Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η άνοδος του Βλάντιμιρ Πούτιν στην εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, θα σηματοδοτούσε μια σειρά από διαφοροποιήσεις στο πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας, αλλά και σε πολλές ακόμα εκφάνσεις της ζωής στη χώρα. Μία από αυτές θα ήταν κι αυτή του οργανωμένου εγκλήματος, που μετά από δεκαετίες δράσης στους δρόμους από γκάνγκστερς και συμμορίες, θα μετατρεπόταν σε ένα ιδιόμορφο είδος κρατικής κλεπτοκρατίας. Ποια είναι λοιπόν η σημερινή κατάσταση της Ρωσίας αναφορικά με το οργανωμένο έγκλημα;

Ads

Η υποκουλτούρα των vory

Ας ξεκινήσουμε με μια αναδρομή στο παρελθόν: η υποκουλτούρα των vory (πληθυντικός των vor) εμφανίστηκε τα πρώτα τσαρικά χρόνια, για να επαναδιαμορφωθεί στα γκούλαγκ του Στάλιν μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και 1950. Οι vory ήταν εγκληματίες που είχαν υιοθετήσει μια ασυμβίβαστη απόρριψη του έννομου κόσμου και κάλυπταν το σώμα τους με τατουάζ, σαν μια χειρονομία περιφρόνησης. Διέθεταν τη δική τους γλώσσα, τα δικά τους έθιμα και ταυτοτικά στοιχεία.

Με την πάροδο του χρόνου, οι vory θα έχαναν την κυριαρχία τους, αλλά δεν θα εξαφανίζονταν εντελώς. Στη μετασοβιετική Ρωσία, αναμείχθηκαν με τη νέα ελίτ. Τα τατουάζ εξαφανίστηκαν ή παρέμειναν κρυμμένα κάτω από τα λευκά πουκάμισα μιας νέας φυλής επιχειρηματιών γκάνγκστερ, της avtoritet («αρχή»).

Ads

Η κατάσταση μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης

Στη δεκαετία του 1990, τα πάντα ήταν ρευστά και προς πώληση λόγω της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, και οι νέοι vory προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία ιδιωτικοποιήθηκαν, οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να πληρώσουν για προστασία και οι γκάνγκστερ της Ρωσίας προσαρμόστηκαν στο πλαίσιο αυτό με έναν τρόπο που αντανακλούσε τις αλλαγές που πέρασε η Ρωσία τον 20ό αιώνα. Όσο το ρωσικό κράτος οργανωνόταν, έτσι και το έγκλημα στη Ρωσία μετατράπηκε σε σκληρά οργανωμένο, με τους vory να διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ και να λειτουργούν ακόμα και για το κράτος όταν χρειαζόταν.

Το ρωσικό οργανωμένο έγκλημα όμως δεν περιορίζεται μόνο εντός έδρας. Σε όλο τον κόσμο, επιδίδεται σε εμπόριο ναρκωτικών και ανθρώπων, εξοπλίζει ένοπλες ομάδες και έτερους γκάνγκστερς και γενικά ασχολείται με κάθε είδους ποινικά κολάσιμη πράξη, από το ξέπλυμα μαύρου χρήματος έως το χακάρισμα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σε όλο αυτό το διάστημα, οι ρώσοι γκάνγκστερς έχουν την ανοχή ακόμη και των πολιτικών και των αρχών. Μάλιστα, πολλές εταιρίες και πολιτικοί χρησιμοποιούν μεθόδους εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους που προσιδιάζουν σε αυτές του υποκόσμου των γκάνγκστερς κι όχι της νόμιμης οδού.

