Όχι μία, όχι δυο αλλά δώδεκα κατηγορίες, μεταξύ των οποίων για συνωμοσία εναντίον των ΗΠΑ, ξέπλυμα χρήματος και υποβολή ψευδών εκθέσεων περί ξένων λόμπι απαγγέλθηκαν σε βάρος του Πολ Μάναφορτ, πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, από τον ειδικό εισαγγελέα που ερευνά τη ρωσική εμπλοκή στις αμερικανικές εκλογές. Φυσικά το ζήτημα ξεφεύγει από το τι σημαίνει αυτό για τον Μάναφορτ. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει για τον Λευκό Οίκο. Υπήρξε τελικά αθέμιτη σύμπραξη μεταξύ της καμπάνιας Τραμπ και της ρωσικής κυβέρνησης; 

Ads

Τόσο το κατηγορητήριο, όσο και η υψηλή θέση του Μάναφορτ και ο κεντρικός του ρόλος στην καμπάνια του Τραμπ κάνουν την είδηση τεράστιας σημασίας. Το ίδιο και οι αντίστοιχες κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Ρικ Γκέιτς, επίσης αξιωματούχος της καμπάνιας του Τραμπ. Οι εικόνες του Μάναφορτ να προσέρχεται για να παραδοθεί στα κεντρικά του FBI κρέμασαν και πάλι τον Αμερικανό πρόεδρο στα μανταλάκια. 

Ο Τζορτζ Παπαδόπουλος που «καίει» τον Τραμπ 

Τα πράγματα όμως έγιναν ακόμη χειρότερα όταν ο Τζορτζ Παπαδόπουλος, πρώην σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής στην εκστρατεία του Τραμπ δήλωσε ένοχος για ψευδή κατάθεση προς το FBI. Ίσως αυτή μάλιστα να είναι και η μεγαλύτερη αποκάλυψη στην έρευνα ενδεχόμενης συμπαιγνίας μεταξύ της Ρωσίας και των ανθρώπων του Τραμπ. 

Ads

Ο Παπαδόπουλος που δήλωσε ότι θα συνεργαστεί από δω και πέρα με τις αρχές κατηγορείται πως είπε ψέματα στο FBI «για το χρόνο, την έκταση και τη φύση των σχέσεων και των επαφών του με ξένους αξιωματούχους που είχαν στενές σχέσεις με ανώτερους Ρώσους κυβερνητικούς». Η έκθεση του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ για το αδίκημα του Παπαδόπουλος έχει έκταση 14 σελίδων. 

Το ζουμί εν προκειμένω είναι ότι στην ένορκη δήλωση για τον Τζορτζ Παπαδόπουλος υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένο email προς μια ξένη επαφή που αφορά την διενέργεια μιας συνάντησης κατά πάσα πιθανότητα με τον Πολ Μάναφορτ (ο Παπαδόπουλος αναφέρεται στον εθνικό διευθυντή του). Ο Παπαδόπουλος γράφει σε αυτό το email ότι η συνάντηση με μέλη του γραφείου του Προέδρου Πούτιν «εγκρίθηκε από τη δική μας πλευρά». 

Επιπλέον, στη δήλωση του εισαγγελέα αναφέρεται ότι στον Παπαδόπουλος προσφέρθηκαν χιλιάδες μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιείχαν «βρομιές» για την Χίλαρι Κλίντον τον Απρίλιο του 2016, μήνες πριν γίνει γνωστό ότι Ρώσοι χάκερ χτύπησαν την Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή. 

«Ο Παπαδόπουλος έκανε ψευδείς δηλώσεις και ουσιώδεις παραλείψεις κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του στο FBI στις 27 Ιανουαρίου» τονίζεται και σημειώνεται ότι ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της καμπάνιας του Τραμπ δήλωσε ότι ειδοποιήθηκε για τα email πριν αναλάβει θέση στην εκστρατεία ενώ στην πραγματικότητα η πληροφορία περιήλθε σε γνώση του αφού δούλευε περισσότερο από έναν μήνα για τον Τραμπ. Επίσης ο καθηγητής που τον ενημέρωσε για τα email είχε «ουσιαστικές σχέσεις με Ρώσους κυβερνητικούς αξιωματούχους» παρότι ο Παπαδόπουλος είχε ισχυριστεί ότι «ήταν ένα τίποτα». 

