Με τον πόλεμο στην Συρία να υποχωρεί μετά από σχεδόν επτά χρόνια αιματοχυσίας, οι λιγότερο ή περισσότερο αρχικές αφορμές και αιτίες του έρχονται στην επιφάνεια με την μορφή προβληματισμών αλλά και ανταγωνισμών για το περιεχόμενο που θα έχει η «νέα τάξη πραγμάτων» στην χώρα. Με το βασικό ερώτημα, για το αν το 2018 θα φέρει την Συρία πιο κοντά σε κάτι που να μοιάζει με ειρήνη και σταθερότητα, να μην έχει απαντηθεί τελεσίδικα.

Ads

Με την βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν οι πιστές στον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ-Ασαντ, δυνάμεις, «μεταμόρφωσαν» τον αγώνα ενάντια στις ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης, σε έναν «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Είναι επίσης γεγονός, ότι η άνοδος και η επέλαση των συνδεόμενων ομάδων της «Αλ Κάιντα» και του «Ισλαμικού Κράτους», αλλά και άλλων τζιχαντιστικών ένοπλων οργανώσεων, έβγαλε εκτός εισαγωγικών την παραπάνω πρόταση και επέτρεψε στην συριακή κυβέρνηση να μετατρέψει το αφήγημα της «επανάστασης εναντίον της κυβέρνησης» σε μάχη ενάντια στις «εξτρεμιστικές» ομάδες, όρος με τον οποίο η Δαμασκός «τσουβαλιάζει» αδιακρίτως «δικαίους» και «αδίκους». Το αποτέλεσμα ήταν, ο συριακός κυβερνητικός στρατός και οι σύμμαχοί του, να καταφέρνουν το ένα χτύπημα μετά το άλλο, όχι μόνο εναντίον των τζιχαντιστών, αλλά και εναντίον της ένοπλης αντιπολίτευσης, την οποία εξαρχής ο Ασαντ ενοχοποίησε ως ένα είδος «πολιορκητικού κριού» του Δύσης.

Αλλά ενώ η βία έχει μειωθεί σημαντικά και αναμένεται να συνεχίσει στην ίδια πορεία, πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η χώρα είναι απίθανο να δει σύντομα μια αποφασιστική, σημαντική πολιτική λύση στη σύγκρουση. Πολλοί μάλιστα εκφράζουν φόβους πως το κενό της ανυπαρξίας πολιτικής λύσης ενδεχομένως να  το καλύψει εκ νέου ένα νέο κύμα βίας, συνεχίζοντας τον ματωμένο φαύλο κύκλο.

«Η κυβέρνηση της Συρίας φαίνεται να κερδίζει, με έναν αργό, οδυνηρό και ατελές τρόπο. Μεγάλες περιοχές της χώρας θα παραμείνουν εκτός ελέγχου της Δαμασκού για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και η βία μπορεί να συνεχιστεί για χρόνια» σχολιάζει στο «Al Jazeera», ο Aron Lund, από το think-tank «The Century Foundation». «Οι διάφορες ειρηνευτικές διαδικασίες μπορεί να επιτύχουν να μετριάσουν τη βία με διάφορους τρόπους, αλλά μια γνήσια πολιτική μετάβαση φαίνεται να είναι μακριά από το τραπέζι» σημειώνει.

Ads

Πού λαμβάνουν χώρα οι μάχες και γιατί;

Τον Μάιο του 2017, η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία – η οποία υποστηρίζει την ένοπλη αντιπολίτευση – συμφώνησαν να εφαρμόσουν ένα σχέδιο για «ζώνες αποκλιμάκωσης». Το σχέδιο είχε ως στόχο να σταματήσει τις μάχες και να προσφέρει ασφάλεια στους πολίτες στις περιοχές αυτές, οι οποίες είναι η επαρχία του Ιντλίμπ, η ανατολική Γκούτα, η βόρεια επαρχία της Χομς και ο νότος της χώρας.

Ωστόσο η συμφωνία δεν τηρήθηκε από όλες τις πλευρές και οι πιο σοβαρές μάχες επικεντρώνονται τώρα σε τρεις βασικούς τομείς:

  • Στην Ανατολική Γκούτα, έναν θύλακα της αντιπολίτευσης κοντά στην Δαμασκό
  • Την επαρχία Ιντλίμπ – Χάμα στην βορειοδυτική Συρία
  • Στην ανατολική περιοχή της χώρας κατά μήκος του Ευφράτη, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν απομεινάρια του ISIS

Εκ των πραγμάτων, λόγω της γειτνίασης με την πρωτεύουσα, η Ανατολική Γκούτα αποτελεί τον βασικό στόχο της Δαμασκού. Η περιοχή βρίσκεται υπό τον έλεγχο ομάδων πιστών στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), έναν συνασπισμό αποτελούμενο από αποσκιρτήσαντες πρώην αξιωματικούς του συριακού κυβερνητικού στρατού και απλούς πολίτες, υποστηρικτές της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι λαμβάνουν οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Τουρκία αλλά και αρκετές χώρες του Κόλπου.

