Γιατί ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας προέβησαν σε μια επενδυτική συμφωνία βασισμένη σε πόρους που σύντομα μπορεί να μην έχει το βασίλειο, λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου;

Ads

Το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε σχεδόν ομόφωνα τον νόμο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (JASTA) κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016. Ο νόμος, ο οποίος στοχεύει άμεσα τη Σαουδική Αραβία, σημαίνει ότι οι Αμερικανοί πολίτες μπορούν να προβούν σε νομικές ενέργειες εναντίον κρατών που παρέχουν άμεση ή έμμεση βοήθεια σε οργανώσεις που εμπλέκονται σε «τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών». Οι ομάδες επιρροής των Σαουδαραβών και το βέτο του προέδρου Ομπάμα δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τη ψήφιση.

Διαβάστε: 

Ο Ντόναλντ Τραμπ, μόλις ανάλαβε την Προεδρία έδωσε στη νομοθετική πράξη την αδιαμφισβήτητη υποστήριξή του, καταγγέλλοντας την αποτυχημένη προσπάθεια αρνησικυρίας του Ομπάμα ως «ντροπή». Τρεις παράγοντες καθόρισαν τη στάση του Τραμπ για τη Σαουδική Αραβία πριν γίνει πρόεδρος: η τρομοκρατία (επαναλάμβανε ότι 15 από τους 19 τρομοκράτες που ήταν υπεύθυνοι για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν Σαουδάραβες), ο τεράστιος πλούτος του βασιλείου (βασίλειο το οποίο ο Τραμπ θεωρούσε αναξιόπιστο) και το καθεστώς του «freeloader» , σύμφωνα με το οποίο μάλιστα χαρακτήριζε τη Σ. Αραβία ως «το μεγαλύτερο χρηματοδότης της τρομοκρατίας στον κόσμο». Λίγο μετά την εκλογή του, εξέφρασε την άποψη ότι «τα κράτη του Κόλπου δεν έχουν τίποτα, παρά χρήματα…. Μην ξεχνάτε ότι χωρίς εμάς, οι χώρες του Κόλπου δεν θα υπάρχουν».

Ads

Όμως πριν γίνει πολιτικός, ο Τραμπ είχε επιχειρηματικές σχέσεις με αυτές τις αγορές. Τον Μάιο του 2015 η κόρη του και στενή συνεργάτιδά του Ιβάνκα ανακοίνωσε ότι η οικογενειακή επιχείρηση θα επικεντρώσει την προσοχή της στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Ντουμπάι και το Αμπού Ντάμπι. 

Τι άλλαξε;

Ξαφνικά μετά την εκλογή του και παρά την προεκλογική επιθετική ρητορική του, ο Ντόναλντ Τραμπ άλλαξε ριζικά στάση. Αρχικά προχώρησε στην εξαίρεση αυτών των χωρών από την «απαγόρευση εισόδου» των πολιτών τους στις ΗΠΑ. Ειδικότερα, με προεδρικό διάταγμα που εξέδωσε, ανήγγειλε το κλείσιμο των συνόρων των ΗΠΑ στους πρόσφυγες και την αναστολή θεωρήσεων της βίζας για τους πολίτες από επτά Μουσουλμανικές χώρες (το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν, τη Συρία και την Υεμένη) για λόγους ασφαλείας. Οι δικαστές μπλοκάρανε το διάταγμα με το σκεπτικό ότι κάνει διακρίσεις στο Ισλάμ. Αν και το διάταγμα έχει περάσει από μερικές επακόλουθες αναδιατυπώσεις, καμία από αυτές δεν ανέφερε τα κράτη του Κόλπου.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και η επιλογή του Τραμπ για το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του: Ήταν η Σαουδική Αραβία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, Μελάνια, αλλά και την κόρη του, Ιβάνκα, έτυχε θερμής υποδοχής. Εκφώνησε ομιλία για το Ισλάμ ενώπιον περίπου 50 ηγετών μουσουλμανικών χωρών, ενώ ξαφνικά ο Αμερικανός Πρόεδρος και οι Σαουδάραβες ηγέτες ανακάλυψαν ότι είχαν πολλά κοινά πράγματα, όπως το αμοιβαίο μίσος εναντίον του Ιράν και του Ομπάμα, και το στυλ ηγεσίας τους.

