Οι συναντήσεις του Τραμπ με ευρωπαίους ηγέτες στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ και τη G7 μόνο επιτυχημένες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Το κλίμα ήταν ήδη αρνητικό, όμως οι επαφές και τα αποτελέσματα των δύο Συνόδων επιβεβαίωσαν αυτό που λίγο έως πολύ οι περισσότεροι είχαν ήδη ομολογήσει. Οι σχέσεις των Ευρωπαίων με τις ΗΠΑ, μετά την εκλογή Τραμπ, περνούν σε μια νέα εποχή: Οι δύο πλευρές του Ατλαντικού… απομακρύνονται σημαντικά.  

Ads

Ο Ρικ Σάντορουμ, πρώην γερουσιαστής, αντίπαλος του Τραμπ στην διεκδίκηση της προεδρικής υποψηφιότητας εκ μέρους των Ρεπουμπλικανών και νυν πολιτικός σχολιαστής του CNN, κάνοντας έναν απολογισμό της πρώτης περιοδείας του Αμερικανού προέδρου στο εξωτερικό, είπε, ότι η διοίκηση Τραμπ θα μπορούσε να εργαστεί μια χαρά, αν ο πρόεδρος σταματούσε να κάνει ένα πράγμα: Να γράφει στο Twitter. «Ελπίζω, οι τελευταίες εννιά μέρες, να έδειξαν στον πρόεδρο, πως αν δεν αποσπάσαι, ακολουθείς ένα συγκεκριμένο σενάριο, εστιάζεις στην πολιτική και εργάζεσαι πάνω σε αυτό που έλεγες προεκλογικά και άρεσε στους Αμερικανούς, μπορείς να γίνεις ένας άριστος πρόεδρος» πρόσθεσε.

Είναι γεγονός, ότι ο Τραμπ έκανε «ουδέτερες» αναρτήσεις κατά την διάρκεια του ταξιδιού του – περισσότερο πληροφοριακές και διπλωματικές, ευχαριστήριες – αλλά αμέσως μετά την επιστροφή στην Ουάσιγκτον, «απασφάλισε»: «Θεωρώ ότι πολλές διαρροές από τον Λευκό Οίκο, είναι κατασκευασμένα ψέματα, δημιουργημένα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης #FakeNews» έγραψε. Και: «Τα ψευδή ΜΜΕ, επίμονα προσπαθούν να δημιουργήσουν αρνητικές εντυπώσεις και να δυσφημίσουν τις ενέργειές μου στα κοινωνικά δίκτυα, γιατί δεν θέλουν να μάθει η Αμερική την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων». Η επίθεση του Αμερικανού προέδρου στα ΜΜΕ μέσω αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα φαίνεται ότι είναι από τις αγαπημένες του ασχολίες. Ωστόσο, αυτή η τακτική φαίνεται ότι δεν «πιάνει» πλέον ούτε στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Στις αρχές Μαΐου, σε έρευνα της εταιρείας Gallup, η δημοφιλία του Τραμπ ήταν στο 42%, ενώ σήμερα έπεσε στο 38%.

Πολλοί Αμερικανοί ψηφοφόροι που υποστήριξαν τον Τραμπ στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, είναι τώρα απογοητευμένοι από την πολιτική του δισεκατομμυριούχου. Για παράδειγμα, μία από τις κορυφαίες συντηρητικές ιδεολόγους της Αμερικής, η συγγραφέας, Ann Coulter, αποκάλεσε τις ενέργειες της διοίκησης Τραμπ ως «καταστροφή». «Νομίζω ότι όλοι όσοι τον ψήφισαν, γνώριζαν ότι πρόκειται για μια γκροτέσκα προσωπικότητα, αλλά ήθελαν μια αλλαγή σε βασικά θέματα. Αλλά τώρα, τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά. Είμαι πολύ δυσαρεστημένη με τις αποφάσεις της διοίκησής του. Ίσως θα πρέπει να ασκήσουμε πίεση πάνω του, ώστε να κρατήσει τις υποσχέσεις του. Εδώ δεν είμαστε Βόρεια Κορέα, και αν δεν τις τηρήσει, εγώ δεν θα τον υποστηρίξω», δήλωσε στο «The Daily Caller». Αλλά και απλοί ψηφοφόροι του Τραμπ, που ψήφισαν για πρώτη φορά Ρεπουμπλικάνους, δηλώνουν πλέον πως το έχουν μετανιώσει πικρά.