Από το 2013, η κυβέρνηση συνεχίζει την ασφυκτική πολιορκία στην περιοχή, σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσης των ομάδων αυτών, παρά την αποκαλούμενη συμφωνία αποκλιμάκωσης.

Στο Ιντλίμπ, όμως, κυριαρχεί μια τοπική εκδοχή της «Αλ Κάιντα», γνωστή ως «Hay’et Tahrir al-Sham» (HTS). Ενώ η HTS επικεντρώνεται κυρίως στην πόλη, περίπου 40 ένοπλες ομάδες που συνδέονται με τον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό» έχουν τον έλεγχο σε άλλες περιοχές της επαρχίας, σύμφωνα με τον Omar Kouch, Σύριο πολιτικό αναλυτή, με έδρα την Τουρκία. Ο Kouch εκτιμά την δύναμη HTS σε περίπου 10.000 μαχητές, ενώ οι ένοπλοι που συνδέονται με τον FSA ανέρχονται σε περίπου 30.000.

«Το πρόσχημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση της Συρίας για να επιτεθεί στο Ιντλίμπ είναι ότι υπάρχει η HTS, αλλά το Ιντλίμπ είναι πολύ σημαντικό για το καθεστώς και την Ρωσία επειδή η Τουρκία θέλει επίσης να αναπτύξει τις δυνάμεις της εκεί, εκμεταλλευόμενη την συμφωνία αποκλιμάκωσης» εξηγεί ο Kouch. «Έτσι, η συμφωνία ποτέ δεν τηρήθηκε επί της ουσίας και ο βομβαρδισμός στο Ιντλίμπ δεν σταμάτησε ούτε για μια μέρα».

Η περιοχή Ινλίμπ – Χάμα είναι στρατηγικά σημαντική για το καθεστώς Άσαντ και την Ρωσία, καθώς βρίσκεται κοντά στην παράκτια περιοχή όπου υπάρχει η στρατιωτική αεροπορική βάση Χμέιμ, έδρα των ρωσικής πολεμικής αεροπορίας που επιχειρεί στην Συρία.

Η τρίτη περιοχή στην οποία ο πόλεμος συνεχίζεται βρίσκεται κατά μήκος του Ευφράτη – ανάμεσα στις πόλεις al-Mayadin και al-Bukamal – όπου ο ISIS παραμένει ισχυρός και συνεχίζει τις επιθέσεις προκαλώντας τις δυνάμεις του ‘Ασαντ και τις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κουρδικές δυνάμεις, οι οποίες ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος της βόρειας και ανατολικής Συρίας.

Είναι πιθανή μια πολιτική λύση;

Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχουν δύο βασικοί άξονες διπλωματίας που επικεντρώνονται γύρω από την εξεύρεση ειρηνικής πολιτικής λύσης στη σύγκρουση. Ο πρώτος είναι οι συνομιλίες με την υποστήριξη του ΟΗΕ στη Γενεύη, οι οποίες ξεκίνησαν το 2012 και βρίσκονται σε εξέλιξη. Ο κύριος στόχος τους ήταν να επιτευχθεί ειρηνική πολιτική μετάβαση στη Συρία, αλλά χωρίς επιτυχία. Το κύριο εμπόδιο ήταν η πολιτική «μοίρα» του Ασαντ: Ενώ η συριακή κυβέρνηση αρνείται κάθε πιθανότητα αποχώρησής του, η ένοπλη αντιπολίτευση κατέστησε σαφή τη θέση της, ότι η απομάκρυνση του Ασαντ είναι η μόνη επιλογή για την ειρήνη.

Η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας το 2015 άλλαξε και τις πολιτικές ισορροπίες και κατέστησε τις δυνάμεις του Ασαντ σε κυρίαρχους του παιχνιδιού. Στη συνέχεια η Ρωσία ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό και διπλωματική πρωτοβουλία, αφού οι αεροπορικές της δυνάμεις βοήθησαν τη συριακή κυβέρνηση και τους συμμάχους της, τους υποστηριζόμενους από το Ιράν μαχητές, να ανακαταλάβουν το ανατολικό Χαλέπι από την ένοπλη αντιπολίτευση τον Δεκέμβριο του 2016.

Το 2017, το Κρεμλίνο αποφάσισε να ξεκινήσει μια άλλη διπλωματική πορεία – στην Αστάνα του Καζακστάν – με την υποστήριξη της Τουρκίας και του Ιράν. Στην Αστάνα ήρθαν για πρώτη φορά μαχητές από τις ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δηλώνοντας την πρόθεσή τους για κατάπαυση του πυρός, την αντιμετώπιση του θέματος των κρατουμένων στις κρατικές φυλακές και τη διευκόλυνση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους πολίτες. Αλλά η κυριότερη εξέλιξη που προέκυψε από τις συνομιλίες στην Αστάνα ήταν η συμφωνία για τις αποκαλούμενες ζώνες αποκλιμάκωσης, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν.