image

Η σχέση Κούσνερ και Σαλμάν

Όπως σημειώνει η Monde diplomatique, εντυπωσιακό μοιάζει το γεγονός ότι ο γαμπρός του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, έχει στενή σχέση με τον μελλοντικό Σαουδάραβα βασιλιά, Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν. Ο Κούσνερ, ιδιοκτήτης και έμπορος ακινήτων, έχει γραφείο στο Λευκό Οίκο, όπως και η γυναίκα του, και παρά την έλλειψη πολιτικής πείρας, έχει διευρυμένες ευθύνες. Ως ανώτερος σύμβουλος του προέδρου, είναι υπεύθυνος και για το Γραφείο Αμερικανικής Καινοτομίας για τη Μέση Ανατολή. Έχοντας μάλιστα στενή φιλία με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει αναλάβει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Επίσης ο Κούσνερ μεσολαβεί και για την προσέγγιση μεταξύ Σαουδαραβών και Ισραηλινών: και τα δύο κράτη έχουν «εχθρούς» τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου και το Ιράν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επιθυμία της Σαουδικής Αραβίας να απομονώσει τη Χεζμπολάχ στο πολιτικό στάτους του Λιβάνου μέσω της «παραίτησης» του πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίνι συνέπεσε με φιλικούς «χαιρετισμούς» του Ριάντ προς το Ισραήλ.

Ο Τζάρεντ Κούσνερ λέγεται επίσης ότι είναι πίσω από άλλες πολιτικές αποφάσεις, όπως η πρόσληψη του Πολ Μάναφορτ ως διευθυντή της καμπάνιας του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τώρα κατηγορείται  μεταξύ άλλων για συνωμοσία εις βάρος των ΗΠΑ και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στο πλαίσιο της έρευνας για τις υπόγειες σχέσεις του επιτελείου του Τραμπ με τη Ρωσία και την παρέμβαση του Κρεμλίνου στις αμερικανικές εκλογές του 2016. Ο Κούσνερ φέρεται να σχετίζεται και με την απομάκρυνση του αφεντικού του FBI Τζέιμς Κόμεϊ. 

Οι δραστηριότητες του Κούσνερ διερευνώνται επίσης από τον εισαγγελικές αρχές, ιδίως η μυστική συνάντησή του με τον Σεργκέι Γκορκόφ, επικεφαλής της ρωσικής κρατικής τράπεζας Vnesheconombank. Ο Γκορκόφ βρίσκεται στον κατάλογο των ατόμων που υπόκεινται στις κυρώσεις των ΗΠΑ λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία.

image

Η επίσκεψη του Τραμπ στο Ριάντ της Σ. Αραβίας τον Μάιο επιβεβαίωσε το «ταλέντο του στις πωλήσεις». Στην ομιλία του προς τους 50 μουσουλμάνους ηγέτες παρουσίασε το όραμά του για μια «ιερή» ένωση ενάντια στο Ιράν – ένα είδος Σουνιτικού ΝΑΤΟ. Η ανακοίνωση άμεσων ή μελλοντικών συμβάσεων αξίας 380 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών πώλησης όπλων ύψους 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που παρουσιάστηκαν ως «η σημαντικότερη συμφωνία όπλων στην ιστορία των ΗΠΑ», προκάλεσε ενθουσιασμό στους επιχειρηματικούς κύκλους και στις δύο χώρες.

Ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι έτσι υλοποιεί την εκλογική του υπόσχεση, καθώς οι συμβάσεις αυτές προορίζονταν να «κάνουν την Αμερική μεγάλη πάλι», και τις ξένες χώρες να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά προϊόντα, βασικά όπλα και να πληρώσουν σε αυτήν μεγαλύτερο μερίδιο του αμυντικού προϋπολογισμού τους. Απόδειξη ότι το Ταμείο Δημόσιων Επενδύσεων (PIF) της Σαουδικής Αραβίας θα επενδύσει άμεσα σε αμερικανικά έργα υποδομής. Ο αμερικανικός όμιλος Blackstone, ο διευθύνων σύμβουλος του οποίου Στέφεν Ζβάρτσμαν ήταν και προεδρικός σύμβουλος, ανακοίνωσε ταυτόχρονα τη δημιουργία ενός ταμείου που θα αντλούσε 100 δισ. δολάρια, κυρίως για έργα υποδομής στις ΗΠΑ. Υποστηρίχθηκε ότι το ήμισυ του ταμείου θα προέρχεται από το PIF της Σαουδικής Αραβίας και το υπόλοιπο από άλλες πηγές.

