Όταν, την περασμένη Κυριακή σε καφέ της Αγίας Πετρούπολης, ο Ρώσος υπερεθνικιστής blogger, Βλάντεν Τατάρσκι, μετά την ομιλία του παρουσία πλήθους κόσμου, πήρε στα χέριά του ένα αγαλματίδιο που του πρόσφερε η 26χρονη Ντάρια Τρεπόβα, όλοι χειροκρότησαν.

Ads

Κανείς δεν είχε υποψιαστεί ότι επρόκειτο για βόμβα που εξερράγη λίγα λεπτά αργότερα με αποτέλεσμα ο Τατάρσκι να χάσει τη ζωή του και να τραυματιστούν άλλα 32 άτομα. Ούτε και οι διοργανωτές είχαν πάρει κάποια μέτρα ασφαλείας καθότι η Ρωσία βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.

Οι πάντες, εγκλωβισμένοι στην αλαζονεία και την ισχύ που τους πρόσφερε η ρητορική των όπλων, μέχρι τη στιγμή της έκρηξης ένιωθαν ασφαλείς. Και εκείνοι που θα μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν επιτόπου, ή να κατακρίνουν σε Μέσα τον ακραίο εθνικιστικό και φιλοπόλεμο λόγο του Τατάρσκι και των ομοίων του, βρίσκονται στη φυλακή ή έχουν διαφύγει στο εξωτερικό.

Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το Κρεμλίνο φρόντισε να φιμώσει τα λιγοστά ανεξάρτητα Μέσα που είχαν απομείνει και επέβαλε τον πλήρη έλεγχο στα υπόλοιπα, δημόσια και ιδιωτικά.

Ads

Για να μην έχουμε βεβαίως αυταπάτες με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανάλογες πολιτικές φίμωσης των Μέσων, εφάρμοζαν ανέκαθεν, σε καιρό πολέμου, όλες οι κυβερνήσεις. Άλλοι ηγέτες (Χίτλερ, Στάλιν, Μιλόσεβιτς, Πούτιν) επέβαλαν το black out στην ενημέρωση με τρόπο βάναυσο που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα. Κι άλλοι πάλι (Τσόρτσιλ, Θάτσερ, Μπους, Μπλερ) το έκαναν κρυφά, είτε λογοκρίνοντας τις ειδήσεις στις πηγές και απαγορεύοντας την πρόσβαση σε αυτές (βλέπε ενσωματωμένους δημοσιογράφους), είτε ερχόμενοι σε συμφωνία με βαρόνους του Τύπου χωρίς να το μάθει κανείς.

Από τον Πόλεμο της Κριμαίας, στα μέσα του 19ου αιώνα, που καλύφθηκε για πρώτη φορά από ένα δημοσιογράφο, τον Ουίλιαμ Ράσελ, και τον Α΄ Π.Π. μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου, τους πολέμους στα Βαλκάνια και τις επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ, οι μηχανισμοί προπαγάνδας επιδιώκουν να αποκρύψουν τα λάθη, τις ήττες και τα εγκλήματα πολέμου της «ημέτερης πλευράς» και να δαιμονοποιήσουν τον αντίπαλο.

Ένας blogger για όλες τις δουλειές

Τον Τατάρσκι, κατά κόσμον Μαξίμ Φομίν, με περισσότερους από 560.000 ακόλουθους στο Telegram, φανατικό υποστηρικτή του Πούτιν και του Πριγκόζιν, του αφεντικού της διαβόητης μισθοφορικής ομάδας Wagner, που θαυμάζει τον Χίτλερ, κανείς δεν ήταν σε θέση να τον αγγίξει, παρότι είχε κατηγορήσει -όπως και ο Πριγκόζιν- την ηγεσία των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων για προδοσία.  Απλούστατα διότι ο Τατάρσκι με διασυνδέσεις στο στρατό έκανε τη «βρώμικη δουλειά».

Ως καλός προπαγανδιστής, δημοφιλής σε ακραίους εθνικιστικούς κύκλους, επικεφαλής της ομάδας Rsotm στο Telegram, και άνθρωπος που φέρεται να πολέμησε με τους ρώσους αυτονομιστές στο Ντονμπάς το 2014 και συνέβαλε ενεργά στη στρατολόγηση μαχητών για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας σε Συρία, Αφρική και Ουκρανία, ο Ρώσος blogger, με την έναρξη της εισβολής, έγινε voenkor, κάτι δηλαδή ανάμεσα σε πολεμικό ανταποκριτή και πολιτικό ακτιβιστή.

Έλεγε δε αυτά που δεν τολμούσε -και δεν τολμά- να πει ανοικτά ο Ρώσος πρόεδρος. Και αντιλήφθηκε, όπως φαίνεται, ό,τι υπογραμμίζουν δυτικοί επικοινωνιολόγοι: στους μετα-μοντέρνους πολέμους η δύναμη των πληροφοριών είναι ανάλογη με την ισχύ των όπλων.

