Η ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας» έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο. Το Αλβανικό Ζήτημα, που είναι και ο κυριότερος παράγοντας αποσταθεροποίησης των κεντροδυτικών Βαλκανίων, έγκειται στο γεγονός ότι ένας στους δύο Αλβανούς ζει εκτός των συνόρων της Αλβανίας, δηλαδή ότι ο «αλβανικός εθνικός χώρος» δε συμπίπτει με τα σύνορα του αλβανικού κράτους.

Ads

Και πράγματι, πέρα από τα 3,3 εκατομμύρια των Αλβανών της «μητέρας πατρίδας», υπάρχουν πάνω από τρία εκατομμύρια ομοεθνών τους που ζουν στο Κόσοβο (89% του πληθυσμού της χώρας), στη ΠΓΔΜ/FYROM (28% του πληθυσμού), στο Μαυροβούνιο (50.000), στη νότια Σερβία (70.000) και στην Ελλάδα (περίπου 500.000 οικονομικοί μετανάστες, χωρίς να υπολογιστούν οι αρβανίτικης καταγωγής Έλληνες, που ωστόσο τους διεκδικούν οι Αλβανοί εθνικιστές). Οι εθνικιστικές διεκδικήσεις αυτού του διασκορπισμένου λαού, προκαλούν ανησυχίες στα γειτονικά κράτη και μπορούν να πυροδοτήσουν την αστάθεια με κύριο στόχο, εκτός από το Κόσοβο, τη διάλυση του ευάλωτου «κρίκου» των Βαλκανίων της ΠΓΔΜ/FYROM.

Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος του TVXS: To φάντασμα της «Μεγάλης Αλβανίας»

Στο εσωτερικό της Αλβανίας το όραμα της «Μεγάλης Αλβανίας» παίχτηκε άκομψα από το καθεστώς του Σαλί Μπερίσα, που το 1992 έβαλε τη χώρα του στην Ισλαμική Διάσκεψη, θέλοντας να την καταστήσει «ισλαμική προφυλακή» στα Βαλκάνια. Ο ίδιος υπόγραψε κι ένα σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας με την Τουρκία, μια «αδελφή χώρα με την οποία συνδέεται με βαθείς ιστορικούς δεσμούς και όμοια γεωπολιτικά συμφέροντα».

Ads

Ο κύριος στόχος της εξωτερικής πολιτικής του Σαλί Μπερίσα ήταν η ενοποίηση όλων των Αλβανών, με την υποστήριξη των ισλαμικών χωρών, των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ιταλίας και άλλων παραδοσιακά φιλοαλβανικών χωρών. Στις 9.2.1992 γιορτάστηκε δημόσια στη Σκόδρα της βόρειας Αλβανίας η επέτειος της ίδρυσης της Οργάνωσης «Κόσσοβα», που υποστήριζε ανοικτά την προσάρτηση του Κοσόβου και τη δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας. Εκεί ο Ρετζέπ Τσόπα, μέλος της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών, δήλωσε χαρακτηριστικά:

«Οι γειτονικές χώρες, προσπαθώντας να καταστήσουν ανέφικτη τη δίκαιη λύση του αλβανικού προβλήματος, μοίρασαν τα εδάφη μας, έτσι ώστε οι αντίπαλοί μας το 1878 και το 1912 να είναι και οι σημερινοί. Ωστόσο, ούτε η δική μας ούτε η δική τους διεθνής θέση είναι σήμερα όπως ήταν πριν από 115 ή από 80 χρόνια. Με τη δίκαιη λύση του αλβανικού προβλήματος και με την ένωση όλων των Αλβανών θα λυνόταν μια από τις μεγαλύτερες ιστορικές αδικίες της Ευρώπης.»

Παράλληλα με την ανοικτή υποστήριξη προς του Κοσοβάρους Αλβανούς, το καθεστώς Μπερίσα συνέχισε την πολιτική καταπίεσης σε βάρος της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, μια πολιτική που κληρονόμησε από το προηγούμενο καθεστώς. Για τα μεγαλοαλβανικά σχέδια του Μπερίσα η ύπαρξη μιας πολυπληθούς ελληνικής και ορθόδοξης κοινότητας στα νότια της χώρας, αποτελούσε σημαντικό «αγκάθι» που έπρεπε πάση θυσία να ξεριζωθεί. Προσπαθώντας να περιορίσει όσο γινόταν την ελληνική επιρροή στα νότια της χώρας, ο Μπερίσα υποστήριξε ως αντιπερισπασμό τα αιτήματα των Τσάμηδων, προσφύγων από τη Θεσπρωτία, για επιστροφή των περιουσιών τους. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι Τσάμηδες αποτελούσαν πάντοτε τους πιο δραστήριους θιασώτες της Μεγάλης Αλβανίας.

