O Ερντογάν αναζητά την αποδοχή του Τραμπ. Όμως ο τελευταίος αποφάσισε να προμηθεύσει όπλα στους Κούρδους της Συρίας, κύριο εχθρό του Τούρκου Σουλτάνου. «Η επίσκεψη του Ερντογάν στην Ουάσινγκτον ολοκληρώθηκε πριν καν ξεκινήσει», σχολιάζει ένας παρατηρητής.

Ads

Την Τρίτη, ο Τούρκος προέδρος είναι προγραμματισμένο να γίνει δεκτός στο Λευκό Οίκο από τον Πρόεδρο Τραμπ. Μια εβδομάδα νωρίτερα ο Αμερικανός πρόεδρος ενέκρινε, το Γενικό Επιτελείο Στρατού των ΗΠΑ να προμηθεύσει με όπλα την πολιτοφυλακή «Μονάδες Προστασίας του Λαού» (YPG — το ένοπλο τμήμα του αριστερού κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας PYD, το οποίο αποτελεί την συριακή προέκταση του PKK), η οποία διευθύνει στη Συρία τον αγώνα ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος.

Αυτή η απόφαση ήταν προκάλεσε σοκ στην Άγκυρα, όπου η YPG αντιμετωπίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από τον Ερντογάν, που θεωρεί απαράδεκτο, «ένας σύμμαχος και στρατηγικός συνεργάτης της Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και σε επίπεδο διμερών σχέσεων, να παρέχει όπλα σε μια τρομοκρατική οργάνωση». Η Ουάσινγκτον έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι «η YPG αποτελεί την πλέον αποτελεσματική πολιτικό-στρατιωτική δύναμη στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους».

Πράγματι, η YPG, ως κύρια δύναμη της κουρδο-αραβικής συμμαχίας «Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας» (FDS), έχει ήδη κατορθώσει να απελευθερώσει αρκετά χωριά που βρίσκονταν υπό την κατοχή του Ισλαμικού Κράτους στη βόρεια Συρία. Η YPG, της οποίας πολλοί στόχοι βομβαρδίστηκαν από την τουρκική πολεμική αεροπορία, δεν έχει ανοίξει ποτέ πυρ κατά των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής στη βόρεια Συρία. Μόνο η Τουρκία χαρακτηρίζει την οργάνωση, τρομοκρατική. Η Μόσχα έχει επίσης πολύ καλές πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις με την YPG.

Ads

Από την πλευρά του, ο ηγέτης της YPG και συμπρόεδρος του PYD, Σαλίχ Μουσλίμ, υποστηρίζει πως είναι φυσιολογικό, οι ΗΠΑ να προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια στους Κούρδους. Όπως δήλωσε, «η Άγκυρα προστατεύει το Ισλαμικό Κράτος όταν βομβαρδίζει τις θέσεις της FDS, η οποία πολεμά ενάντια σε αυτό».

Κάπως έτσι, η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ουάσιγκτον έχει πλέον μετατραπεί σε πρόβλημα. Προσωπικότητες των ΗΠΑ που πρόσκεινται στον Πρόεδρο Τραμπ, προτείνουν ακόμη και τη ματαίωσή της: «Η Άγκυρα δεν είναι πια χρήσιμη στη μάχη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Ακόμη κι αν ο Τούρκος πρόεδρος ακυρώσει την επίσκεψή του δε χάθηκε ο κόσμος», δήλωσε ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Μ. Χάας.

Η Ουάσιγκτον έχει ξεκάθαρα επιλέξει άλλο συνεργάτη στη Συρία για την απελευθέρωση της πόλης Ράκκα, πρωτεύουσας του Ισλαμικού Κράτους.

Ο Τούρκος πρόεδρος ευχόταν την επιτυχία της επίσκεψης αυτής στην Ουάσιγκτον για δύο λόγους: Πρώτον, θέλει να νομιμοποιήσει τη νίκη του στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, παρότι οι μισοί Τούρκοι ψηφοφόροι και όλοι οι διεθνείς παρατηρητές λένε ότι το αποτέλεσμα νοθεύτηκε. Σύμφωνα με τον «Σουλτάνο», ο Τραμπ θα μπορούσε να τον υποστηρίξει.

Δεύτερον, ο Ερντογάν επιθυμεί διακαώς να καταφέρει ν’ απελευθερώσει δύο συμπολίτες του από τις φυλακές της Νέας Υόρκης: τον κ. Ζαράμπ, επιχειρηματία ιρανικής προέλευσης και τον κ. Ατίλα, αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο της τουρκικής δημόσιας τράπεζας. Και οι δύο κατηγορούνται από την αμερικανική δικαιοσύνη ότι παραβίαζαν το εμπάργκο κατά του Ιράν την περίοδο που πρόεδρος της χώρας ήταν ο Μ. Αχμεντινετζάντ.

Ο κ. Ζαράμπ ειδικά, είχε ήδη συλληφθεί από τις τουρκικές αρχές αλλά αφέθηκε ελεύθερος χάρη στον Ερντογάν. Μαζί με τους γιους τεσσάρων υπουργών της κυβέρνησης του «Σουλτάνου» κατηγορήθηκε για διαφθορά ως εμπλεκόμενος στο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο που ξέσπασε  στην Τουρκία τον Δεκέμβριο του 2013 και το οποίο αφορούσε δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις λοιπόν, διανύουν τη χειρότερη κρίση τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άγκυρα και Ουάσινγκτον τα πήγαιναν καλά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 κι οι Αμερικανοί είχαν πραγματικά πιστέψει ότι η Τουρκία του Ερντογάν «θα μπορούσε να είναι ένα καλό παράδειγμα προς μίμηση για όλες τις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες διότι η Άγκυρα κατάφερε να συμβιβάσει το Ισλάμ με τη δημοκρατία κι επειδή η χώρα είχε καλές οικονομικές επιδόσεις». Και οι δύο αυτές διαπιστώσεις δεν ισχύουν πια.

Επιπλέον, σύμφωνα με τουρκικές αλλά και αμερικανικές δημοσκοπήσεις, ο αντιαμερικανισμός αποτελεί τελευταία το αγαπημένο σπορ της πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών. Από τους ισλαμιστές ως τους «αριστερούς» εθνικιστές κι από τα μέλη της κυβέρνησης ως τους φιλοκυβερνητικούς αρθρογράφους, οι Τούρκοι είναι εξοργισμένοι βλέποντας την Ουάσινγκτον να υποστηρίζει τους Κούρδους.

Η τυφλή εχθρότητα που εκφράζει η Άγκυρα ενάντια στους Κούρδους, οδηγεί το νέο Σουλτάνο της Τουρκίας σε ολοένα και μεγαλύτερη απομόνωση, τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και διεθνώς.