Ο Τατάρσκι ήταν, μ΄ άλλα λόγια, ένα καλό και χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του Πούτιν για να συνεχίσει τον παράλογο πόλεμο, το μακελειό στη γειτονική του χώρα, για να μεταφέρει τις δικές του ευθύνες σε ανώτερους αξιωματικούς του στρατού όταν έχαναν στα πεδία των μαχών  με την προϋπόθεση ότι ο blogger δεν «θα έβγαζε στη φόρα τα άπλυτα», τα εγκλήματα πολέμου, όπως έκαναν άλλοι δημοσιογράφοι και ακτιβιστές της ρωσικής αντιπολίτευσης (Ιλία Γιασίν, Μαρία Πονομαρένκομ, κ.ά.), που καταδικάστηκαν για «διασπορά ψευδών ειδήσεων» σε κάθειρξη πολλών ετών.

«Θα νικήσουμε τους πάντες. Θα σκοτώσουμε τους πάντες. Θα κλέψουμε όλους όσους χρειάζεται. Όλα θα γίνουν όπως μας αρέσει» είχε πει ο Τατάρσκι τον περασμένο Σεπτέμβριο σε τελετή στο Κρεμλίνο. «Οι Ουκρανοί, εάν θέλουμε να τους συγκρίνουμε με εμάς, ας πούμε ότι είναι Ρώσοι πνευματικά καθυστερημένοι». «Χρειαζόμαστε αυτόν τον πόλεμο για να αποκαταστήσουμε το μεγαλείο της ρωσικής αυτοκρατορίας» έλεγε.

Η στάση του απέναντι στον πόλεμο θα μπορούσε να παραλληλιστεί ως ένα βαθμό με τη «συσπείρωση γύρω από τη σημαία» (rally ‘round the flag), δηλαδή την εναρμόνιση αμερικανών δημοσιογράφων, ενσωματωμένων πολεμικών ανταποκριτών και ΜΜΕ με τους σχεδιασμούς της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας σε μια σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ.

Θυμίζει ακόμη το ρόλο πρώην στρατιωτικών που αναλαμβάνουν έμμισθα θέσεις δήθεν ανεξάρτητων αναλυτών και εμπειρογνωμόνων για να προπαγανδίσουν τις θέσεις του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος (military-industrial complex) σε πανίσχυρα δυτικά ΜΜΕ, και κυρίως τη στάση του Fox News, γνωστού για τις υπόγειες διασυνδέσεις του με το Πεντάγωνο, το οποίο, πριν την εισβολή στο Ιράκ το 2003, κατηγορούσε τον Μπους τον νεότερο για ολιγωρία και χαρακτήριζε τον ΟΗΕ ως «αριστερή δύναμη».

Ο Τατάρσκι δεν ήθελε να είναι ενσωματωμένος στη ρωσική πολεμική μηχανή για να μπορεί να ασκεί κριτική στις ένοπλες δυνάμεις, απευθυνόμενος σ΄ ένα  ακροατήριο ανάλογο με εκείνο του Τραμπ στις ΗΠΑ: ακροδεξιούς, υπερεθνικιστές, συνωμοσιολόγους, φανατικούς ορθόδοξους, δήθεν πατριώτες.

Αναπάντητα ερωτήματα

Πέραν τούτου, υπάρχουν δύο ερωτήματα που εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα. Το πρώτο έχει σχέση με την ταυτότητα και τα κίνητρα του δράστη, που έδωσε το αγαλματίδιο-βόμβα.

Έξι μέρες μετά το συμβάν ελάχιστα γνωρίζουμε για την ταυτότητα της 26χρονης Τρεπόβα, που συνελήφθη και κατηγορείται για τη βομβιστική επίθεση. Γεννημένη στην Αγία Πετρούπολη, ήταν κάποτε φοιτήτρια της Ιατρικής, σύμφωνα με δύο φίλους της, και είχε εργαστεί σ΄ ένα κατάστημα vintage ρούχων. Σ΄ ένα βίντεο που τραβήχτηκε λίγο πριν την έκρηξη και έφερε στη δημοσιότητα η ρωσική ιστοσελίδα Vedom, ο Τατάρσκι φαίνεται να αστειεύεται για το αγαλματίδιο και να ζητά από τη νεαρή γυναίκα να τον συνοδεύσει στη σκηνή. Σ΄ ένα άλλο βίντεο της αστυνομίας, η Τρεπόβα φέρεται να δηλώνει ότι είχε πάρει το αγαλματίδιο-βόμβα από ένα άλλο άτομο που δεν κατονόμασε.