Μην μπορώντας να κάνει και σπουδαία πράγματα για να βοηθήσει τους «αδελφούς Κοσοβάρους», ο Μπερίσα είχε στρέψει το ενδιαφέρον του και προς τους πυκνούς αλβανικούς πληθυσμούς που κατοικούν στις περιοχές της δυτικής ΠΓΔΜ/FYROM. Πολύ έξυπνα θεωρούσε την ευάλωτη αυτήν πολυεθνική δημοκρατία ως τον σημαντικότερο κρίκο για τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Μετά το Κόσοβο ο επόμενος στόχος της στρατηγικής για την εδαφική ολοκλήρωση της Μεγάλης Αλβανίας ήταν τα εδάφη δυτικά του ποταμού Αξιού, που κατοικούνται κυρίως από Αλβανούς. Οι Αλβανοί της FYROM επέλεξαν όμως μια στρατηγική διαφορετική από τους Κοσοβάρους: προωθούσαν με χαμηλούς τόνους μια εδαφική αυτονομία, με αρχικό της στάδιο την ίδρυση ενός ανεξάρτητου αλβανικού πανεπιστήμιου στο Τέτοβο, το οποίο θα γινόταν ο πυρήνας της αλβανικής εθνικιστικής ιδεολογίας και διανόησης. Το Τέτοβο προοριζόταν από τους εθνικιστές και ως μελλοντική πρωτεύουσα μιας αυτόνομης αλβανικής περιοχής, με την ονομασία «Ιλλυρίδα» (Ίλιρντα).

Ένα από τα βασικά αιτήματα των Αλβανών της FYROM, που υποστηρίζουν ότι αποτελούν ήδη το 1/3 του πληθυσμού της, είναι ο χαρακτηρισμός τους ως «συστατικής εθνότητας», πράγμα που θα τους προσέφερε αυτομάτως και αυτονομία και πλήθος άλλων δικαιωμάτων. Η αποσταθεροποίηση ωστόσο της FYROM αποφεύχθηκε, ακόμη και μετά την επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο την άνοιξη του 1999 και των ένοπλων συγκρούσεων του 2001, εξαιτίας της παρέμβασης των ΗΠΑ, που επένδυσαν αρκετό «γεωπολιτικό κεφάλαιο» στη σταθερότητα αυτής της μικρής κεντροβαλκανικής δημοκρατίας, την οποία και θέλησαν να καταστήσουν πρότυπο πολυεθνικής χώρας στα Βαλκάνια!

Η αιματηρή πτώση του καθεστώτος Μπερίσα την άνοιξη του 1997 δε σήμανε και το τέλος του σχεδίου «Μεγάλη Αλβανία».Το σοσιαλιστικό κόμμα της Αλβανίας, που αντλεί πολιτικά ερείσματα από τον ορθόδοξο και παραδοσιακά φιλελληνικό αλβανικό Νότο, αν και αρχικά απέρριψε κάθε λογική εδαφικής επέκτασης της Αλβανίας, φτάνοντας στο σημείο να αποστασιοποιηθεί από τις διεκδικήσεις των Κοσοβάρων, μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ στην περιοχή άρχισε να κάνει λόγο για διόρθωση των συνόρων στα Βαλκάνια ώστε να διορθωθούν οι ιστορικές αδικίες σε βάρος του αλβανικού λαού!

Παρόμοια τυχοδιωκτική πολιτική με τον Μπερίσα ακολούθησε και ο “σοσιαλιστής” πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα, που πόνταρε κι αυτός στο χαρτί του αλβανικού εθνικισμού. Αφού ξεκίνησε μια άτυπη εκστρατεία αφελληνισμού της νότιας Αλβανίας από τα απομεινάρια της ελληνικής μειονότητας, κτυπώντας προπύργια Ελληνισμού, όπως η Χειμάρα, συμμάχησε και με τους εθνικστές Τσάμηδες, που φημίζονται για τον αλυτρωτισμό τους και το μίσος τους για την Ελλάδα. Ο ίδιος αμφισβήτησε συμφωνίες με την Ελλάδα σχετικά με την οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής υφαλοκρηπίδας κι επιδίωξε την πρόσδεση της Αλβανίας στο άρμα της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας του Ερντογάν. Επίσης παρότρυνε τα αλβανικά κόμματα της ΠΓΔΜ να σχηματίσουν ενιαίο μέτωπο, τη λεγόμενη “αλβανική πλατφόρμα” και να αυξήσουν την πίεση τους στην αποσταθεροποιημένη ΠΓΔΜ ώστε να αποκτήσουν ακόμη περισσότερα αυτονομιστικά δικαιώματα.

