Το θέμα των αμερικανικών δασμών αναμένεται να κυριαρχήσει στη Σύνοδο των υπουργών Οικονομικών και των επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών των χωρών του G20 που πραγματοποιείται στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής.

Ads

Οι δασμοί σε εισαγόμενο χάλυβα και αλουμίνιο, που αποφάσισε ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ και που πρόκειται να αρχίσουν να επιβάλλονται προσεχώς, κλόνισαν συθέμελα την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων στο στενό σύμμαχό τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το ερώτημα που τίθεται, σύμφωνα με τη Deutsche Welle, είναι εάν και σε ποιο βαθμό οι Αμερικάνοι συνεχίζουν να είναι αξιόπιστοι στο πεδίο της οικονομίας.

Η πολιτική Τραμπ προκαλεί φόβους και εγείρει ανησυχίες για έναν απρόβλεπτο εμπορικό πόλεμο, ο οποίος έχει προκαλέσει ήδη έναν φαύλο κύκλο δασμών, αντιδράσεων και εκατέρωθεν απειλών και προειδοποιήσεων. Στο παρά πέντε της Συνόδου των υπουργών Οικονομικών και των επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών των χωρών του G20 που πραγματοποιείται από σήμερα στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, ήρθε να προστεθεί και ο κίνδυνος ενός νομισματικού πολέμου. Ο τελευταίος περιγράφει την προσπάθεια συνειδητής αποδυνάμωσης του εγχώριου νομίσματος προκειμένου να αποκτήσει μια χώρα συγκριτικό πλεονέκτημα στο διεθνές εμπόριο και να ευνοηθούν οι εξαγωγές της.

Απρόβλεπτος ο Τραμπ

«Ένα αδύναμο δολάριο είναι προφανώς καλό για εμάς» είχε δηλώσει ήδη από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Μνούσιν, αναγκάζοντας τον αμερικανό πρόεδρο Τραμπ να παρέμβει και ουσιαστικά να διαψεύσει την εκτίμηση του υπουργού του.

Ads

Επισήμως οι 20 ισχυρότερες βιομηχανικά και αναδυόμενες χώρες του κόσμου έχουν δεσμευτεί να μην χειραγωγούν τα εθνικά τους νομίσματα. «Δεν πρόκειται να προβούμε σε έναν ανταγωνισμό υποτιμήσεων», σημειώνεται στο κείμενο της τελικής διακήρυξης που υπεγράφη κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής της περασμένης χρονιάς στο Αμβούργο.

Εντούτοις πολλοί φαίνεται να αμφιβάλλουν όλο και περισσότερο για την αξιοπιστία του Τραμπ και για το κατά πόσον θα τηρήσει τα υπεσχημένα. «Δεν τηρεί τους κανόνες σε κανένα από τα παιχνίδια που παίζει», σχολιάζει ο Χανς-Πέτερ Μπούργκχοφ, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ. Σύμφωνα με τον ίδιο, η χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών συνιστά πλέον «ρεαλιστικό κίνδυνο»: τον Τραμπ συμφέρει ένα αδύναμο δολάριο διότι άρχισαν να διαφαίνονται οι συνέπειες της αμφιλεγόμενης οικονομικής του πολιτικής.

Βέβαια η ανάγνωση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους οικονομολόγους. «Ένας νομισματικός πόλεμος μπορεί να αποκλειστεί», εκτιμά ο Γιούργκεν φον Χάγκεν, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, προσθέτοντας ότι «το φάντασμα αυτό επιστρέφει κάθε τόσο, ωστόσο δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο».

Τι θα κάνει η FED;

Προκειμένου να προχωρήσει σε υποτίμηση του δολαρίου ο Τραμπ θα έπρεπε να πείσει την FED να αλλάξει την έως τώρα νομισματική της πολιτική. Πέρσι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προχώρησε επανειλημμένως σε αύξηση των επιτοκίων ενώ και για την τρέχουσα χρονιά έχει προαναγγείλει και νέες αυξήσεις. «Η νομισματική πολιτική είναι δουλειά της FED και σε αυτό η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει δυνατότητες παρέμβασης», επισημαίνει ο φον Χάγκεν. Εξάλλου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, σύμφωνα με οικονομολόγους, δεν έχει στην παρούσα φάση λόγους να αλλάξει την πολιτική της.

Δεδομένου ότι η οικονομία αναπτύσσεται, ο πληθωρισμός κινείται εντός του προκαθορισμένου στόχου και η ανεργία είναι εξαιρετικά χαμηλή, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να προχωρήσει σε περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, όπως εκτιμούν ειδικοί. Αυτό θα οδηγήσει σε ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ, αφού η ΕΚΤ και με δεδομένο τα χαμηλά επίπεδα του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη εμμένει καταρχάς στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων.

Το μόνο που απομένει λοιπόν στην κυβέρνηση Τραμπ είναι μια «λεκτική αποδυνάμωση» του δολαρίου, όπως το έκανε από το Νταβός ο υπουργός Οικονομικών. «Ο αντίκτυπος όμως είναι συνήθως βραχυπρόθεσμος», εκτιμά ο φον Χάγκεν.

Όσο όμως κρατά τα ηνία της αμερικανικής πολιτικής ο απρόβλεπτος Τραμπ, το θέμα εν γένει δεν μπορεί να θεωρείται λήξαν. Ο Χανς-Πέτερ Μπούργκχοφ δεν αποκλείσει για παράδειγμα το ενδεχόμενο να ασκήσει ο αμερικανός πρόεδρος πιέσεις στη FED όταν η τελευταία αποφασίσει να προχωρήσει σε νέα αύξηση των επιτοκίων, κατηγορώντας την ότι δεν εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Την ίδια ώρα δεν μπορεί να αποκλειστεί και το σενάριο μιας αλλαγής πλεύσης στην πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας υπό τον νέο -από τον Τραμπ προτεινόμενο- πρόεδρό της Πάουελ. Όπως σχολιάζει ο Χανς-Πέτερ Μπούργκχοφ, εν τέλει η FED είθισται να στηρίζει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και δεν είναι τόσο ανεξάρτητη όσο για παράδειγμα η ΕΚΤ.