Επιπλέον ο Τζορτζ Παπαδόπουλος έστειλε, σύμφωνα με την εισαγγελική δήλωση, σε έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο της καμπάνιας ένα email με τίτλο «Νέο μήνυμα από τη Ρωσία», τον Ιούνιο του 2016, στο οποίο έγραφε ότι το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ήθελε να συναντηθεί είτε με τον Τραμπ, είτε με έναν υπάλληλο της εκστρατείας σε μια off the record συνάντηση. Ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος ενθάρρυνε τον Παπαδόπουλο να κάνει το ταξίδι «αν είναι εφικτό» στις 15 Αυγούστου του 2016. 

Η απάντηση του Λευκού Οίκου για τον Παπαδόπουλος ήταν αρχικά ότι επρόκειτο για πρόσωπο με «πολύ μικρό ρόλο» στην καμπάνια του Τραμπ ενώ κατόπιν τον χαρακτήρισε «εθελοντή». Σημειώνεται ότι ο Παπαδόπουλος παραιτήθηκε από την καμπάνια του Τραμπ στις 19 Αυγούστου του 2016, μόλις τέσσερις ήμερες μετά την ημερομηνία που του προτάθηκε για το ταξίδι και τη συνάντηση με τους Ρώσους. Τα email που υπέκλεψαν από τους Δημοκρατικούς οι Ρώσοι χάκερ (τον Ιούλιο του 2015 και τον Μάρτιο του 2016 είχε χακαριστεί η Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή και τον Μάρτιο του 2016 το email του επικεφαλής της καμπάνιας της Χίλαρι Κλίντον) δημοσιεύτηκαν τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 2016. 

Το «κεφάλαιο» Μάναφορτ 

Ο Τραμπ προσέλαβε τον Μάναφορτ την άνοιξη του 2016 καθώς προσπαθούσε να κερδίσει το Τέξας. Τον χαρακτήρισε «asset», δηλαδή «κεφάλαιο» για την καμπάνια του. 

Ο Μάναφορτ είχε δυο πράγματα που ήθελε ο Τραμπ: ήταν γνώστης των θεσμών της Ουάσινγκτον και ήταν πρόθυμος να δουλέψει για τον υποψήφιο πρόεδρο, σε μια περίοδο που πολλοί δεν ήταν. Ο Μάναφορτ ήταν επίσης κάποιος με αποδεδειγμένη προθυμία να εργαστεί για αμφιλεγόμενους, αυταρχικούς ξένους ηγέτες και επιχειρηματίες με αμφισβητήσιμο παρελθόν και ήταν γνωστός για τη συμμετοχή του στο ζήτημα της Ουκρανίας, όπου εκπροσωπούσε ρωσικά συμφέροντα. 

«Για να κρύψουν τις πληρωμές από την Ουκρανία από τις αμερικανικές αρχές, από το 2006 έως το 2016 τουλάχιστον, οι Μάναφορτ και Γκέιτς ξέπλεναν τα χρήματα μέσω ΗΠΑ και ξένων εταιρειών, εταιρικών σχέσεων και τραπεζικών λογαριασμών», αναφέρει το κατηγορητήριο που μιλά για ξέπλυμα 18 εκ. δολαρίων από τον Μάνφορτ και 3 εκ. δολαρίων από τον Γκέιτς. Συνολικά 75 εκ. δολάρια πέρασαν μέσα από τους offshore λογαριασμούς των δυο ανδρών. 

Σύμφωνα με το CNN, δεν υπήρχε κανείς στην Ουάσινγκτον που να μην ήξερε τις παραπάνω πληροφορίες για τον Μάναφορτ, πράγμα που σημαίνει ότι αν ο Τραμπ – στην καλύτερη περίπτωση – δεν τις γνώριζε, τότε προσέλαβε για ανώτερο αξιωματούχο της καμπάνιας του κάποιον, χωρίς να κάνει την απαραίτητη έρευνα. Στην – πιο πιθανή – περίπτωση που γνώριζε το παρελθόν του Μάναφορτ, τότε ή δεν τον ένοιαζε ή ακριβώς γι’ αυτό τον επέλεξε, όταν δήλωνε ότι θέλει να δουλέψει «με τους κορυφαίους επαγγελματίες και τους σοβαρότερους ανθρώπους». 