Ads

Κι αν τα πράγματα μετά την εφαρμοζόμενη πολιτική, τις αποκαλύψεις – έρευνες για τις υπόγειες σχέσεις με το Κρεμλίνο και την περιοδεία του Αμερικανού προέδρου στο εξωτερικό διαμορφώνονται άσχημα εντός των ΗΠΑ, στην Ευρώπη είναι ακόμη χειρότερα. Στη γηραιά ήπειρο κανένα προεδρικό «τιτίβισμα» δεν μπορεί να αλλάξει την γνώμη της καγκελαρίου, Μέρκελ, για παράδειγμα, η οποία, τόσο μετά την σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, όσο και μετά την συνάντηση του G7, στην Ταορμίνα της Σικελίας, διαπίστωσε, ότι η Ευρώπη (σσ. εννοεί την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση) δεν μπορεί πλέον να βασίζεται πλήρως στους συμμάχους της.

«Το έζησα αυτό τις τελευταίες ημέρες. Και για αυτό μπορώ μόνο να πω ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, φυσικά με φιλικά αισθήματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τη Βρετανία και να είμαστε καλοί γείτονες όπου αυτό είναι δυνατόν με τις άλλες χώρες, ακόμη και με τη Ρωσία. Αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι πρέπει να αγωνιστούμε μόνοι μας για το μέλλον μας, για τη μοίρα μας ως Ευρωπαίων».

Αν και δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στον Αμερικανό πρόεδρο, ουδείς είχε αμφιβολία ότι τον εννοούσε. Παρά τις «αναλύσεις» του Σάντορουμ λοιπόν – ο οποίος είναι προφανές πως προσέγγισε θετικά την προεδρική περιοδεία, εκφράζοντας, επίσης προφανώς και τον σκληρό πυρήνα των Ρεπουμπλικάνων – το μικρότερο πρόβλημα του Τραμπ είναι το Twitter. Ετσι, ο David Frum, διαπιστώνει στο «The Atlantic», ότι ο Τραμπ μετέτρεψε σε ρήγμα αυτό που ο Μπους ο νεότερος και ο Ομπάμπα (διά της υπόθεσης Σνόουντεν) είχαν ξεκινήσει ως καχυποψία στις αμερικανο-γερμανικές σχέσεις. Ο Τραμπ δίνει μεγάλο χώρο στους Γερμανούς «αμερικανο-σκεπτικιστές».

Οι Γερμανοί φίλοι των Ηνωμένων Πολιτειών διατήρησαν ένα επιχείρημα και είχαν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στην συζήτηση για τον προσανατολισμό της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής: Την ευρέως διαδεδομένη και βαθιά δημόσια διαίσθηση, ότι οι άνθρωποι που είναι ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πιθανώς κινούμενοι από εξτρεμιστικές και λαϊκιστικές ιδέες. Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, εφόσον οι Γερμανοί που είναι περισσότερο εχθρικοί απέναντι στη συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν διάφορες αποχρώσεις του φασισμού και του κομμουνισμού, τότε το ισχυρό γερμανικό κέντρο θα προσκολληθεί αποφασιστικά στην αμερικανική συμμαχία ως προπύργιο σταθερότητας και φιλελευθερισμού.