Ρωγμή στο μέτωπο των σουνιτών

Η νέα περιφερειακή τάξη του Tραμπ απαιτόυσε όμως και μια σημαντική ρήξη. Τρεις ημέρες μετά την προεδρική επίσκεψη, ο Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν, με την εντολή του Τραμπ όπως ο ίδιος επιβεβαίωσε, επέβαλε αποκλεισμό στους γείτονές του στο Κατάρ, κατηγορώντας τους για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στην ουσία ήταν ένα μήνυμα και προς το Ιράν αλλά και προς όσους διατηρούν σχέσεις με αυτό όπως το Κατάρ. Η απόφασε επέφερε ένα σημαντικό πλήγμα στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, που δημιουργήθηκε το 1981 από τις μοναρχίες πετρελαίου του Μπαχρέιν, του Κουβέιτ, του Ομάν, του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. 

Η σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας, άλλοτε χαρακτηρισμένη από τις αμερικανικές αρχές ως βασικό χρηματοδότη των τζιχαντιστών, δημιουργεί νέα δεδομένα στην περιοχή, ενθαρρύνοντας το Ριάντ να  διεκδικήσει χωρίς αναστολές έναν κυριαρχικό ρόλο. Όμως, όπως σημειώνει η Monde Diplomatique, αυτή η εγκάρδια συνεργασία ​​μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας ενδεχομένως να βασίζεται σε σαθρά θεμέλια και εφήμερα συμφέροντα. 

Ο Τραμπ επιδιώκει να επωφεληθεί από τον πλούτο της Σαουδικής Αραβίας και τις αλλαγές που σχεδιάζει ο Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν, αλλά αυτό που αμερικανός πρόεδρος ονομάζει «υπέροχο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας» αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές προκλήσεις με την πτώση των τιμών του πετρελαίου κςι οι γεωπολιτικές και οικονομικές του φιλοδοξίες, όπως έχει αποδειχθεί και στο πρόσφατο παρελθόν, δεν ταιριάζουν πάντα με των ΗΠΑ. Οι στρατοί των ξένων συμβούλων που γνωρίζουν ελάχιστα το τοπικό πλαίσιο προσπαθούν να μετατρέψουν πραγματικά αδύνατα έργα σε πραγματικότητα μέσω παρουσιάσεων του PowerPoint. Όμως οι φανταστικές υποσχέσεις είναι ικανοποιητικές και δεσμευτικές μόνο για όσους πιστεύουν σε αυτές.

Το 2016 ο Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν παρουσίασε το πρότζεκτ «Vision 2030» ισχυριζόμενος πως επιθυμεί να σταματήσει η εξάρτηση της Σ. Αραβίας από το πετρέλαιο. Το σχέδιο που παρουσίασε βασίζεται σε τεράστιες επενδύσεις σε μεγάλα έργα, ιδιωτικοποίηση ολόκληρων τομέων της οικονομίας και σταδιακή κατάργηση του επιδοτούμενου νερού, ηλεκτρικής ενέργειας και βενζίνης. Οι έμμεσοι φόροι επί του καπνού και των ανθρακούχων ποτών είναι επίσης στο πρόγραμμά του. Το όραμα του 2030 συνοδεύεται επίσης από θρησκευτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως η συγκράτηση της θρησκευτικής εξουσίας, η χορήγηση δικαιωμάτων στις γυναίκες και η άδεια ανδρών και γυναικών να αναμειγνύονται δημόσια.

