“Η λίθινη εποχή δεν τέλειωσε επειδή τέλειωσαν οι πέτρες. Η πετρελαϊκή εποχή δεν θα τελειώσει λόγω ελλείψεως πετρελαίου…”. Σείχης Γιαμανί, τ. υπουργός πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας και εμπνευστής του εμπάργκο του ΟΠΕΚ το 1973
 
Στις 27 Αυγούστου 1859 ο Έντγουιν Λ. Ντρέικ, ένας ιδιότροπος συνταξιούχος σιδηροδρομικός που είχε εγκατασταθεί στο χωριό Τάιτουσβιλ της Πενσυλβάνια, κατασκεύασε ένα πρωτόγονο γεωτρύπανο και μ’ αυτό ανακάλυψε για πρώτη φορά πετρέλαιο σε βάθος 211 μέτρων. Ο ίδιος, που αναφέρονταν στον εαυτό του ως ο «Συνταγματάρχης», είχε παρατηρήσει προηγουμένως στην ίδια περιοχή ίχνη ενός σκουρόχρωμου και γυαλιστερού υγρού, που ονομάζονταν πετρέλαιο (το πετρέλαιο ήταν γνωστό στους αρχαίους Αιγυπτίους, Μεσοποτάμιους και Έλληνες αλλά ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει ευρεία εκμετάλλευση). Ο  Ντρέικ φιλοδοξούσε να ανοίξει μια τρύπα στο έδαφος για να αντλήσει αυτό το παράξενο υγρό, ελπίζοντας να το πουλήσει ως φωτιστικό μέσο ή λιπαντικό. Και τα κατάφερε. Από το πηγάδι του άρχισε να βγαίνει πετρέλαιο με ρυθμό 20 βαρέλια την ημέρα. Το παράδειγμα του ακολούθησαν κι άλλοι και σύντομα η περιοχή ονομάστηκε Oil Creek («Ποτάμι του Πετρελαίου»).

Ads

Η πετρελαιοκρατορία του Ροκφελερ

Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν είκοσι χρόνια για να περάσει το πετρέλαιο στη βιομηχανία. Το 1868 ένας πρωτοπόρος λογιστής από το Κλίβελαντ, ο Τζον Ροκφέλερ, ίδρυσε την εταιρεία Stantard Oil Trust, προβλέποντας ότι το πετρέλαιο θα γινόταν το κυρίαρχο καύσιμο της βιομηχανικής εποχής. Ο Ροκφέλερ εξ αρχής αντιλήφθηκε πως το κλειδί δεν ήταν μόνο στην κατοχή πετρελαιοπηγών, αλλά και στον έλεγχο της διύλισης, της διακίνησης και της διάθεσης των τελικών προϊόντων. Σύντομα είχε υπό τον έλεγχο του το 95% των διυλιστηρίων στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ήρθε σε συμφωνία με τους σιδηροδρόμους για τη μεταφορά και προμήθεια πετρελαίου. Ο Ροκφέλερ έβαλε έτσι τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας πανίσχυρης μονοπωλιακής επιχείρησης, που θα γινόταν σύμβολο της βιομηχανοποιημένης Αμερικής, που μόλις είχε ανακαλύψει και το αυτοκίνητο. Αν και τελικά η αμερικανική κυβέρνηση τον μήνυσε το 1906 με βάση τον Αντιμονοπωλιακό Νόμο και διέταξε την κατάτμηση του ομίλου του, ο Ροκφέλερ άνοιξε το δρόμο για τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες –τις περιβόητες «επτά αδελφές»– του μέλλοντος.
 
