Μία ιδιωτική εταιρία έχει το δικαίωμα να φιμώσει τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν καλεί σε βία; Το ερώτημα προέκυψε μετά την αναστολή από το Twitter και στη συνέχεια από το Facebook και το YouTube, των λογαριασμών του Ντόναλντ Τραμπ.

Ads

Η εφημερίδα Le Monde μίλησε με την Florence G’sell, καθηγήτρια νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λωραίνης  και συγκάτοχο της Έδρας Ψηφιακών, Διακυβέρνησης και Κυριαρχίας, των Πολιτικών Επιστημών. 

Μετά τη μόνιμη αναστολή του λογαριασμού του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter, πολλοί πολιτικοί αξιωματούχοι εξέφρασαν την ανησυχία τους για τη δυνατότητα επέμβασης των κοινωνικών δικτύων στον δημοκρατικό διάλογο. Μήπως αυτή η απόφαση αποτελεί σημείο καμπής;

Η ιδέα να αφήσουμε μία τόσο δραστική απόφαση στα χέρια μιας ιδιωτικής εταιρείας εγείρει όντως πραγματική ανησυχία,  αν και οι αντιδράσεις είναι ισχυρότερες στην Ευρώπη απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επί του θέματος, υπάρχει μία μορφή αμφιθυμίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: αφενός, καλούμε τις πλατφόρμες να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και τους ζητούμε να καταπολεμήσουν τις ψευδείς πληροφορίες και τις θεωρίες  συνωμοσίας, και, αφετέρου, τις μεμφόμαστε ότι θέλουν να αναλάβουν τα ηνία και να γίνουν οι θεματοφύλακες της δημοκρατικής συζήτησης.
 
Ας μην είμαστε αφελείς, εάν το Twitter έφτασε σε αυτήν την ακραία λύση, είναι σίγουρα διότι τα γεγονότα ήταν εξαιρετικά σοβαρά, ειδικά για τους δεμένους με τα μνημεία και τα σύμβολά τους Αμερικανούς, αλλά και διότι ο Τραμπ είναι ανυπόληπτος και αποδοκιμάζεται έντονα. Είναι ευκολότερη η διαγραφή του λογαριασμού του σήμερα, με την έλευση στην εξουσία των Δημοκρατικών.

Ads

Νομικά, το Twitter  εφαρμόζει τους γενικούς όρους χρήσης του, σύμφωνα με τους οποίους, επιφυλάσσεται, σε περίπτωση πρόσκλησης σε βία, του δικαιώματος να παρέμβει και να επιβάλει κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης, πιθανώς, της αναστολής του λογαριασμού. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων, η εταιρεία μπορεί να επικριθεί για  ασυνέπεια στον τρόπο εφαρμογής των όρων χρήσης της, εδώ και αρκετά χρόνια. Πριν από τη λήψη αυτού του ριζικού μέτρου, η εταιρία προσπέρασε πολλά συγκλονιστικά Tweets, π.χ. το κάλεσμα του Τραμπ σε εξέγερση κατά των κυβερνητών των πολιτειών που είχαν λάβει μέτρα για το lockdown. Άρχισε να αλλάζει τη στρατηγική της μόνο πολύ πρόσφατα, μετά το θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, στις 25 Μαΐου 2020.

Υπάρχει το ερώτημα της ευθύνης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για το περιεχόμενο τους. Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής νομοθεσίας επί του θέματος;

Το  καθεστώς  δεν είναι ίδιο στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στην Ευρώπη, μία πλατφόρμα θεωρείται υπεύθυνη, εφόσον γνωρίζει το προβληματικό περιεχόμενο και δεν ενεργεί για την αφαίρεσή του. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλατφόρμες λειτουργούν σε καθεστώς πλήρους ανευθυνότητας, όπως καθορίζεται από ένα νόμο του 1996  που προβλέπει την απόλυτη ασυλία τους: η πλατφόρμα δεν φέρει ευθύνη για παράνομο ή δυσφημιστικό περιεχόμενο και, επιπλέον, μπορεί -άνευ ανάληψης ευθύνης- να περιορίσει την πρόσβαση σε συγκεκριμένο ανάρμοστο περιεχόμενο, εφόσον το πράττει με καλή πίστη.

Ο νόμος αμφισβητείται έντονα από τον Ντόναλντ Τραμπ και τους υποστηρικτές του, οι οποίοι κατηγορούν την «GAFA» (Google, Apple, Facebook, Amazon) για έλλειψη ουδετερότητας. Βρίσκεται, επίσης, στο στόχαστρο του Κογκρέσου, μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων, όπως και των Δημοκρατικών, μολονότι οι τελευταίοι συνιστούν μετριοπάθεια. Πολλοί πιστεύουν ότι δεν είναι δυνατή η συνέχιση αυτού του καθεστώτος ανευθυνότητας και ότι χρειάζεται η μεταρρύθμισή του, για την εφαρμογή ενός συστήματος, όπου οι πλατφόρμες θα λογοδοτούν για τα πεπραγμένα τους. Μία δικομματική μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία μελετάται και αναμφισβήτητα θα συνεχιστεί μετά τις εκλογές.

Ορισμένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες ζητούν τη δυνατότητα εφαρμογής  του πρώτου άρθρου του αμερικανικού συντάγματος περί προστασίας της ελευθερίας έκφρασης. Τι πιστεύετε;

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι και οι πολιτικοί ηγέτες δικαιούνται μία μορφή ειδικού καθεστώτος στα κοινωνικά δίκτυα: εφόσον πρόκειται για ηγετικές προσωπικότητες, ο λόγος τους είναι δημόσιου ενδιαφέροντος και εμπλουτίζει τη δημοκρατική συζήτηση. Κάθε πολίτης θα πρέπει να γνωρίζει τι λένε, ακόμη και εάν  σοκάρουν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει, ίσως, πολύ σύντομα να αποφανθεί επί του θέματος αυτού. Εάν παραδεχόταν ότι αυτοί οι λογαριασμοί ανήκουν στο δημόσιο χώρο και, ως τέτοιοι, προστατεύονται από το πρώτο άρθρο του αμερικανικού συντάγματος, τότε το Twitter δεν θα είχε το δικαίωμα αυτό καθεαυτό να αναστέλλει το λογαριασμό του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών από μόνο του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί  καλύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο του περιεχομένου ως προς τις πλατφόρμες. Πιστεύετε ότι αυτές οι διατάξεις επαρκούν για τη διατήρηση του δημοκρατικού διαλόγου;

Το νέο σχέδιο κανονισμού -ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες- που παρουσιάστηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2020, και το οποίο δεν έχει ακόμη εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μου φαίνεται ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Όσον αφορά στην καταπολέμηση των ψευδών πληροφοριών, των θεωριών συνωμοσίας και της έκκλησης σε βία, το κείμενο θα επιτρέψει τη μετάβαση από έναν κώδικα δεοντολογίας -τον οποίο οι πλατφόρμες μπορούν να τηρούν σε εθελοντική βάση- σε μία πιο περιοριστική διάταξη: θα πρέπει να συνεργάζονται με τις εθνικές αρχές ως προς την παρακολούθηση παράνομου περιεχομένου και να τους κοινοποιούν τις πληροφορίες ως προς τους προβληματικούς χρήστες.

Αυτό το νέο πλαίσιο αποσκοπεί, επίσης, στην επιβολή μηχανισμών αναφοράς παράνομου περιεχομένου, και προβλέπει ότι πρέπει αξιόπιστες πηγές επισήμανσης παράνομου περιεχομένου και αξιόπιστοι εθελοντές, να αναλάβουν την αναφορά προβληματικού περιεχομένου. Οι πλατφόρμες θα πρέπει να επεξεργάζονται κατά προτεραιότητα το περιεχόμενο που θα τους επισημαίνεται από αυτούς τους φορείς. Στόχος είναι η αφαίρεση, το συντομότερο δυνατό, του ιδιαίτερα προβληματικού περιεχομένου και η ειδοποίηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των αρχών.

Μία άλλη πολύ σημαντική πτυχή αυτού του νέου πλαισίου είναι η παροχή εγγυήσεων στους χρήστες με την υιοθέτηση διαδικασιών προσφυγής: οι πλατφόρμες θα πρέπει να κοινοποιούν τους λόγους της απόφασής τους και να προτείνουν στους χρήστες τους, σε περίπτωση διαφωνίας, την παραπομπή της υπόθεσης σε ένα όργανο επίλυσης διαφορών, ένα ουδέτερο τρίτο μέρος, υπεύθυνο για την τελική απόφαση. Σε κάθε Κράτος-Μέλος, ένας εθνικός συντονιστής των ψηφιακών υπηρεσιών θα ορίζει τις «αξιόπιστες πηγές επισήμανσης παράνομου περιεχομένου» και τα όργανα επίλυσης διαφορών.

Η ενίσχυση τω διατάξεων αυτών, υπό την εποπτεία ανεξάρτητων φορέων,  παρέχει σημαντικές εγγυήσεις. Το κείμενο αυτό της ΕΕ παρακολουθείται, εξάλλου, στενά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι απίθανο ο νέος κανονισμός να τους χρησιμεύσει ως πηγή έμπνευσης, όπως συνέβη με το Γενικό Κανονισμό περί Προστασίας των Δεδομένων, που χρησιμοποιήθηκε για την προστασία των δεδομένων στην Καλιφόρνια.

Ωστόσο, ενώπιον μιας κατάστασης, όπως αυτή που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήταν ενδιαφέρον να προχωρήσουμε περαιτέρω. Η απόφαση διαγραφής ενός λογαριασμού, όπως αυτού του Ντόναλντ Τραμπ, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ανήκει σε μία πραγματικά ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή.

Κάποιοι ζητούν μία περισσότερο δημοκρατική διακυβέρνηση των ίδιων των πλατφορμών. Μία τέτοια λύση φαίνεται ρεαλιστική;

Ο σημαντικός πλέον ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο δημόσιο διάλογο θέτει το ζήτημα του εκδημοκρατισμού της διακυβέρνησής τους. Δεν μου φαίνεται ουτοπική ιδέα, μακροπρόθεσμα, η συμμετοχή των πολιτών σε αυτήν. Ένα δίκτυο, όπως το Facebook, που χρησιμοποιείται από δισεκατομμύρια ανθρώπους, θα ωφελείτο ίσως και το ίδιο εάν οι σχετικές αποφάσεις δεν έμεναν αποκλειστικά στα χέρια των μετόχων του.

Γιατί να μην σκεφτούμε νέες ρυθμίσεις διακυβέρνησης για τις πλατφόρμες που συγκεντρώνουν δισεκατομμύρια χρήστες, όπως το Facebook; Θα μπορούσε, έτσι, κάποιος να φανταστεί, σε αυτές τις αρχές, εκλεγμένους χρήστες ή εκπροσώπους των κρατών. Τέτοιες επιλογές  εξετάζονται και συζητούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες από αφοσιωμένους παρατηρητές που συνηγορούν υπέρ του πραγματικού εκδημοκρατισμού των μεγάλων πλατφορμών.