Ξεκίνησε σήμερα στην πρωτεύουσα της Κολομβίας, Μπογκοτά, το συνέδριο των ‘Ενοπλων Επαναστατικών Δυνάμεων Κολομβίας – Στρατός του Λαού (FARC – EP), με το οποίο, ο πρώην αντάρτικος στρατός θα μετατραπεί σε νόμιμο πολιτικό κόμμα, μετά τη συμφωνία που υπογράφτηκε στις 24 Αυγούστου του 2016, με την οποία τερματίστηκε η ένοπλη σύγκρουση πενήντα χρόνων.

Ads

Τουλάχιστον 1.000 αντιπρόσωποι, μεταξύ των οποίων και τα 61 μέλη της Κεντρικής Διοίκησης, θα συμμετάσχουν στις εργασίες του συνεδρίου, το οποίο θα ολοκληρωθεί την 1η Σεπτέμβρη.

Σε πρόσφατη εκδήλωση, με αφορμή την παράδοση του τελευταίου κιβωτίου με τον αντάρτικο οπλισμό στον ΟΗΕ, ο Ιβάν Μάρκες, μέλος της Κεντρικής Διοίκησης και επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας των FARC στις συνομιλίες που κράτησαν τέσσερα χρόνια στην Αβάνα της Κούβας, δήλωσε σχετικά με το όνομα του νέου πολιτικού κόμματος ότι θα διατηρήσει το ακρωνύμιο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «δεν θέλουμε να σπάσουμε τους δεσμούς με το παρελθόν μας. ‘Ημασταν και θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε μια επαναστατική οργάνωση. Θέλουμε να είμαστε η φωνή των αποκλεισμένων, όσων δεν έχουν φωνή, των ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, η φωνή των απλών ανθρώπων, των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων».

Μέχρι στιγμής, το φως της δημοσιότητας έχουν δει κάποιες πιθανές εκδοχές της ονομασίας του νέου πολιτικού φορέα, όπως FARC – EP (Εναλλακτική Επαναστατική Δύναμη Κολομβίας – Ελπίδα του Λαού και Εναλλακτική Δύναμη Συμφιλίωσης της Νέας Κολομβίας – Ελπίδα του Λαού).

Ads

Οι μέχρι στιγμής δημοσιοποιημένες θέσεις του κόμματος το θέλουν ως έναν πλατύ, πολυτασικό πολιτικό φορέα, με άμεσος στόχο την δημιουργία μιας μεταβατικής εναλλακτικής κυβέρνησης μέσα στο 2018 (που θα γίνουν οι προεδρικές εκλογές), η οποία θα έχει ως πρώτη προτεραιότητα την εφαρμογή της συμφωνίας ειρήνης και τη δημοκρατική και ομαλή εξέλιξη της πολιτικής ζωής χωρίς αποκλεισμούς και διώξεις.

Φαίνεται όμως πως δεν συμμερίζονται όλες οι συστημικές δυνάμεις της χώρας αυτήν την πρόθεση. Ετσι, μέσα στον Αύγουστο και παρά την ειρηνευτική συμφωνία και τον αφοπλισμό των ανταρτών, ή ίσως ακριβώς λόγω αυτών, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία αιματηρού «πογκρόμ».

‘Ενοπλοι που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα, πυροβόλησαν εν ψυχρώ και τελικά σκότωσαν τον Μπρούτνεϊ Αλφόνσο Αβιλα, στέλεχος της οργάνωσης από την περιοχή Τάμε στην επαρχία Αράουκα, στα βορειοανατολικά της χώρας.

Πρόκειται για το τέταρτο θύμα μέσα σε λιγότερο από μια βδομάδα, όπως μετέδωσαν τοπικά ΜΜΕ. Συνολικά, από την αρχή της χρονιάς, 23 πρώην μαχητές των FARC , αλλά και μέλη οικογενειών τους έχουν δολοφονηθεί.

Σε πρόσφατη ανακοίνωσή τους, οι FARC καταγγέλλουν ότι ενώ η οργάνωση συμμορφώνεται πλήρως με τη συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αβάνα, «το κράτος την παραβιάζει συνεχώς και αρνείται την ύπαρξη παραστρατιωτικών οργανώσεων που αφαιρούν τις ζωές όχι μόνο μελών των FARC και οικογενειών τους αλλά και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ηγέτες κοινωνικών αγώνων και γενικά της αντιπολίτευσης».

Δεν είναι όμως μόνο οι ακροδεξιές, παραστρατιωτικές και παρακρατικές οργανώσεις που προβοκάρουν την ειρηνευτική διαδικασία, αλλά και το ίδιο το κράτος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πάνω από 1.200 πολιτικοί κρατούμενοι, αιχμάλωτοι αντάρτες και μέλη αριστερών οργανώσεων, χρειάστηκε να προχωρήσουν σε μεγάλη απεργία πείνας, έτσι ώστε να αναγκαστεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει την ειρηνευτική συμφωνία και στο σκέλος του τερματισμού των πολιτικών διώξεων.