Διαβάστε ακόμα: «Στο μυαλό του Βλαντιμίρ Πούτιν» της Μισέλ Ελτσανινόφ

Ένα γκανγκστερικό νεωτερικό κράτος

Το ίδιο το ρωσικό κράτος κατά καιρούς έχει χρησιμοποιήσει hackers και έχει οπλίσει γκάνγκστερς για να πολεμήσουν ή να εργαστούν σαν μυστικοί πράκτορες. Η αργκό των vory ακούγεται στους δρόμους της Ρωσίας και ο Πούτιν πολλές φορές δεν χάνει την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσει στο δημόσιο λόγο του. Για πολλούς, η Ρωσία όχι απλά δεν κατάφερε ποτέ να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για το σωφρονισμό των εγκληματιών της, αλλά η κουλτούρα των vory έχει επί της ουσίας διαμορφώσει το σύγχρονο ρωσικό κράτος.

Το Κρεμλίνο ούτε ελέγχει το οργανωμένο έγκλημα στη Ρωσία, ούτε ελέγχεται από αυτό. Αυτό που συμβαίνει επί της ουσίας είναι ότι αυτό ευδοκιμεί κάτω από τη διακυβέρνηση Πούτιν ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του δικού του συστήματος. 

Στη Ρωσία διατηρείται ένα πολύ υψηλό επίπεδο διαφθοράς, το οποίο παρέχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για το οργανωμένο έγκλημα. Δεν είναι μόνο οι επαγγελματίες εγκληματίες που εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που προσφέρει το σύστημα. Και κρατικοί πράκτορες εκμεταλλεύονται τις δικές τους ευκαιρίες με όλο και πιο οργανωμένο τρόπο.

Το 2016, η αστυνομία εισέβαλε στο διαμέρισμα του συνταγματάρχη Ντμίτρι Ζαχάρενκο, επικεφαλής ενός παραρτήματος στο τμήμα καταπολέμησης της διαφθοράς της αστυνομίας. Εκεί βρήκαν 123 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά: τα χρήματα ήταν τόσα πολλά, που οι ερευνητές χρειάστηκε να σταματήσουν την έρευνα, μέχρι να βρεθεί ένας τρόπος μεταφοράς και αποθήκευσής τους που να τα χωρά όλα. Τα χρήματα αυτά δεν ήταν όλα δικά του, αλλά ήταν κάτοχος του αμοιβαίου κεφαλαίου μιας συμμορίας “oboroten” ή “λυκανθρώπων”, καθώς οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος στις αστυνομικές τάξεις είναι γνωστές.

Ο ίδιος ο Πούτιν έχει αναγνωρίσει δημοσίως ότι η διαφθορά στη χώρα του είναι ευρέως διαδεδομένη. Ωστόσο, μετά από 18 χρόνια διακυβέρνησής του, λίγα είναι τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας για το αν έχει ποτέ επιδιώξει κάτι περισσότερο από μια δημόσια επίδειξη αποφασιστικότητας και μερικές απολύσεις υπαλλήλων, που παίζουν το ρόλο των αποδιοπομπαίων τράγων

Ελίτ, οικονομία και εγκληματικότητα

Η σύνδεση μεταξύ της ελίτ και των γκάνγκστερ συνήθως περιστρέφεται γύρω από αμοιβαία κερδοφόρες σχέσεις – αλλά αυτές οι σχέσεις μπορούν επίσης να χωριστούν με θεαματικούς τρόπους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Said Amirov. Από το 1998, ο ίδιος διατηρούσε στην πόλη Makhachkala τη δική του πολιτική-εγκληματική οργάνωση. Η πόλη θεωρείτο η πιο απείθαρχη πόλη στη Ρωσική Ομοσπονδία και μόνο αυτός μπορούσε να τη διοικήσει. Ο Amirov φαινόταν σχεδόν άφθαρτος, αφού επέζησε από τουλάχιστον δώδεκα απόπειρες δολοφονίας, συμπεριλαμβανομένης μιας το 1993 που τον καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο και άλλης μιας ένοπλης επίθεσης στα γραφεία του, το 1998. Παρά τους συνεχιζόμενους ισχυρισμούς περί βίας, διαφθοράς και εγκληματικών συνδέσεων, συνέχισε να κατέχει την ίδια θέση εξουσίας για πολλά χρόνια.