Πρόσφατα, η Ρωσία άνοιξε νέο δρόμο για συνομιλίες στο θέρετρο του Σότσι στην Μαύρη Θάλασσα, υπό τον μάλλον πομπώδη τίτλο, «Συνέδριο εθνικού διαλόγου για τη Συρία», το οποίο θα πραγματοποιηθεί στα τέλη Ιανουαρίου.

«Οι Ρώσοι θέλουν να εμφανίσουν την σύγκρουση στη Συρία ως εμφύλιο πόλεμο, γι’ αυτό έδωσαν το όνομα αυτό στις συνομιλίες του Σότσι, προσπαθώντας να επιβάλουν την ιδέα ότι ο διάλογος θα οδηγήσει σε έναν συμβιβασμό μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και εκείνων που θεωρούν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι μερικές αλλαγές στο σύνταγμα και εκλογές, τις οποίες θα μπορέσει να διεκδικήσει Ασαντ» λέει ο Kouch. «Η σύγκρουση στη Συρία είναι μια μάχη για την πολιτική μετάβαση, αλλά οι Ρώσοι προσπαθούν να αλλάξουν την αφήγηση. Γι’ αυτό και η Γενεύη ήταν παραμελημένη και το Σότσι θα είναι τώρα ο νέος πολιτικός δρόμος» προσθέτει. Ο ίδιος πιστεύει ότι η συνάντηση στο Σότσι θα είναι «σαν να έχουν μετακινηθεί οι Σύριοι πέρα από τη φάση του πολέμου και πρέπει τώρα να εισέλθουν στη φάση της ειρήνης και της ανοικοδόμησης».
Μελλοντικά σενάρια

Ενώ η Ρωσία και η συριακή κυβέρνηση μπορούν να επιτύχουν τη νίκη μέσω στρατιωτικής επιβολής, η αντιπολίτευση λέει ότι κάθε σχέδιο που αποκλείει μια πολιτική μετάβαση αναπόφευκτα θα αποτύχει και θα εμποδίσει την ικανότητα του Ασαντ να ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο της χώρας. Ο Μοχάμεντ Σάμπρα, πρώην επικεφαλής διαπραγματευτής από το μεγαλύτερο μπλοκ της Συριακής Αντιπολίτευσης, την Ανώτερη Επιτροπή Διαπραγματεύσεων (HNC), λέει ότι ενώ αναμένει ότι θα υπάρξει λιγότερη αιματοχυσία το 2018, η «επανάσταση θα εκδηλωθεί με διαφορετικές μορφές, αν ο Ασαντ δεν απομακρυνθεί από τη θέση του».

«Η άνοδος της ένοπλης αντιπολίτευσης ήρθε ενάμισι χρόνο μετά την έναρξη της επανάστασης. Δεν πρόκειται για ένοπλες ομάδες – πρόκειται για τα αιτήματα του συριακού λαού» δηλώνει o Sabra στο Al Jazeera από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η ένοπλη αντιπολίτευση εξακολουθεί να λαμβάνει υλικοτεχνική υποστήριξη και χρηματοδότηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Τουρκία και αρκετές χώρες του Κόλπου, αν και σε χαμηλότερα επίπεδα.

Ο Τζέιμς Γκέλβιν, καθηγητής με ειδίκευση στην Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCLA), πιστεύει ότι η βοήθεια προς τις ομάδες αντιπολίτευσης θα συνεχίσει να μειώνεται, αλλά δεν θα τελειώσει, πράγμα που σημαίνει ότι οι μαχητές της θα μπορέσουν να συνεχίσουν να πολεμούν για κάποιο χρονικό διάστημα. «Τα περισσότερα από τα εδαφικά κέρδη της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών έχουν προέλθει από την λιβανέζικη Χεζμπολάχ, ιρανικές μονάδες, εκπαιδευμένες και ελεγχόμενες από το Ιράν πολιτοφυλακές και ιδιωτικές πολιτοφυλακές και όχι από κυβερνητικές δυνάμεις» λέει, εξηγώντας ότι οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις έχουν φθαρεί.

«Ο πρώην απεσταλμένος του Αραβικού Συνδέσμου και των Ηνωμένων Εθνών, ο Lakhdar Brahimi, είχε δίκιο πριν από αρκετά χρόνια όταν πρόβλεπε ότι ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας θα τελείωσε με την “σομαλοποίησή” της» προσθέτει. «Όπως και η Σομαλία, η Συρία θα έχει διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση και μόνιμη εκπροσώπηση στα Ηνωμένα Έθνη», εξηγεί ο Γκέλβιν. «Ωστόσο, όπως και η κυβέρνηση της Σομαλίας, η κυβέρνηση της Συρίας δεν θα κυβερνά στο σύνολο των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της».