Η προσπάθεια του προέδρου της Ρουμανίας, Τράιαν Μπασέσκου, να προωθήσει μια βαθιά αντιδραστική μεταρρύθμιση στη δημόσια υγεία προς όφελος των ιδιωτών, αποτέλεσε την αφορμή για να ξεχυθούν οι Ρουμάνοι στους δρόμους όλης της χώρας, απαιτώντας τον τερματισμό της πολιτικής περικοπών που επιβλήθηκαν κατ’ εντολή ΕΕ και ΔΝΤ.
 

Ads

«Παραιτηθείτε!» απαιτούν από τον πρόεδρο της Ρουμανίας και επικεφαλής των Δημοκρατών Φιλελευθέρων Τράιαν Μπασέσκου αλλά και την κυβέρνησή του, χιλιάδες διαδηλωτές σε όλη την χώρα με καθημερινές κινητοποιήσεις. Η προσπάθεια της κυβέρνησης της Ρουμανίας να περάσει μια προγραμματισμένη μεταρρύθμιση στον χώρο της υγείας αποτέλεσε την αφορμή για ένα πρωτόγνωρο τα τελευταία χρόνια και μετά την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου κύμα αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, που έχει εξαπλωθεί στη χώρα την τελευταία εβδομάδα. Μια αφορμή που κρύβει πολύ βαθύτερες κοινωνικές αιτίες.
 
Το κουβάρι των γεγονότων άρχισε να ξετυλίγεται όταν ο υφυπουργός υγείας Ραέντ Αραφάτ οδηγήθηκε σε παραίτηση από τον πρόεδρο της χώρας, μετά τα επικριτικά του σχόλια για τον νέο νόμο που η κυβέρνηση προωθούσε. Ο Αραφάτ, παλαιστινιακής καταγωγής και γεννημένος στη Δαμασκό, που αποτελεί μια ευρείας αποδοχής προσωπικότητα στη Ρουμανία λόγω της συμβολής του στη δημιουργία του SMURD, του δημόσιου συστήματος υπηρεσιών πρώτων βοηθειών επειγόντων περιστατικών, εξέφρασε την αντίθεσή του στις μεταρρυθμίσεις, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι προωθεί έναν νόμο που θα μειώσει τις κρατικές παροχές για την υγεία, θα ανοίξει την πόρτα για την είσοδο των ιδιωτικών εταιριών στην ασφάλεια και θα οδηγήσει σε ιδιωτικοποίηση το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων νοσοκομείων.

Σε αντιπαράθεση τους σε τηλεοπτικό δίκτυο ο πρόεδρος Μπασέσκου κατηγόρησε τον Αραφάτ ως “αριστεριστή” και ουσιαστικά ζήτησε την παραίτησή του, την οποία και παρέλαβε την επόμενη μέρα. Η πρώτη αντίδραση στην παραίτηση Αραφάτ ήρθε με μια μικρή σχετικά διαδήλωση στις 12 Ιανουαρία σε μια επαρχιακή πόλη της χώρας. Οι διαμαρτυρίες έφτασαν την επόμενη μέρα μέχρι το Βουκουρέστι και εξαπλώθηκαν σύντομα με διαδηλώσεις σε περισσότερες από 40 πόλεις.
 
 Όλα αυτά ενώ το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας είναι ήδη ανεπαρκές και δεν μπορεί να καλύψει τις αγροτικές περιοχές, οι μισθοί των υγειονομικών τόσο χαμηλοί ώστε να παρατηρείται το φαινόμενο οι ιατρικές σχολές να υποτιμούνται από τους νέους Ρουμάνους, ενώ ταυτόχρονα ανθεί ο χρηματισμός.

Οι ιδιωτικοποιήσεις προκάλεσαν όργιο διαφθοράς στο οποίο συμμετείχαν μικρά και μεγάλα κόμματα. Η οικονομία της Ρουμανίας πέρασε από το στάδιο του “οικονομικού θαύματος”, όταν κατά τη δεκαετία του 1990 και μετά την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου υποτίθεται πως βρήκε τον οικονομικό της δρόμο, στην κατάρρευση. Το 2007 η χώρα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την οικονομία της να σημειώνει ανάπτυξη με σταθερούς ρυθμούς (9,43% αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος το 2008). Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έφερε μαζί της το τέλος της αυταπάτης. Το 2009 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,5% και η κυβέρνηση κάλεσε σε βοήθεια, ώστε να αποπληρώσει το χρέος, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνάπτοντας δάνειο 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ακολούθησαν “ως μονόδρομος”, όπως συμβαίνει …παντού, τα γνωστά δραστικά μέτρα, με τη δεξιά κυβέρνηση του Τράιαν Μπασέσκου να εφαρμόζει 25% μείωση των μισθών στον δημόσιο τομέα, 15% μείωση των συντάξεων και αύξηση του ΦΠΑ από 19 σε 24% και ταυτόχρονα να υπόσχεται άμεση μείωση του δημόσιου τομέα και μεταρρυθμίσεις.