Από εκεί και πέρα τίποτε δεν έγινε γνωστό και κανείς δεν φαίνεται να έχει αποδείξεις ότι η δολοφονία του Τατάρσκι σχεδιάστηκε στο Κίεβο, όπως υποστηρίζει η ρωσική προπαγάνδα. Ή, εάν πρόκειται για «εγχώρια τρομοκρατία», που καταστρέφει τη Ρωσία, για «αράχνες που τρώνε η μια την άλλη μέσα σ΄ ένα βάζο», όπως ισχυρίζεται η ουκρανική προπαγάνδα, μια και οι αναλύσεις του ρώσου blogger, σύμφωνα με τον Ράσλαν Τραντ του Εργαστηρίου Ψηφιακής Εγκληματολογικής Έρευνας του αμερικανικού Atlantic Council, «προκαλούσαν πολλές αρνητικές αντιδράσεις μεταξύ των (ρώσων) αξιωματικών», όπως μετέδωσε το CNN.

Εάν οι ισχυρισμοί της Μόσχας αποδειχτούν αληθινοί, τότε πιθανότατα οδηγούμαστε σε μια κλιμάκωση του πολέμου και στο ρωσικό έδαφος. «Δολοφονήθηκε αισχρά… το καθεστώς του Κιέβου είναι τρομοκρατικό. Πρέπει να καταστραφεί» δήλωσε ο ρωσόφιλος ηγέτης της επαρχίας Ντονέτσκ στην ανατολική Ουκρανία.

Εάν, όμως, αποδειχτεί ότι έχουν δίκιο οι Ουκρανοί, τότε δημιουργούνται επιπλέον ερωτηματικά για τη συνοχή στους κόλπους των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων και τη δράση των αντιφρονούντων στη ρωσική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση η δολοφονία αυτή, που έρχεται να προστεθεί σε εκείνη της Ντόρια Ντούγκινα, κόρης του γνωστού ρώσου εθνικιστή, Αλεξάντερ Ντούγκιν, τον Αύγουστο του 2022, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στον Πούτιν.

Το δεύτερο ερώτημα έχει σχέση με τη στάση της Δύσης η οποία για πρώτη φορά μετά από μια βομβιστική επίθεση με θύματα αμάχους, δεν έσπευσε να καταδικάσει το γεγονός. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις δυτικών κυβερνήσεων και κυρίαρχων διεθνών Μέσων, εάν κάτι ανάλογο συνέβαινε στο Κίεβο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, ή οπουδήποτε αλλού.

Η «σιγή ιχθύος» εκ μέρους τους μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως: ότι δεν πρόκειται για «τρομοκρατική επίθεση», αλλά για πράξη αντίστασης με πολλαπλούς αποδέκτες στη Μόσχα. Ή, ότι αποτελεί εσωτερική υπόθεση της Ρωσίας.

Σε κάθε περίπτωση είναι ένα χτύπημα στη μαύρη προπαγάνδα της Ρωσίας, σ΄ ένα φιλοπόλεμο εχθρό της δημοκρατίας; Ή, εναντίον ενός blogger, ενός ακτιβιστή της «δημοσιογραφίας των πολιτών» που παρακολουθούσε τι συμβαίνει στην πρώτη γραμμή, είχε διασυνδέσεις όσο ελάχιστοι στις ρωσικές δυνάμεις και στους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας και προωθούσε τις ιδέες του, όσο κι αν αυτές είναι κατακριτέες;

Στα ερωτήματα αυτά μια Ευρώπη που σέβεται αρχές και δικαιώματα χωρίς αστερίσκους και εξαιρέσεις, πρέπει να δώσει μια απάντηση για δύο επιπλέον λόγους. Αφενός για να μη δίνει πατήματα στο Κρεμλίνο που «έχει λερωμένη τη φωλιά του» σε θέματα ελευθεροτυπίας και δολοφονίας δημοσιογράφων.

Και αφετέρου γιατί η επιρροή των bloggers στο επικοινωνιακό πεδίο έχει αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο μετά τη ρωσική εισβολή, το κλείσιμο των δυτικών πλατφορμών (twitter, Instagram) στη Ρωσία και τις ανακοινώσεις του ρωσικού υπουργείου Άμυνας που απέκρυπταν τις αποτυχίες του ρωσικού στρατού.

Κοντολογίς θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η καταδίκη της βομβιστικής επίθεσης στην Αγία Πετρούπολη δεν συνεπάγεται αυτόματα και υπεράσπιση των θέσεων που εξέφραζε το θύμα.

Όπως τάχθηκα κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας να απαγορεύσει την αναμετάδοση των προγραμμάτων του Russia Today και του Sputnik, γιατί είναι ζωτικής σημασίας να μαθαίνουμε τι ισχυρίζεται το Κρεμλίνο στον πόλεμο αυτόν, είμαι αντίθετος σε κάθε ενέργεια που περιορίζει την ελεύθερη ροή των πληροφοριών και πολύ περισσότερο αφαιρεί ανθρώπινες ζωές.

  • Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, συγγραφέας του βιβλίου «Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή», εκδ. Παπαζήση.