Αίμα και πετρέλαιο

Η βιομηχανική εξέλιξη και ειδικά η ανακάλυψη των αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από τους Γερμανούς Μπενζ και Ντέμλερ οδήγησαν στην κατακόρυφη αύξηση της κατανάλωσης του πετρελαίου. Ειδικά η πολεμική βιομηχανία άρχισε να εξαρτάται απειλητικά από το πετρέλαιο. Το 1919, αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσώρτσιλ, υπουργός τότε των Ναυτικών της Μεγάλης Βρετανίας, είχε δηλώσει: «Οι συμμαχικές δυνάμεις έφθασαν μέχρι τη νίκη χάρη στην αδιάκοπη ροή του πετρελαίου».  Και ο Γάλλος πρόεδρος Ζωρζ Κλεμανσώ προφήτευσε: «Στο εξής για τα έθνη και τους λαούς κάθε σταγόνα πετρελαίου θα έχει την ίδια αξία με μια σταγόνα αίματος…»

Ads

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί έμειναν κυριολεκτικά από πετρέλαιο στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν πετρέλαιο (!), καθώς είναι γνωστό πως η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα είχε ως αντικειμενικό στόχο τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου –στο δρόμο για το Καύκασο πολλά γερμανικά τανκ ξέμειναν από καύσιμα και αχρηστεύτηκαν. Επειδή όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει αυτές τις πετρελαιοπηγές η Γερμανία αναγκάστηκε να παραγάγει συνθετικά καύσιμα, που όμως δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες της.

 Παρόμοια με τη ναζιστική Γερμανία και η Ιαπωνία ξέμεινε το 1945 από πετρέλαιο κι αναγκάστηκε να κινεί τα αεροσκάφη της με καύσιμα που παρήγαγε από ρίζες πεύκων, ενώ ανάγκασε τους πιλότους της, τους γνωστούς Καμικάζι, να πέφτουν πάνω στα αμερικανικά πλοία όταν τα καύσιμα τους τέλειωναν.
 Οι Σύμμαχοι νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επειδή συνέβαινε να ελέγχου το 86% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Είναι πάντως άξιον απορίας το γεγονός ότι η Ναζιστική Γερμανία ξεκίνησε έναν παγκόσμιο πόλεμο έχοντας υπό τον έλεγχο της μόνο το 5% των παγκόσμιων πρώτων υλών και τα έβαλε με δυνάμεις που έλεγχαν το 85% των υλών αυτών. Καμιά λογική δύναμη δεν θα το έκανε αυτό –άλλο ένα στοιχείο που δείχνει πως τα πραγματικά κίνητρα των Ναζί δεν ήταν ορθολογικά ή γεωπολιτικά, αλλά μεταφυσικά και ιδεολογικά.
 
Η εποχή του φθηνού πετρελαίου

Μετά το τέλος του πολέμου το οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε στην Αμερική, στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο φθηνό πετρέλαιο. Και πράγματι το πετρέλαιο, που χρειάστηκε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθεί με φυσικές διαδικασίες στα έγκατα της γης, πωλούνταν σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές. Αυτό όμως δεν θα κρατούσε για πολύ. Το 1900 το αντίτιμο που κατέβαλε ο αγοραστής για κάθε βαρέλι πετρελαίου ήταν 1,2 δολάρια. Το 1970 η τιμή του πετρελαίου, που διαμορφώνονταν αποκλειστικά από τις εταιρείες παραγωγής και ιδιοκτήτριες των κοιτασμάτων, ήταν μόλις 1,8 δολάρια το βαρέλι. Αυτή η εκπληκτική σταθερότητα των τιμών για 70 ολόκληρα χρόνια ήταν ενάντια σε όλους τους οικονομικούς νόμους, ενάντια στην κοινή λογική κι ενάντια στο ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας. Το φθηνό και αναντικατάστατο πετρέλαιο ξοδεύονταν σπάταλα και συχνά άσκοπα μόνο και μόνο επειδή ήταν φθηνό.

Όλα αυτά τα χρόνια οι χώρες που φιλοξενούσαν τα κοιτάσματα δεν είχαν  σημαντικό λόγο στη διαμόρφωση της τιμής του. Το 1950 το κέρδος από την απόδοση της κάθε πετρελαιοπηγής καταμερίζονταν ως εξής: 70% για τις εταιρείες και 30% για χώρες παραγωγής. Το 1960, με την ίδρυση του ΟΠΕΚ, το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε 50% για της εταιρείες και 50% για τα κράτη-μέλη. Το 1971, μετά το λιβυκό πραξικόπημα και τη «Συμφωνία της Τεχεράνης», τα ποσοστά διαμορφώθηκαν στο 30% για τις εταιρείες και 70% για τα κράτη-μέλη. Και τελικά, δύο χρόνια αργότερα, με το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ, ο καταμερισμός των κερδών ορίστηκε μια για πάντα στα ποσοστά 5% για τις εταιρείες και 95% για τα κράτη που παρέχουν τις πρώτες ύλες.
 
