες τη μέρα, γεγονός που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματός τους να αναπτυχθούν. Οι γονείς που παροτρύνουν τα παιδιά τους να μπουν σε αυτή την παράνομη διαδικασία μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με τις κοινωνικές υπηρεσίες οι οποίες ίσως ‘’δώσουν’’ τα παιδιά τους σε ανάδοχες οικογένειες».

Φυσικά, στην έξαρση του φαινομένου έχει συμβάλλει και η οικονομική κρίση στη χώρα καθώς με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από το 2008, στην περιοχή της Καμπανίας το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας κατέρρευσε βυθίζοντας στη φτώχεια 130.000 οικογένειες.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση της ανέχειας η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών που προέρχονται από άπορες οικογένειες έχουν τρείς δυνατότητες ‘’επιλογής’’ και μόνο. Είτε να αγωνιστούν να παραμείνουν στο σχολείο, είτε να εργαστούν στην παραοικονομία, είτε να ενταχθούν στις ‘’κάστες’’ της μαφίας της Νάπολης, γνωστής και ως Καμόρα.

Στην τελευταία περίπτωση τα παιδιά ‘’χρησιμοποιούνται’’ από τη μαφία για την διακίνηση ναρκωτικών πολλές φορές μέσα στο ίδιο το σχολείο, για την κλοπή πορτοφολιών ή την οργάνωση μεγαλύτερων κλοπών διαφόρων υλικών, όπως χαλκού και αλουμινίου από τις εγκαταστάσεις εργοστασίων και μονάδων διάθεσης αποβλήτων τα οποία πωλούν στη συνέχεια προς 20ευρώ το κιλό.

Το μόνο βέβαιο είναι πως το φαινόμενο εξαπλώνεται διαρκώς και εντείνεται ακολουθώντας τους ρυθμούς της λιτότητας και της φτώχειας που έχουν αρχίσει να πλήττουν ολόκληρη την Ιταλία από την αρχή της οικονομικής κρίσης. Οι μεμονωμένες προσπάθειες ορισμένων κατοίκων ή εκπαιδευτικών της Νάπολης δεν φαίνεται να αποδίδουν ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της κατάστασης και μέσα σε αυτό το πλαίσιο , το μέλλον δεν διαγράφεται καθόλου ευοίωνο.

Πηγή: Le Monde

Επιμέλεια: Γρηγόρης Καυκιάς