Το βασικό χαρακτηριστικό του οργανωμένου εγκλήματος στη σημερινή Ρωσία είναι το βάθος της διασύνδεσής του με την έννομη οικονομία. Η διαλογή του βρώμικου από το καθαρό χρήμα στη Ρωσία είναι ένα απελπιστικό καθήκον, κυρίως επειδή στη δεκαετία του 1990 ήταν σχεδόν αδύνατο να βγάλει κανείς σοβαρά χρηματικά ποσά χωρίς να ασκεί αμφιλεγόμενες στην καλή περίπτωση πρακτικές, ή εντελώς παράνομες, στη χειρότερη.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι δολοφονίες ήταν ένας κοινός τρόπος επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών. Οι περίφημοι «πόλεμοι του αλουμινίου» στις αρχές της δεκαετίας του ’90, για παράδειγμα, είχαν να κάνουν με κακοποιούς που καταλάμβαναν εργοστάσια, με μια σειρά δολοφονιών και θορυβώδεις απολογισμούς για τη δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος στις βιομηχανίες μετάλλου της χώρας. Πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν ότι οι δολοφονίες που σχετίζονται με τους πολέμους αυτούς είναι πιθανότατα χιλιάδες.

Από την δεκαετία του ’90, ωστόσο, ο εμφανής ρόλος των γκάνγκστερς στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας έχει πλέον περιοριστεί. Ο Valery Karyshev, πρώην δικηγόρος εγκληματιών έγραφε το 2017: «Τα άγρια 90s έχουν περάσει πια στην ιστορία. (…) Πολλοί θρύλοι του εγκληματικού κόσμου, τον οποίο γνώρισα προσωπικά, είναι πλέον νεκροί. Τα συμβόλαια θανάτου έχουν μειωθεί, αν και συναντώνται ακόμη πυροβολισμοί, ακόμη και στο κέντρο της πρωτεύουσας. Οι εκβιασμοί έχουν εξαφανιστεί πια στη σκληρή τους μορφή, αν και υπάρχουν ακόμα επιδρομές. Τώρα, το οργανωμένο έγκλημα δεν επιλύει τις συγκρούσεις του με τη βοήθεια ληστών και παρακρατικών, αλλά στα δικαστήρια».

Η διατήρηση ενός διεφθαρμένου καθεστώτος

Αυτό δεν κάνει τους νέους γκάνγκστερ-επιχειρηματίες πρωταθλητές του κράτους δικαίου. Εκτιμούν ένα βαθμό προβλεψιμότητας στο σύστημα, αλλά και – τώρα που είναι πλούσιοι – έναν κρατικό μηχανισμό αφιερωμένο στη διατήρηση των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας τους. Ωστόσο, γνωρίζουν καλά ότι μια αδιάφθορη και με καλή λειτουργία αστυνομική δύναμη και ένα αφοσιωμένο αδιάφθορο δικαστικό σώμα θα αποτελούσε σοβαρή απειλή γι ‘αυτούς. Ως εκ τούτου, έχουν πάντα έντονο ενδιαφέρον για τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος.

Ακριβώς όπως η ρωσική γλώσσα έχει κατακλυστεί από την αργκό  του οργανωμένου εγκλήματος, έτσι και οι τακτικές ρωσικές επιχειρηματικές πρακτικές κατακλύζονται από τις συνήθειες και τις μεθόδους του. Η εταιρική κατασκοπεία, η δωροδοκία και η χρήση πολιτικής επιρροής σε συμβόλαια παραμένουν συνηθισμένες πρακτικές και συνεχίζουν να συνδέουν τον κόσμο του εγκλήματος με αυτό των επιχειρήσεων. Ομοίως, η νέα γενιά των μεγάλων «αφεντικών» του εγκλήματος είναι πιθανότερο από ποτέ να δραστηριοποιηθεί στο πλαίσιο των νόμιμων και «γκρίζων» επιχειρήσεων.