Το εμπάργκο του ΟΠΕΚ ταρακουνά τη Δύση

 Ήταν 7 Οκτωβρίου του 1973 όταν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ αποφάσισαν να εκβιάσουν τη Δύση με το εμπάργκο και να εκτινάξουν τις τιμές του «μαύρου χρυσού» στα ύψη. Με τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το Σεπτέμβριο 1973 και το επακόλουθο πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ, η τιμή του πετρελαίου δεκαπλασιάστηκε και μέχρι το 1979, χρονιά της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, η τιμή του εκτινάχθηκε στα 40 δολάρια το βαρέλι! Η παγκόσμια οικονομία βρίσκονταν σε κίνδυνο παρατεταμένης ύφεσης και η βιομηχανική Δύση ήταν εξοργισμένη με τους Άραβες.

«Είναι εντελώς παράλογο», έγραφε τότε ο Economist, «να φανταστεί κανείς πως η Βόρειος Αμερική, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία, που αντιπροσωπεύουν συνολικά πάνω από το 80% της βιομηχανικής δύναμης του κόσμου, να αποδεχθούν τη διακοπή της οικονομικής τους ανάπτυξης εξ αιτίας κάποιων Αράβων ηγεμονίσκων που οι λαοί τους δεν αντιπροσωπεύουν όλοι μαζί ούτε το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού». Ακόμη και ο μετριοπαθής Αμερικανός γερουσιαστής Γουίλιαμ Φούλμπραίτ, γνωστός για τις υποτροφίες του ιδρύματος του, ύψωσε τη φωνή και απείλησε ανοικτά τους Άραβες, προειδοποιώντας τους πως «εξέθεταν τους εαυτούς τους σε τρομερούς κινδύνους», εφόσον δεν ήταν παρά «αδύναμες γαζέλες μέσα στη ζούγκλα των μεγάλων θηρίων». Από τότε κύριο μέλημα της Δύσης, και ειδικά των αυτοκρατορικών ΗΠΑ, αποτελεί ο έλεγχος των πετρελαϊκών χωρών του Περσικού Κόλπου, όπου βρίσκεται το 65% των παγκόσμιων κοιτασμάτων πετρελαίου.
 
Η μετατόπιση της δύναμης και τα πετροδολάρια

Ωστόσο το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ και η κατακόρυφη αύξηση των τιμών του πετρελαίου ταρακούνησαν την παγκόσμια οικονομία και οδήγησαν προς στιγμή σε μια ανακατανομή της οικονομικής δύναμης. Από τις απαρχές της βιομηχανικής εποχής η οικονομική δύναμη βρίσκονταν στην Ευρώπη, για να μετατοπιστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αμερική και συγκεκριμένα στο Μανχάταν. Η απόλυτη οικονομική κυριαρχία των  ΗΠΑ δεν έμελλε να κρατήσει πάνω από τρεις δεκαετίας.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό μελλοντολόγο Άλβιν Τόφλερ: «Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, το μονοπώλιο του ΟΠΕΚ απορρόφησε δισεκατομμύρια δολάρια από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και άλλα μέρη του κόσμου, για να τα στείλει στη Μέση Ανατολή. Αμέσως τα πετροδόλαρα βρέθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς της Νέας Υόρκης και της Ζυρίχης, κινήθηκαν με τη μορφή γιγάντιων δανείων προς την Αργεντινή, το Μεξικό και τη Βραζιλία, για να ξαναγυρίσουν τελικά πάλι στις αμερικανικές και ελβετικές τράπεζες. Καθώς η τιμή του δολαρίου έπεφτε και οι εμπορικές συνθήκες μεταβάλλονταν, το κεφάλαιο λοξοδρόμησε προς το Τόκιο και μετά ξαναγύρισε στις ΗΠΑ με μορφή κτηματικών συναλλαγών, κρατικών ομολόγων και άλλων επενδύσεων –κι όλα αυτά με ταχύτητες που κάνουν ακόμη και τους πιο έμπειρους να προσπαθούν να αντιληφθούν τι ακριβώς έχει συμβεί» (Α. Τόφλερ, Νέες Δυνάμεις, 1991).