‘Ετσι, η κυβέρνηση, με το διάταγμα 1252 της 19ης του Ιούλη 2017 αναγκάστηκε να επισπεύσει τις διαδικασίες για την απελευθέρωσή τους.
Σύμφωνα με το νέο διάταγμα, οι δικαστές δεν μπορούν να καθυστερήσουν περισσότερο από 10 μέρες την απελευθέρωση των ανταρτών.

Περίπου 1.900 πολιτικοί κρατούμενοι περιμένουν να τηρηθεί η συμφωνία και στη συνέχεια θα μεταφερθούν στις λεγόμενες προσωρινές ζώνες συγκέντρωσης σε διάφορες αγροτικές περιοχές της χώρας όπου περιμένουν την ένταξή τους στην πολιτική ζωή.

Η συμφωνία μεταξύ ανταρτών και κυβέρνησης προβλέπει επίσης αγροτική μεταρρύθμιση με αντικατάσταση των παράνομων καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ναρκωτικών, στήριξη με προγράμματα στην επαρχία χρηματοδοτούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό, ένταξη των ανταρτών στην κοινωνική ζωή, ως πολιτικού κόμματος που θα συμμετέχει και στη Βουλή με 5 βουλευτές και 5 γερουσιαστές χωρίς δικαίωμα ψήφου (μέχρι να πάρει μέρος σε εκλογές), αφοπλισμό και καταστροφή του οπλισμού, με δημιουργία τριών συμβολικών μνημείων (στην Κολομβία, στον ΟΗΕ και την Κούβα). Επίσης, προβλέπει την διάλυση των παραστρατιωτικών ταγμάτων θανάτου, διεθνείς εγγυητές, νομοθετικές αλλαγές κλπ.

«Τέκνο της ανάγκης»

Οι FARC δημιουργήθηκαν το 1964 από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κολομβίας ως εύλογη ένοπλη άμυνα στις επιθέσεις του στρατού σε φιλοκομμουνιστικές αγροτικές κοινότητες. Αυτές οι κοινότητες αποτελούσαν επίσης μία γραμμή «άμυνας» στις σκληρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κολομβιανής κυβέρνησης, με την συνεργασία των ΗΠΑ, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οπότε υιοθετήθηκε η πολιτική «επιταχυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης» (AED).

Το σχέδιο προώθησε τη βιομηχανική γεωργία για την δημιουργία μεγάλων αποδόσεων γεωργικών και ζωικών προϊόντων για εξαγωγή, ενώ η κυβέρνηση της Κολομβίας παρείχε επιδοτήσεις σε μεγάλες ιδιωτικές εκμεταλλεύσεις.

Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η πολιτική δεν αφορούσε όλους τους αγρότες, αλλά πολύ λίγες, μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες, μάλιστα, λάμβαναν και κρατικές επιδοτήσεις σε μια χώρα η οποία είχε βγει από εμφύλιο, με τεράστια ποσοστά εξαθλίωσης.

Ετσι, η AED χτύπησε πρώτες τις μικρές οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις που παρήγαγαν τρόφιμα για τοπική κατανάλωση. Με βάση την καπιταλιστική ερμηνεία του τι αποτελούσε «αποτελεσματική χρήση» της γης, χιλιάδες αγρότες εκδιώχθηκαν από τις εκμεταλλεύσεις τους και μετανάστευσαν στις πόλεις, όπου έγιναν μέρος της βιομηχανικής δεξαμενής ανέργων.

Ταυτόχρονα, η AED αύξησε τη συγκέντρωση ιδιοκτησίας γης μεταξύ των κτηνοτρόφων βοοειδών, ενώ οι βιομήχανοι αύξησαν τα κέρδη τους ως αποτέλεσμα της μείωσης του κόστους των μισθών, μετά την εισροή στις πόλεις των χιλιάδων εκτοπισμένων αγροτών.

Οι πρώην αγρότες διαβιούσαν σε φαβέλες, δίχως ιατρική φροντίδα, σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, ενώ ο υποσιτισμός είχε αυξήσει την παιδική θνησιμότητα.

Μένει να δούμε εάν το ειρηνευτικό πείραμα που λαμβάνει χώρα στην Κολομβία σήμερα, βασίζεται στις ειλικρινείς προθέσεις του κράτους. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε εξέλιξη, θα έχει σίγουρα πολιτικό αντίχτυπο σε όλες τις χώρες της πολύπαθης Λατινικής Αμερικής.