Το Κόσοβο σε ρόλο «αλβανικού Πεδεμοντίου»;

Αρκετοί ωστόσο ρεαλιστές πολιτικοί των Τιράνων γνωρίζουν ότι μια «Μεγάλη Αλβανία», πέρα από αναχρονισμό, αποτελεί κι επικίνδυνη αυταπάτη, που μπορεί να οδηγήσει τη φτωχή Αλβανία σε απίστευτες περιπέτειες δίχως τέλος. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι ήδη το μεγαλύτερο τμήμα (90%) του ανεξάρτητου πλέον Κοσσυφοπέδιου ελέγχεται, με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, από τους Αλβανούς, κανείς δεν είναι τόσο τρελός ώστε να μιλήσει ανοιχτά για «Μεγάλη Αλβανία», τη στιγμή που τα εσωτερικά προβλήματα της «μικρής Αλβανίας» μοιάζουν ανυπέρβλητα. Ωστόσο οι ίδιοι οι Κοσοβάροι Αλβανοί, απογοητευμένοι από την παθητική στάση της «Μητέρας Αλβανίας», σχεδιάζουν να καταστήσουν το Κόσοβο, σε περίπτωση που αυτό γίνει ανεξάρτητο, εθνικό κέντρο του Αλβανισμού, με επίσημη θρησκεία το Ισλάμ και γλώσσα τη γκέκικη διάλεκτο! Για τους Αλβανούς του Κοσόβου ο στόχος παραμένει η «Μεγάλη Αλβανία» και βλέπουν την “ανεξαρτησία” του Κοσόβου, ως ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Γι’ αυτό και ίσως επιχειρήσουν να πάρουν πάνω τους όλο το βάρος της του «αλβανικού προβλήματος». Για τους Κοσοβάρους η επαναχάραξη των συνόρων και η δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας», είναι οι απαραίτητες μεταβολές που πρέπει να γίνουν ώστε να επέλθει η ειρήνη και η σταθερότητα στα Βαλκάνια…

Ως γνωστόν η Ελλάδα είναι από το 1922 δύναμη Status Quo και γι’ αυτό το λόγο κάθετα αντίθετη στην παραμικρή μεταβολή των συνόρων στα Βαλκάνια, επειδή θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα άνοιγε αυτομάτως τους «ασκούς του Αιόλου» με απρόβλεπτες συνέπειες. Έτσι, το σχέδιο δημιουργίας μιας «Μεγάλης Αλβανίας» τη βρίσκει διαμετρικά αντίθετη, εφόσον κάτι τέτοιο θα διατάρασσε τις ευαίσθητες γεωπολιτικές ισορροπίες και τα συμφέροντά της στην περιοχή. Μια «Μεγάλη Αλβανία», όπως άλλωστε και μια «Μεγάλη Βουλγαρία», μόνο προβλήματα θα της δημιουργούσε, καθώς θα εξαφάνιζε τον ευάλωτο γεωπολιτικό «κρίκο» που λέγεται ΠΓΔΜ/FYROM και θα απέκοπτε την Ελλάδα από τον παραδοσιακά στρατηγικό της σύμμαχο, τη Σερβία. Επίσης μια «Μεγάλη Αλβανία» με έξι εκατομμύρια κατοίκους και με προοπτική ν’ ανέλθει στα 7-8 εκατομμύρια ως το 2050 μ.Χ., θα ασκούσε έντονες πιέσεις στα βορειοδυτικά της σύνορα, ενώ θα εξαφάνιζε κάθε ίχνος ελληνικής παρουσίας στη νότια Αλβανία.

Μια «Μεγάλη Αλβανία» θα δυσκόλευε αφάνταστα την προώθηση της ελληνικής επιρροής στα Βαλκάνια και θα υποβοηθούσε πιθανόν τη γεωπολιτική επανεμφάνιση της Τουρκίας. Το συμφέρον της Ελλάδας βρίσκεται στο γεωπολιτικό πλουραλισμό των Βαλκανίων, έτσι ώστε καμία τοπική δύναμη ή κανένας συνασπισμός δυνάμεων να μην είναι σε θέση να την απομακρύνει από τη ζωτική της ενδοχώρα. Και τέλος στη σταδιακή προσχώρηση και ενσωμάτωση όλων των χωρών της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που θα δράσει σταθεροποιητικά εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα αναθεωρητικούς εθνικισμούς, που επιδιώκουν αλλαγές συνόρων και νέες συγκρούσεις. Το πρόβλημα στα Βαλκάνια δεν λύνεται με αλλαγές συνόρων αλλά με αλλαγές συμπεριφορών, κάτι που η Ελλάδα και οι Έλληνες θα πρέπει πρώτοι απ’ όλους να διδάξουν ακόμη και στους πιο ατίθασους Βαλκάνιους γείτονες τους.

O Γιώργος Στάμκος ([email protected]) είναι συγγραφέας και δημιουργός του Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com). Το βιβλίο του “Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους” αναλύει πολυεπίπεδα τη γεωπολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή και στο διαχρονικό ρόλο της Ελλάδας και του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή μας.