Μπορεί κάποτε το καρτέλ του πετρελαίου να έμοιαζε παντοδύναμο και να τρομοκρατούσε τη Δύση με την απειλή του εμπάργκο, σήμερα όμως ο ΟΠΕΚ δεν είναι παρά μια σκιά του αλλοτινού εαυτού του. Ο ΟΠΕΚ δεν «μαγειρεύει» τις τιμές του πετρελαίου όπως κάποτε. Συνήθως η φιλοαμερικανική Σαουδική Αραβία λειτουργεί ως πυροσβέστης, επειδή έχει πάντα κάποια διαθέσιμα αποθέματα τα οποία τα ρίχνει στην αγορά, μόλις οι τιμές ανεβαίνουν υπερβολικά για να πέσουν. Όμως αυτή τη φορά η σουνιτική Σαουδική Αραβία φαίνεται πως δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο. Έχει τεράστια εσωτερικά προβλήματα, έναν ανοικτό πόλεμο με τους Σιίτες αντάρτες Χούτου στα σύνορα με την Υεμένη αλλά κι έναν ακήρυκτο πόλεμο με το σιιτικό Ιράν για την πρωτοκαθεδρία στο μουσουλμανικό κόσμο.

Το αμερικανοκρατούμενο Ιράκ, η δεύτερη σε πετρελαϊκά αποθέματα χώρα στον κόσμο, είναι επίσης στο έλεος της αστάθειας και ενός ασταμάτητου εμφυλίου πολέμου, ενώ είναι πολύ επιρρεπές στην επιρροή του Ιράκ, καθώς το 60% του πληθυσμού του είναι Σιίτες. Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζει στο δυτικό ημισφαίριο και η πετρελαιοπαραγωγός Βενεζουέλα λόγω της ανοικτής σύγκρουσης των ΗΠΑ με το καθεστώς Μαδούρο. Τέλος το καρτέλ του ΟΠΕΚ αντιμετωπίζει πιέσεις κυρίως από τη Ρωσία, που έχει στηρίξει στην αύξηση της παραγωγής του πετρελαίου την οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγή πετρελαίου στη Ρωσική Ομοσπονδία ανέβηκε σημαντικά από  το 2000 και μετά, καθιστώντας έτσι τη Μόσχα τη δεύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο.
 
Ποιος ελέγχει τον «Αμαζόνιο» του πετρελαίου;

Σήμερα η πετρελαιοβιομηχανία είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση στον κόσμο με την αξία της να αποτιμάται στα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια! Καθημερινά ρέει στον πλανήτη μας ένας ολόκληρος «Αμαζόνιος πετρελαίου», μιλάμε δηλαδή για 100 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Ο ανθρώπινος πολιτισμός συνεχίζει να είναι πετρελαιοκίνητος, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς και το φυσικό αέριο, παρά τη δυναμική ανάκαμψη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Πρέπει να επισημάνουμε πως το πετρέλαιο δεν έχει σχέση μόνον με τη θέρμανση των σπιτιών μας, την κίνηση των αυτοκινήτων μας και τη λειτουργία των βιομηχανιών. Επηρεάζει μεγάλα κομμάτια της οικονομίας και χρησιμοποιείται στην παραγωγή πλαστικών, φαρμάκων, λιπασμάτων και άλλων «πρώτων υλών». Πάνω από 100.000 προϊόντα παράγονται σήμερα από πετρέλαιο: πλαστικά, νήματα, χρώματα, κόλλες, εντομοκτόνα, λιπάσματα, συνθετικό καουτσούκ, αποσμητικά, μελάνια, λιπαντικά, φάρμακα…