Η μυστηριώδης φιλορωσική αλλαγή 

Οι κινήσεις των Μανφορτ και Γκέιτς αποκτούν άλλη διάσταση όταν συνδυαστούν με την μυστηριώδη αλλαγή που έγινε υπέρ της Ρωσίας στην πλατφόρμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος από την Ρεπουμπλικανική Εθνική Επιτροπή το 2016. Συγκεκριμένα αποσύρθηκε η έκκληση να παράσχουν οι ΗΠΑ όπλα στην Ουκρανία ως απάντηση στις επιθετικές κινήσεις της Ρωσίας, όπως η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. 

Η τροποποίηση αυτή θεωρήθηκε έκπληξη και ήρθε μόλις λίγες ημέρες πριν ο Τραμπ οριστεί επίσημα ως υποψήφιος πρόεδρος στη συνδιάσκεψη του κόμματος. Τότε δυο στελέχη της Ρεπουμπλικανικής Εθνικής Επιτροπής είχαν πει ότι η καμπάνια του Τραμπ είχε πιέσει γι’ αυτή την αλλαγή. Ο Τραμπ αρνήθηκε ότι είχε εμπλοκή. «Δεν είχα εμπλακεί σε αυτό. Ειλικρινά, δεν είχα εμπλακεί», είχε δηλώσει. 

Οι αντιδράσεις του Λευκού Οίκου

Πίσω στις τωρινές εξελίξεις, η αντίδραση πηγών του Λευκού Οίκου που αποκάλεσαν του Μάναφορτ και Γκέιτς «bad guys» («κακούς τύπους») και έλεγαν ότι τα σημερινά γεγονότα «δεν έχουν να κάνουν με το Λευκό Οίκο», χωλαίνουν. Το επιχείρημα ότι η εκστρατεία του Τραμπ στελεχώθηκε από άτομα με εγκληματική δράση αλλά η ίδια δεν ανέπτυξε εγκληματική δράση είναι αδύναμο. 

Ο Τραμπ μέσω twitter έσπευσε να πει: «Συγγνώμη αλλά αυτό έγινε χρόνια πριν ο Πολ Μάναφορτ πάρει μέρος στην καμπάνια μου. Γιατί δεν εστιάζουν στην διεφθαρμένη Χίλαρι και τους Δημοκράτες;». Και να προσθέσει: «Επίσης, δεν υπάρχει καμιά συμπαιγνία». 

Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι αντιδράσεις ήρθαν πριν γίνει γνωστή η είδηση για τον Τζορτζ Παπαδόπουλος. Και επίσης πολύ νωρίς σε σχέση με την εξέλιξη της έρευνας του Μιούλερ, που σύμφωνα με τα αμερικανικά μίντια αυτή τη στιγμή μπορεί να μην δείχνει ευθεία σύνδεση μεταξύ της καμπάνιας Τραμπ και των κατηγοριών για τους Μάναφορτ και Γκέιτς ή την εμπλοκή των Ρώσων στις αμερικανικές εκλογές, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο η σύνδεση αυτή να προκύψει. 

Η κατεύθυνση της έρευνας Μιούλερ

Σύμφωνα με νομικούς εμπειρογνώμονες είναι πολύ πιθανό να βρισκόμαστε στην αρχή κι όχι στο τέλος της έρευνας του Μιούλερ, η οποία δεν αποκλείεται να εμπλουτιστεί με περισσότερες δικογραφίες. Το CNN μάλιστα υπογραμμίζει ότι ο Μιούλερ κινήθηκε γρήγορα – στη λογική της υπόθεση του Αλ Καπόνε – αποδίδοντας τις εν λόγω κατηγορίες στους Μάναφορτ και Γκέιτς, τόσο για να τους αποτρέψει από μια ενδεχόμενη φυγή από τη χώρα, όσο και για να πιέσει και τους ίδιους και τους διάφορους εμπλεκόμενους να συνεργαστούν με το FBI. Οι ίδιοι κύκλοι εκτιμούν μάλιστα ότι ο Μιούλερ στοχεύει να ξεκινήσει αντίστοιχη έρευνα και για τα οικονομικά του Τραμπ κατά την περίοδο πριν την προεδρία του.