Ads

Την ίδια στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος της χώρας βρίσκεται σε πλήρη ανυπολυψία. Η “μεταβατική περίοδος” που ακολούθησε την πτώση Τσαουσέσκου έφερε μαζί της μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων από τις οποίες κερδισμένοι αποδείχτηκαν οι αποκαλούμενοι και “μεγιστάνες”, το τοπικό αντίστοιχο των Ρώσων “ολιγαρχών”. Οι διαδικασίες γρήγορου ξεπουλήματος συνοδεύτηκαν από οικονομικά σκάνδαλα, όπως αυτό της πώλησης το 1998 της Ρομπετρόλ, της δημόσια επιχείρηση υδρογονανθράκων, στον Ντίνου Πατρίσιου, πρώην μέλος του PNL (Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα), ή της παραχώρησης το 2002 σε επιχειρηματίες με στενές σχέσεις με το PSD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) τεράστιων εκτάσεων στο δέλτα του Δούναβη, σε ένα από τα μεγαλύτερα οικολογικά καταφύγια της Ευρώπης, γεγονός που οδήγησε την κοινή γνώμη να τους δώσει το όνοματους “οι λόρδοι του Δέλτα”. Αμέτοχα στο πανηγύρι δεν μένουν και στελέχη μικρότερων κομμάτων. Μεταξύ 2005 και 2006, οι υπουργοί Κοντρούτ Σέρες (PC, Συντηρητικό Κόμμα) και Ζλότ Νάγκι (UDMR, κόμμα της μειωνότητας των Ούγγρων) πήραν μέρος σε καταχρήσεις που έγιναν γνωστές με το όνομα “το σκάνδαλο των στρατηγικών ιδιωτικοποιήσεων”. Όλα αυτά ενώ ο κατώτατος μισθός στη χώρα είναι 158 ευρώ το μήνα και ο μέσος μισθός δεν ξεπερνά τα 350 ευρώ.
 
Σε ένα τέτοιο εκρηκτικό περιβάλλον μεγαλύτερη έκπληξη αποτελούσε η μέχρι τώρα μη ύπαρξη αντιδράσεων. Όμως στους δρόμους της Ρουμανίας έχει αρχίσει σιγά σιγά να γίνεται λόγος για ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, για κοινωνική αλληλεγγύη και επαναξιολόγηση της πολιτικής και της δημοκρατίας. Οι διαδηλώσεις, που πλαισιώνονται από φοιτητές, εργαζόμενους και συνταξιούχους μέχρι οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων, αντιμετωπίστηκαν με βίαιη καταστολή από τη ρουμανική αστυνομία και με εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων. Ένας πρώτος απολογισμός κάνει λόγο για περισσότερους από 250 συλληφθέντες στο Βουκουρέστι και περισσότερους από 60 τραυματίες.
 
Στον χορό των κινητοποιήσεων προσπάθησε να μπει και η ρουμανική αντιπολίτευση όταν την Παρασκευή, παράλληλα με τη διαδήλωση στην Πλατεία Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι, η αντιπολιτευόμενη συμμαχία Ένωση Σοσιαλιστών Φιλελευθέρων που αποτελείται από το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών, το Εθνικό Φιλελεύθερω Κόμμα και τους Συντηρητικούς, οργάνωσε ξεχωριστή διαμαρτυρία σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την χαμηλή δημοτικότητα του Μπασέσκου που σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις αγγίζει το 21%. Η κυβέρνηση από την πλευρά της αναδιπλώθηκε αποσύροντας την επίμαχη μεταρρύθμιση με τον υπουργό Υγείας Ραντισλάου Ρίντλι να επιμένει ότι είναι απαραίτητη και θα γίνουν με άλλους τρόπους και τον πρόεδρο Μπασέσκου να κατηγορεί τους διαδηλωτές ότι είναι ενάντια στην αλλαγή. Ο πρόεδρος υποσχέθηκε επίσης την επαναφορά στα καθήκοντά του του Ραέντ Αραφάτ, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα. Όλα αυτά ενώ παράλληλα με καθόλου πρωτότυπο τρόπο η κυβέρνηση, καταδικάζοντας τη βία, κατηγορεί τους διαδηλωτές για καταστροφές και χρησιμοποιεί το χιλιοπαιγμένο επιχείρημα της μη ύπαρξης εναλλακτικής πρότασης.
 
 ΠΗΓΗ: ΠΡΙΝ, Ρεπορτάζ, Κατερίνα Σταυρούλα