Αυτή τη στιγμή μια χούφτα εταιρειών-κολοσσών υπαγορεύουν τους όρους με τους οποίους ρέει η ενέργεια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια τάση των πετρελαϊκών εταιρειών να συγχωνεύονται δημιουργώντας πραγματικούς υπερ-κολοσσούς με τζίρους που ξεπερνούν το ΑΕΠ των περισσοτέρων χωρών του πλανήτη μας. Κατά τη διετία 1999-2000 η  BP συγχωνεύτηκε με τις Amoco και ARCO, η Exxon με τη Mobil, η Total με την Elf και η Chevron με την Texaco. Χρησιμοποιήθηκαν περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια σ’ αυτές τις συγχωνεύσεις κι έδωσαν νέα κινητικότητα σ’ ένα ήδη γιγαντιαίο κλάδο. Οι νέες εταιρείες, που προέκυψαν από αυτές τις συγχωνεύσεις, διαθέτουν περισσότερα ιδία κεφάλαια και κατέχουν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας. Οι εταιρείες αυτές μαζί με τις διάφορες κρατικές επιχειρήσεις, προβλέπεται πως θα επενδύσουν κατά την επόμενη δεκαετία σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε έρευνα νέων κοιτασμάτων και στην παραγωγή πετρελαίου παγκοσμίως.
 
Το “σύνδρομο” της Κίνας

Σημαντικό ρόλο στην κατανάλωση πετρελαίου διαδραματίζει ασφαλώς και η δυναμικά αναπτυσσόμενη Κίνα. Ήδη το 60% των εξαγωγών πετρελαίου της Μέσης Ανατολής πηγαίνει στην Ανατολική Ασία, μιας και οι ΗΠΑ έχουν καταστεί πετρελαϊκά αυτάρκεις λόγω της εξόρυξης του σχιστολιθικού πετρελαίου που βρίσκεται στο υπέδαφός τους. Και υπάρχει η ανησυχία μιας ολοένα και μεγαλύτερης εμπορικής συνεργασίας της Κίνας με τις αραβικές χώρες. Εφόσον κινεζική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτατα χρειάζεται όλο και περισσότερο πετρέλαιο, που αποτελεί και την αχίλλειος πτέρνα της. Ορισμένοι αναλυτές συμφωνούν πως «αν η Αμερική κάνει πόλεμο για το πετρέλαιο, είναι περισσότερο για να το στερήσει από τους αντιπάλους της παρά για να το καταναλώσει η ίδια», εφόσον είναι γνωστό πως και η ίδια διαθέτει τεράστια κοιτάσματα. Η Αμερική φαίνεται πως πήγε στο Ιράκ για να κτυπήσει την Κίνα, ήταν μια άποψη που υποστήριξε πριν χρόνια και ο αείμνηστος Αμερικανός συγγραφέας Νόρμαν Μέηλερ.

Η Κίνα αυξάνει την κατανάλωση πρώτων υλών (πετρέλαιο, άνθρακα, χάλυβα κ.α.) με ρυθμό διπλάσιο ρυθμό ετησίως απ’ ότι ο παγκόσμιος μέσος όρος. Η κινεζική εκβιομηχάνιση λειτουργεί ως ένα οικονομικό «τσουνάμι» στην αγορά, παρασύροντας τη ζήτηση σε δυσθεώρητα ύψη. Αυτή η έντονη ανάπτυξη ωθεί την Κίνα να απορροφά από την παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά 4 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου, περισσότερους απ’ όσους κανονικά θα παραγόταν. Κι αυτή η αναπάντεχη υπερβολική ζήτηση, μέχρι να μπουν μαζικά στην αγορά τα ηλεκτροκίνητα οχήματα, εκτινάσσει τις τιμές του πετρελαίου στα ύψη (Η ετήσια παραγωγή πετρελαίου αυξάνεται με ρυθμό 2,5%, ενώ η καταναλωτική ζήτησή του αυξάνεται με ρυθμό 4%).
 