Μια οικονομία του υποκόσμου σαν αυτή της Ρωσίας αναπτύσσει αναπόφευκτα ένα πολύπλοκο φάσμα βιομηχανιών υπηρεσιών και θυγατρικών της αγοράς. Στη δεκαετία του ’90, η πρώτη και πιο προφανής ανάγκη ήταν για τους κακοποιούς. Για πιο εξελιγμένους σκοπούς, και όχι μόνο δολοφονίες, οι συμμορίες οργανωμένου εγκλήματος κατέφευγαν σε αθλητές και μαχητές πολεμικών τεχνών (μάλιστα πολλές από τις πρώτες συμμορίες της χώρας προέρχονταν από αθλητικούς συλλόγους, όπως οι αρσιβαρίστες και οι παλαιστές που συγκρότησαν τη συμμορία Lyubertsy της Μόσχας) ή σε σημερινούς και πρώην αστυνομικούς και στρατιωτικούς.

Ο διαβόητος Alexander Solonik

Ο διαβόητος Alexander Solonik (με το προσωνύμιο «Μέγας Αλέξανδρος» ή “Superkiller”) ήταν ένας πρώην στρατιώτης και μέλος της αστυνομίας, που έγινε μισθοφόρος δολοφόνος, εξειδικευμένος στις δολοφονίες γκάνγκστερ που διέθεταν φρουρά. Αργότερα ομολόγησε τρεις τέτοιες δολοφονίες. Μετατράπηκε επίσης σε μύθο, χάρη εν μέρει στην ιστορία της προσπάθειας διαφυγής του από το αστυνομικό τμήμα το 1994, όπου σκότωσε επτά αξιωματικούς ασφαλείας, πριν τελικά ακινητοποιηθεί. Το 1995, θα γινόταν ένας από τους πολύ λίγους ανθρώπους που κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν από τη φυλακή Matrosskaya Tishina της Μόσχας.

Ο Solonik εργάστηκε για ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών ομάδων, μερικές από τις οποίες ήταν άμεσα αντίπαλες. Αυτό δεν θεωρήθηκε πρόβλημα, παρά μια αντανάκλαση της «ελεύθερης αγοράς» του ρωσικού υποκόσμου. Ωστόσο, όταν δραπέτευσε από τη φυλακή και κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου άρχισε να εδραιώνεται ως ηγέτης συμμοριών, έγινε βασικός παίκτης βρόμικων παιχνιδιών και όχι απλός πάροχος υπηρεσιών. Το 1997, μια από τις συμμορίες με τις οποίες είχε προηγουμένως συσχετιστεί τον δολοφόνησε. Ο Solonik γνώριζε καλά τι έκανε, αλλά στη σύγχρονη Ρωσία είναι μερικές φορές δύσκολο ακόμη και το να γνωρίζεις αν δουλεύεις για τους γκάνγκστερς.

image

Φωτογραφία του Alexander Solonik.

Άλλοι τρόποι κρατικής διαφθοράς

Αυτό όμως αντιπροσωπεύει μόνο έναν από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οι εγκληματίες είναι σε θέση να εξαγοράσουν υπηρεσίες από άλλους κρατικούς φορείς. Άλλες υπηρεσίες περιλαμβάνουν τηλεφωνικές υποκλοπές από τις υπηρεσίες ασφαλείας και άλλες πιο ασήμαντες επιλογές, όπως η δωροδοκία κρατικών υπαλλήλων για τη χορήγηση δικαιώματος τοποθέτησης σειρήνας σε ένα αυτοκίνητο. Αυτές επιτρέπουν στους γκάνγκστερς να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες στο δρόμο, να περνούν κόκκινα φανάρια και γενικά να αποφεύγουν όλους τους κανόνες του ΚΟΚ, γεγονός ιδιαίτερα χρήσιμο για την επιτυχία των «δράσεών» τους σε περιπτώσεις που ο χρόνος πιέζει. Σε γενικές γραμμές ο σύγχρονος εγκληματικός κόσμος της Ρωσίας επιβεβαιώνει πως οι σωστές διασυνδέσεις και το άπλετο χρήμα μπορούν να εξασφαλίσουν ανενόχλητη δραστηριότητα στην παρανομία, χωρίς καμία όμως νομική επίπτωση.