image

Όμως από το πρόγραμμα Vision 2030 σχεδόν τίποτα ακόμη δεν έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται. Όσο για την πολυσυζητημένη ιδιωτικοποίηση ενός ποσοστού του πετρελαϊκού γίγαντα Saudi Aramco, αυτή ακόμη αναμένεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Σαουδικής Αραβίας, η πώληση περίπου 5%, αρχικά προγραμματισμένη για το 2018 και στη συνέχεια αναβληθείσα για το 2019, θα μπορούσε να αποφέρει 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Παρόλο που πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι αυτά τα στοιχεία είναι απλά στην φαντασία, ο κόσμος της αγοράς παραμένει ανυπόμονος για αυτό που παρουσιάστηκε ως η μεγαλύτερη αρχική δημόσια προσφορά (IPO) όλων των εποχών. Και οι ΗΠΑ του Τραμπ έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επενδύσεις στη Σαουδική Αραβία. 

Μάλιστα για να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις, 3500 επικεφαλής επιχειρήσεων από διάφορες χώρες προσκλήθηκαν σε ένα διεθνές φόρουμ στο Ritz-Carlton στο Ριάντ, ένα «Νταβός στην έρημο», όπως πολλοί το χαρακτήρισαν. Εκεί μεγάλα έργα αποκαλύφθηκαν: μια ολόκληρη πόλη ψυχαγωγίας στο Ριάντ για να ανταγωνιστεί τα θεματικά πάρκα της Disney, η μετατροπή 50 νησιών στην Ερυθρά Θάλασσα σε θέρετρα πολυτελείας και η Neom, μια τεράστια φουτουριστική πόλη 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη βορειοδυτική Σαουδική Αραβία, η οποία θα επεκταθεί και στην Ιορδανία. Αυτό θα δημιουργούσε μια ειδική οικονομική περιοχή 26.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία σύμφωνα με το διαφημιστικό βίντεο, θα διοικείται εν μέρει από ρομπότ.

Σε ένα άλλο μέτωπο, ο Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν προχωράει σε μαζικές εσωτερικές εκκαθαρίσεις όσων ενδεχομένως μπορούν να αμφισβητήσουν τον ίδιο ή τα σχέδιά του. Μόλις λίγες μέρες μετά το γεγονός του Ritz-Carlton, στις 4 Νοεμβρίου, πρωτοφανείς συλλήψεις συγκλόνισαν το βασίλειο. Έντεκα βασιλείς πρίγκιπες, τέσσερις υπουργοί εν ενεργεία και αρκετοί άλλοι πολιτικοί, μαζί με στρατιωτικούς και διεθνώς γνωστούς επιχειρηματίες, τέθηκαν υπό κατ ‘οίκον περιορισμό. Μεταξύ αυτών και ο πρίγκιπας Al-Walid Bin Talal, του οποίου η περιουσία υπολογίζεται σε 19 δισ. δολάρια, καθιστώντας τον 50ο πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο, σύμφωνα με το Bloomberg.

Λίγο πριν από τις συλλήψεις, ο βασιλιάς Σάλμαν ανακοίνωσε τη δημιουργία επιτροπής για την καταπολέμηση της διαφθοράς με επικεφαλής τον Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν και επιφορτισμένη με τον εντοπισμό «αδικημάτων, εγκλημάτων, προσώπων που εμπλέκονται σε περιπτώσεις δημόσιας διαφθοράς». Η επιτροπή έλαβε σημαντικές εξουσίες, όπως η εξουσιοδότηση εντάλματος σύλληψης, οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων. Πολλοί τραπεζικοί λογαριασμοί έχουν παγώσει και οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν σταματήσει την απογείωση των ιδιωτικών αεροσκαφών για να αποτρέψουν τους «υπόπτους διαφθοράς» να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ο Τραμπ κάλεσε τον βασιλιά για να μεταφέρει την υποστήριξή του. Σύμφωνα με τους Financial Times, οι υπό κράτηση μπορεί να είναι σε θέση να ανακτήσουν την ελευθερία τους εάν πληρώσουν πρόστιμο περίπου 70% του πλούτου τους. Θα είναι αρκετό για να πληρώσει τις αδικαιολόγητες υποσχέσεις του Ριάντ στην Ουάσινγκτον;