Ωστόσο, η εκλογή του Τραμπ στην προεδρία εξαλείφει τις γερμανικές πολιτικές παραδοχές για τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια εποχή που οι Γερμανοί είναι ήδη έτοιμοι να διατηρήσουν αυτές τις παραδοχές. Επιπλέον, αυτή η «ρήξη» μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας συμπίπτει με την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια έξοδο που θα εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό την επιρροή του Λονδίνου έναντι του Βερολίνου. Η Βρετανία θα πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί την πρόσβαση στην αγορά της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης. Η Γερμανία θα έχει την εξουσία να εγκρίνει ή να αρνηθεί. Το όραμα που αναδύθηκε μετά το 1945 για μια ασφαλή και φιλελεύθερη Γερμανία, η οποία προχώρησε σε μια στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποτύχει. Στη θέση της εμφανίζεται μια Γερμανία πιο απομακρυσμένη από τους αγγλόφωνους πρώην συμμάχους συμμάχους της, πιο ευάλωτη σε μια επιθετική Ρωσία, «πιο πολωμένη από τον εξτρεμισμό μετά την υποδοχή της Μέρκελ σχεδόν δύο εκατομμυρίων μεταναστών από την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική».

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η γερμανική εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία έχει ήδη μειωθεί από την περίοδο της προεδρίας Ομπάμα, κατέρρευσε υπό τον Τραμπ σε επίπεδα μόλις καλύτερα από την Ρωσία του Πούτιν. Η φράση της Μέρκελ, μετά την σύνοδο του ΝΑΤΟ και των G7, ότι «πρέπει να αγωνιστούμε μόνοι μας για το μέλλον μας, για τη μοίρα μας ως Ευρωπαίων», ειδωμένη από την πλευρά της αξιοσημείωτης άρνησης του Τραμπ να υποστηρίξει το περίφημο Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, το οποίο εγγυάται την αμοιβαία υπεράσπιση μεταξύ των μελών του, είναι τόσο τέλειο σενάριο για την Ρωσία, που θα μπορούσε να το έχει γράψει ο ίδιος ο Πούτιν. Σημειώνεται πως οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να υπογράψουν και το κοινό ανακοινωθέν της G7 για τη συμφωνία για το κλίμα. 

Αυτά τα ουσιαστικά μηνύματα της πρώτης εμφάνισης του Τραμπ στην Ευρώπη επιχειρείται πλέον να «μαζευτούν», ώστε να παρουσιαστεί αυτό το ταξίδι τουλάχιστον ως κάτι λιγότερο από την απόλυτη καταστροφή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, H.R. McMaster, επέμεινε ότι ο πρόεδρος Τραμπ επιβεβαίωσε πράγματι το άρθρο 5. Συγκρίνετε τα λόγια του Τραμπ με εκείνα των προκατόχων του και μπορείτε να δείτε μόνοι σας πόσο αναληθές είναι αυτό. Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Bob Corker, δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ευχαριστημένος με το ταξίδι. «Αν είναι αλήθεια, αυτό θα αντανακλούσε την κακή κρίση του γερουσιαστή Corker. Προτιμώ να πιστεύω ότι η δήλωση αυτή αντικατοπτρίζει ελάχιστα την ειλικρίνειά του», σχολιάζει ο Frum.

Αλλά υπάρχει κάτι που είναι πραγματικά αλήθεια: Ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει ζημιά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το κάνει αυτό, ενώ οι άνθρωποι που σχετίζονται με την προεκλογική εκστρατεία του είναι ύποπτοι για συνεννοήσεις με τις υπηρεσίες κατασκοπείας του Βλαντίμιρ Πούτιν, ώστε να βοηθηθεί ο Τραμπ να πάρει την προεδρία.

Όπως το θέτει και το Spiegel, από την αρχή ο Τραμπ ήταν από τους πιο «απίθανους (σσ. με την έννοια του απρόβλεπτου) τουρίστες. Ο άνδρας που ήθελε να αποτρέψει τους Μουσουλμάνους από το να ταξιδεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήρε μέρος σε χορό σπαθιών με τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Συνέφαγε με τους ηγέτες του Καζακστάν, της Μπουρκίνα Φάσο και της Σομαλίας. Ο Αμερικανός πρόεδρος που ήθελε να αποσυρθεί από τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής υποσχέθηκε ειρήνη στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Ο άνδρας που ορκίζεται για εκδίκηση συναντήθηκε με τον πάπα στη Ρώμη, πριν συναντηθεί με τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, ένα θεσμό που ελπίζει ότι θα αποτύχει. Τι θα μπορούσε ενδεχομένως να πάει στραβά;»…