Χάκερς και υπόκοσμος

Κάποιοι από τους κυβερνοεγκληματίες και τους ειδικούς σε ζητήματα κυβερνοασφάλειας που απασχολούν οι συμμορίες εργάζονται επίσης για την κυβέρνηση. Οι περισσότεροι, ωστόσο, δεν το κάνουν. Οι ίδιοι οι χάκερς σπάνια ταιριάζουν με το πρότυπο του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς οι δομές τους είναι γενικά οργανωμένες σε συλλογικότητες. Αντί να γίνουν μέλη συμμοριών, τείνουν να γίνονται εξωτερικοί σύμβουλοι, που έχουν προσληφθεί για συγκεκριμένες εργασίες.

Οι διαχειριστές του οικονομικού εγκλήματος και η περίπτωση του Semyon Mogilevich

Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα και ο «εξευγενισμός» των εγκληματικών ενεργειών, δημιούργησε την ανάγκη για οικονομικούς συμβούλιους, για τη διαχείριση των ιδίων κεφαλαίων, αλλά και για τα οικονομικά εγκλήματα. 

Ο πιο περίφημος παραμένει ο Semyon Mogilevich, ο οποίος έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του έναν ξεχωριστό ρόλο, αυτό του διαχειριστή χρημάτων του μαφιόζου της επιλογής του. Ένας από τους πιο περιζήτητους φυγόδικους του FBI και κάτοχος διεθνούς εντάλματος σύλληψης της Interpol, ο Mogilevich κατηγορήθηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και απάτη, αλλά ζει άνετα και ανοιχτά στη Μόσχα. Ως Ρώσος πολίτης, είναι ασφαλής από την έκδοση σε άλλη χώρα. (Είναι επίσης πολίτης της Ουκρανίας, της Ελλάδας και του Ισραήλ).

Η 20ετής καριέρα του Mogilevich στο ξέπλυμα και τη μεταφορά χρημάτων για πολλαπλές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος προσφέρει ίσως ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια για τον ίδιο από ό, τι οι σωματοφύλακες και η προσωπική του ασφάλεια. Κι αυτό καθώς πολλοί ισχυροί άνθρωποι χρειάζονται τις υπηρεσίες του και πάρα πολλοί ακόμα φοβούνται τα μυστικά που ο ίδιος γνωρίζει.

Το γεγονός ότι το ρωσικό οργανωμένο έγκλημα έχει δημιουργήσει μια τόσο περίπλοκη οικονομία υπηρεσιών λέει πολλά για την κλίμακα, την πολυπλοκότητα και τη σταθερότητά του ανά τα χρόνια. Οι vory του παρελθόντος μπορεί να έχουν πια πεθάνει, τουλάχιστον με τους δικούς τους όρους ύπαρξης, αλλά η εγκληματικότητα στη Ρωσία βρίσκει νέους τρόπους επιβίωσης. Το έγκλημα ήταν κάποτε κάτι που κατέστρεφε την πορεία των ανθρώπων και τους απομάκρυνε από την υπόλοιπη κοινωνία. Σήμερα, το έγκλημα στη Ρωσία είναι απλά μια εναλλακτική διαδρομή προς την εξουσία και την ευημερία.

Με πληροφορίες από το Guardian.