Η “πετρελαιοκίνητη” εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ

Για ορισμένους σκεπτικιστές όλος αυτός ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που διεξάγουν λυσσαλέα οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με στρατιωτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και αλλού, δεν είναι παρά μια ακόμη δικαιολογία για τον έλεγχο της παραγωγής και εκμετάλλευσης των πλούσιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων της περιοχής. Άλλωστε η κυβέρνηση του Μπους, που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της κλίκας των πετρελαιάδων του αμερικανικού νότου, εκμεταλλεύτηκε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11η Σεπτεμβρίου του 2001 για να δικαιολογήσει την αρπαγή πετρελαίου από την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Ο πόλεμος στο Ιράκ προωθήθηκε από τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους (George W. Bush) και τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένεϊ (Dick Cheney) προκειμένου να οδηγηθεί προς τα επάνω η τιμή του πετρελαίου, πολύ πιο πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι. Χάρη σ’ αυτό το αναπάντεχο κέρδος, ενώ ο μέσος φορολογούμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες υπέφερε από τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου, οι «φίλοι» του Μπους και του Τσένεϊ (συμπεριλαμβανομένων και της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας, που θεωρούνται σχεδόν μέλη της καλής κοινωνίας των ΗΠΑ) έχουν αποκομίσει τρελά κέρδη, που καλύπτουν αρκετές φορές το κόστος του πολέμου στο Ιράκ, που ήταν  η δεύτερη σε αποθέματα πετρελαίου χώρα στον κόσμο.
 
Peak Oil Theory

Σύμφωνα με έγκριτους οικονομικούς αναλυτές και γεωλόγους η παραγωγή του πετρελαίου προβλέπεται να κορυφωθεί και να φθάσει στο περιβόητο Peak Oil μέχρι το 2020-2025 το αργότερο, δηλαδή σε μόλις πέντε χρόνια. Από εκεί και έπειτα η παραγωγή του πετρελαίου σ’ ολόκληρο τον πλανήτη θα είναι πάντα λιγότερη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, καθώς τα περισσότερα κοιτάσματα θα έχουν εξαντληθεί και δεν θα έχουν βρεθεί καινούργια ικανά να τα αντικαταστήσουν -ή απλά η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει επιτέλους να στρέφεται προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και κάθε χρόνο όλο και θα ελαττώνεται η άντληση του πετρελαίου με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών του. Με τα πετρελαϊκά κοιτάσματα να λιγοστεύουν διαρκώς, εκείνος που θα έχει υπό τον έλεγχο του τα εναπομείναντα κοιτάσματα θα μπει στον πειρασμό να θεωρήσει τον εαυτό του «κυρίαρχο του κόσμου», εφόσον ο κόσμος μας συνεχίσει βέβαια να είναι πετρελαιοκίνητος –και μάλλον θα συνεχίσει εν μέρει να είναι εφόσον, ακόμη κι αν βρεθεί μια νέα μορφή ενέργειας που θα αντικαθιστούσε το πετρέλαιο, θα χρειαζόταν τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να γίνει ευρέως εφαρμόσιμη.

Αυτό πιθανόν έχει ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα αλλεπάλληλων στρατιωτικών συγκρούσεων στις τελευταίες πετρελαιοφόρες ζώνες του πλανήτη μας, ανεξέλεγκτων τρομοκρατικών επιθέσεων, γεωπολιτικής αστάθειας, που μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας και στο τέλος του βιομηχανικού πολιτισμού, όπως τον ξέραμε ως τώρα. Ορισμένοι μάλιστα απαισιόδοξοι προβλέπουν μόνιμες ενεργειακές ελλείψεις και μόνιμα Black Out, που θα πλήξουν ανεπανόρθωτα τις βιομηχανικές κοινωνίες και θα προετοιμάσουν το έδαφος για μια νέα «λίθινη εποχή»! Αυτή μετα-βιομηχανική «λίθινη εποχή» (Post Industrial Stone Age) θα μοιάζει αρκετά με σκηνικό ταινίας Mad Max, όπου λάμβαναν χώρα ολόκληρες μάχες για ένα απλό μπιτόνι πετρέλαιο. Εκτός αν, στο μεταξύ, προλάβουμε και περάσουμε σε μια νέα μορφή ενέργειας, άφθονης, φθηνής και καθαρής, ανανεώσιμης και φιλικής προς το περιβάλλον. Μια νέα πετρελαϊκή κρίση θα είναι έτσι το τελικό “σπρώξιμο” για να γεννηθεί μια νέα εποχή.
 
*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.