H εικόνα των έφηβων κοριτσιών να κρέμονται από ένα δέντρο, ύστερα από το μαζικό βιασμό, αποτέλεσε μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι τα κρούσματα βιασμών στην Ινδία έχουν αυξηθεί κατά δέκα φορές τα τελευταία 40 χρόνια. Τα καθημερινά αποτρόπαια σεξουαλικά εγκλήματα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, στην οποία κυριαρχούν οι διακρίσεις και οι θρησκευτικές προκαταλήψεις.

Ads

Από το 1971 έως 2012, το Εθνικό Γραφείο Καταγραφής εγκλημάτων, κατέγραψε ότι οι περιπτώσεις βιασμών εκτοξεύτηκαν από τις 2.500 (1971) στις 25.000 (2012), αν και οι ακτιβιστές πιστεύουν ότι μόνο το 10% των περιπτώσεων αναφέρεται στην αστυνομία. Στην Ινδία επίσημα καταγράφεται κατά μέσο όρο ένας βιασμός ανά 22 λεπτά.

Όσο αφορά στις αστικές περιοχές, η τεράστια άνοδος των περιστατικών βιασμού έχει αποδοθεί στην επιθετικότητα εναντίον των γυναικών που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό. Όσο αφορά στις αγροτικές περιοχές, οι βιασμοί σχετίζονται με το σύστημα των καστών, όπως στην προκειμένη περίπτωση, όπου τα κορίτσια ανήκαν σε χαμηλότερη κάστα από τους βιαστές τους. Όμως, τα βασικά προβλήματα αντικατοπτρίζουν τη βαθύτερη κοινωνική κρίση στην Ινδία.

Η Ούταρ Πραντές, όπου έλαβαν χώρα οι τελευταίες φρικτές επιθέσεις, είναι μία από τις φτωχότερες πολιτείες της Ινδίας, με περισσότερα από 60 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Την ίδια στιγμή, η Ινδία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια γενιά ανέργων, που γεννήθηκαν μετά την οικονομική φιλελευθεροποίηση, και αποτελείται κυρίως από ανειδίκευτους άντρες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, η ανεργία στην Ινδία αυξήθηκε δραματικά μεταξύ του 2004 και του 2009.

Ads

Η ανεργία και η φτώχεια αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των συμμοριών που κάνουν τους βιασμούς. Σε αυτό το περιβάλλον, και μέσα σε μια πατριαρχική δομή, η βία είναι ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούν να εμπνέουν σεβασμό. Οι νέοι άνδρες, που απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το παραμύθι της «λαμπερής Ινδίας», επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους, και την εξουσία τους μέσω άγριων και σκληρών πράξεων.

Κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα των τελευταίων 10 ετών, υπήρξε μια εξαιρετικά αργή ανάπτυξη εκπαιδευτικών υποδομών και των ευκαιριών εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί περιθωριοποιημένοι άνδρες, που γεννήθηκαν στις τελευταίες δύο ή τρεις δεκαετίες, έχουν φτάσει στην εφηβεία ή την ενήλικη ζωή κατά την ίδια περίοδο που άρχισε να αυξάνεται και το ποσοστό των βιασμών.

Παράλληλα, η αστυνομία συμμετέχει συχνά σε τέτοιου είδους εγκλήματα. Στην περίπτωση των δύο κοριτσιών, δύο από τους υπόπτους είναι αστυνομικοί.

Μάλιστα, οι βιαστές βρίσκουν υποστήριξη και από υψηλότερα κοινωνικά στρώματα: Ο πρώην υπουργικός επικεφαλής της Ούταρ Πραντές, Μουλάγιαμ Σινγκ Γιάνταβ, δήλωσε πρόσφατα σχετικά με τους φυλακισμένους βιαστές: «τα αγόρια θα είναι πάντα αγόρια. . . κάνουν λάθη, θα απαγχονιστούν για ένα βιασμό;»

Είναι πλέον προφανές ότι η σημαντική νομοθεσία για την καταπολέμηση βιασμού που πέρασε πέρυσι, μετά την συγκλονιστική ιστορία ομαδικού βιασμού και της δολοφονίας μιας νεαρής γυναίκας σε ένα λεωφορείο στο Δελχί, δεν ήταν αρκετή: Υπάρχουν πολύ λίγα δικαστήρια και πάρα πολλοί εγκληματίες, οι οποίοι συνήθως καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη τιμωρία. Φυσικά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο βιασμός συμβαίνει και πίσω από τις κλειστές πόρτες στα σπίτια της ανώτερης τάξης.

Ένα ακόμα αίτιο αποτελούν και οι κοινωνικές διακρίσεις στην Ινδία, που οφείλονται στην ριζωμένη πίστη για τις κάστες και στο θρησκευτικό φανατισμό. Καθώς η θρησκευτική αγωγή των ινδουιστών προωθεί την αντίληψη στις ανώτερες κάστες για την μηδαμινή αξία που έχουν σαν ανθρώπινα όντα οι Νταλίτ (ανέγγιχτοι), οι άνθρωποι της κατώτερης κάστας, η χώρα βυθίζεται στις θρησκευτικές προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και δοξασίες  και στους βιασμούς και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Kαθώς η τάση των ομαδικών βιασμών γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, ειδικοί και ακτιβιστές επισημαίνουν την ανάγκη οικονομικών και κοινωνικών λύσεων που θα αφομοιώσουν τους νέους άνδρες στην κοινωνία των πολιτών, θα εξασφαλίσουν εκπαίδευση και θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα, θα αμβλύνουν τις κοινωνικές διακρίσεις και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις.