Η Γιούνκο Λιζούκα ήταν 16 ετών όταν εισήχθη σε μια κλινική στη βορειοανατολική Ιαπωνία και υποβλήθηκε, δίχως τη θέλησή της, με εξαναγκασμό, σε μια μυστηριώδη εγχείρηση, που αργότερα ανακάλυψε ότι την εμπόδισε να αποκτήσει παιδιά.

Ads

«Με αναισθητοποίησαν και δεν θυμάμαι τίποτα μετά από αυτό» λέει σήμερα. «Όταν ξύπνησα, ήμουν σε ένα κρεβάτι και είδα ένα νεροχύτη. Ήθελα λίγο νερό, αλλά μου είπαν ότι δεν μου επιτρέπεται να πίνω».

Εκείνη την περίοδο η Λιζούκα εργαζόταν ως εσώκλειστη υπηρέτρια σε μια οικογένεια. Αργότερα μόνο, από μια συζήτηση των γονιών της που άκουσε τυχαία, έμαθε τη συγκλονιστική αλήθεια: Πως ήταν ένας από τους 16.500 ανθρώπους που υποβλήθηκαν σε αναγκαστική στείρωση, σύμφωνα με τον ιαπωνικό νόμο που είχε ως στόχο να σταματήσει τη γέννηση «κατώτερων» παιδιών.

Οι σάλπιγγές της Λιζούκα δέθηκαν το 1963 επειδή υπήρχε η υποψία ότι έχει ψυχική αναπηρία. Πενήντα πέντε χρόνια μετά, η φωνή της σπάει καθώς περιγράφει τους μόνιμους αφόρητους πόνους και το βαρύ ψυχολογικό βάρος. «Πήγα στο Τόκιο για να δω αν θα μπορούσα να επαναφέρω τη λειτουργία (σσ. στις σάλπιγγες) αλλά μου είπαν ότι δεν θα ήταν δυνατόν. Έκλεψαν τη ζωή μου».

Ads

Η περίπτωση της Λιζούκα αναδεικνύει τη σκοτεινή ιστορία της ευγονικής, ως επίσημης κρατικής πολιτικής και στην Ιαπωνία. Πριν από λίγο καιρό τρία θύματα αυτού του προγράμματος προσέφυγαν κατά της ιαπωνικής κυβέρνησης, διεκδικώντας αποζημιώσεις, αλλά και, το πιο σημαντικό, τη δικαίωσή τους. Ακόμη ένα θύμα αυτής της νοσηρής τακτικής είναι η Γιούμι Σάτο, η οποία υποβλήθηκε στην ίδια διαδικασία το 1972, στα 15 της. Η Σάτο είναι η πρώτη που ξεκίνησε τη νομική διαδικασία εναντίον της ιαπωνικής κυβέρνησης, ελπίζοντας, έστω, σε μια επίσημη, κρατική συγγνώμη».

Τα επίσημα αρχεία δείχνουν ότι η Σάτο στειρώθηκε λόγω μιας διάγνωσης «κληρονομικής νοητικής αδυναμίας». Ωστόσο, η οικογένειά της αμφισβητεί τον ισχυρισμό περί κληρονομικότητας, υποστηρίζοντας ότι υπέστη εγκεφαλική βλάβη επειδή της χορηγήθηκε υπερβολική αναισθησία όταν, ως μικρό παιδί, έκανε εγχείρηση στον κρόταφο.

Η βλάβη αυτή όμως δεν εμπόδισε τη Σάτο να βοηθήσει καταλυτικά και υπεύθυνα στο μεγάλωμα των παιδιών της αδελφής της. Η οποία σήμερα λέει ότι μπορεί να ήταν δύσκολο να έχει η Γιούμι δικά της παιδιά, αλλά το γεγονός ότι το κράτος το αποφάσισε αυτό με τη βία, είναι έγκλημα.

Κατά την πρώτη ακρόαση στο περιφερειακό δικαστήριο Σεντάι στις 28 Μαρτίου, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής. Η κυβέρνηση αναμένεται να υποστηρίξει ότι η διαδικασία ήταν νόμιμη την εποχή εκείνη, δεδομένου ότι ο ιαπωνικός νόμος περί ευγονικής παρέμεινε σε ισχύ για σχεδόν πέντε δεκαετίες και έπαψε να ισχύει μόλις το 1996.

Προλαμβάντας τους «κατώτερους απογόνους»

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και του ’30, οι ευγονικές θεωρίες άρχισαν να κυκλοφορούν και να γίνονται αποδεκτές στην Ιαπωνία, όπως είχαν προηγουμένως συμβεί το ίδιο σε πολλές χώρες σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις οποίες και ξεκίνησε αυτή η θεωρία ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Το 1940, η ιαπωνική κυβέρνηση ενέκρινε τον Εθνικό Νόμο Ευγονικής, ακολουθώντας την αντίστοιχη νομοθεσία για την ευγονική στείρωση της ναζιστικής Γερμανίας. Ο στόχος κοινός: Ο «καθαρισμός» του ιαπωνικού πληθυσμού από γενετικά χαρακτηριστικά, αναπηρίες και ασθένειες που θεωρούνταν ανεπιθύμητες και η προώθηση αυτού που πιστεύεται ότι είναι το γενετικά «ανώτερο» πληθυσμιακό απόθεμα.

Μετά την τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ιαπωνική κυβέρνηση αντικατέστησε, το 1948, τον Εθνικό Νόμο Ευγονικής με τον Νόμο περί Ευγονικής Προστασίας, με το ίδιο, όμως, προπολεμικό επιχείρημα: Την «βελτίωση της ποιότητας του έθνους». «Το αντικείμενο αυτού του νόμου», όπως αναφέρεται στις πρώτες σειρές του κειμένου του, «είναι η πρόληψη της γέννησης κατώτερων απογόνων από την άποψη της ευγονικής προστασίας και η προστασία της ζωής και της υγείας της μητέρας».

Ο νόμος στόχευε τους ανθρώπους που θεωρούνταν ότι είχαν κληρονομικά ψυχικά νοσήματα ή «κληρονομική διανοητική καθυστέρηση». Μια μεταγενέστερη τροπολογία επέτρεψε να συμπεριληφθούν άνθρωποι και με μη κληρονομικές παθήσεις.

Σύμφωνα με μια έκθεση που συνέταξε ο Τακάσι Τσουτσίγια, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οζάκα, οι επίσημες κατευθυντήριες γραμμές της κυβέρνησης για την εφαρμογή του νόμου επέτρεψαν ρητά την αναγκαστική στείρωση, δηλώνοντας ότι «μια ευγονική πράξη μπορεί να πραγματοποιηθεί ενάντια στη βούληση του ασθενούς» και πως «επιτρέπεται να ακινητοποιηθεί το σώμα του ασθενούς, να χορηγηθεί αναισθητικό ή να εξαπατηθεί ο ασθενής».

Ευγονικό πογκρόμ

Μεταξύ 1948 και 1996, περίπου 25.000 άνθρωποι στειρώθηκαν σύμφωνα με τον νόμο, συμπεριλαμβανομένων 16.500 οι οποίοι δεν συγκατατέθηκαν στη διαδικασία. Ωστόσο, νομικοί υποστηρίζουν σήμερα, ότι ακόμη και οι περιπτώσεις που φέρονται να έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, είναι στην πραγματικότητα αποτελέσματα πιέσεων στα θύματα και το οικογενειακό περιβάλλον τους. Οι νεότεροι σε ηλικία ήταν μόλις εννέα ή δέκα ετών. Περίπου το 70% των περιπτώσεων αφορούσαν γυναίκες ή κορίτσια.

Ο Γιασουτάκα Ιτσινοκάβα, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, λέει ότι ψυχίατροι εντόπιζαν ασθενείς στους οποίους θεωρούσαν ότι έπρεπε να γίνει στείρωση. Νοσηλευτές σε ιδρύματα για άτομα με νοητική καθυστέρηση είχαν επίσης αναλάβει ανάλογες «πρωτοβουλίες» στείρωσης. Οι άνθρωποι – κλειδιά της διαδικασίας όμως ήταν τοπικοί αξιωματούχοι «ευημερίας» γνωστοί ως Minsei-iin. «Όλοι  τους δούλευαν με καλή πρόθεση και εκλάμβαναν τη στείρωση ως κάτι το οποίο ήταν προς το συμφέρον των ανθρώπων για τους οποίους νοιάζονταν, αλλά σήμερα πρέπει να το δούμε ως παραβίαση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες», λέει ο Ιτσινοκάβα.

Αφού η πρακτική αυτή έφτασε στην κορύφωσή της με 1.362 περιπτώσεις σε ένα μόνο χρόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι αριθμοί άρχισαν να μειώνονται παράλληλα με τη μεταβολή της στάσης του κοινού.

Το 1972, η κυβέρνηση προκάλεσε διαμαρτυρίες, προτείνοντας μια τροποποίηση του ευγονικού νόμου, ώστε να επιτρέψει στις έγκυες γυναίκες που κυοφορούν παιδιά με ειδικές ανάγκες να κάνουν αμβλώσεις. Το κίνημα για τα δικαιώματα των αναπήρων, κυρίως οι άνθρωποι με εγκεφαλική παράλυση, διαμαρτυρήθηκαν και άσκησαν πιέσεις για να εμποδίσουν την ψήφιση του νομοσχεδίου, λέει η Γιόκο Ματσουμπάρα, καθηγήτρια βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο Ritsumeikan. «Υποστήριξαν ότι ο νόμος περί Ευγονικής Προστασίας ήταν παρόμοιος με τη ναζιστική στείρωση. Αυτό έπληξε σοβαρά τη δημόσια εικόνα της ευγονικής» προσθέτει μιλώντας στον Guardian.

Ο αριθμός των περιστατικών που σχετίζονταν με τον νόμο μειώθηκε σε λιγότερο από πέντε το χρόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αν και τελικά καταργήθηκε το 1996, ορισμένοι πιστεύουν ότι το «φάντασμά» του αναφορικά με τις διακρίσεις παραμένει σε ένα μέρος της ιαπωνικής κοινωνίας. Τον Ιούλιο του 2016, 19 άνθρωποι μαχαιρώθηκαν σε ένα σπίτι για άτομα με αναπηρίες, νοτιοδυτικά του Τόκιο. Ο δράστης της σφαγής, πρώην υπάλληλος του ιδρύματος είχε γράψει προηγουμένως για το «όνειρο« ενός κόσμου όπου τα άτομα με αναπηρίες θα μπορούσαν να υποβληθούν σε ευθανασία.

Η Ιαπωνία αντιμετώπισε πολλές πιέσεις από τον ΟΗΕ για να αντιμετωπίσει αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της. Η πιο πρόσφατη προειδοποίηση προέρχεται από την επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών, η οποία, το 2016, κάλεσε την ιαπωνική κυβέρνηση να βοηθήσει τα θύματα της ευγονικής να έχουν πρόσβαση σε ένδικα μέσα, αποζημιώσεις και αποκαταστάσεις.

Αν και όλο αυτό το διάστημα το ιαπωνικό κράτος «κρυβόταν» πίσω από τη νομιμότητα της πρακτικής αυτής την εποχή που λάμβανε χώρα, ωστόσο, υπάρχει μια στροφή σε αυτήν τη στάση. Τον περασμένο μήνα, ιαπωνικά ΜΜΕ ανέφεραν ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε να συνεργαστεί με τις περιφερειακές αρχές ώστε να ανοίξει ο δρόμος για αποζημιώσεις. Αλλωστε, υπάρχει προηγούμενο με μια άλλη σκοτεινή σελίδα της νεότερης ιαπωνικής ιστορίας, όταν, το 2001, ο τότε πρωθυπουργός, Κοϊζούμι, ζήτησε συγγνώμη για τις δεκαετίες κακομεταχείρισης ασθενών με λέπρα, οι οποίοι εξορίστηκαν σε απομακρυσμένα νησιά και σε πολλές περιπτώσεις επίσης στειρώθηκαν.

Ο ευγονικός νόμος προκάλεσε όχι μόνο σωματικές, αλλά και βαθιές ψυχικές ουλές σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων για σχεδόν μισό αιώνα. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές τοπικές αρχές έχουν καταστρέψει τα αρχεία των χειρουργικών επεμβάσεων στείρωσης που εκτελούνταν βάσει του νόμου και πολλά από τα θύματα και οι συγγενείς τους που μπορούν να καταθέσουν γερνούν ή πεθαίνουν. Αυτό σημαίνει ότι η ιαπωνική κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί γρήγορα προς την κατεύθυνση της δικαίωσης των θυμάτων, έτσι ώστε να έχει κάποιο νόημα η πιθανή μελλοντική, κρατική «συγγνώμη» και σε αυτά…