Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν δεχθεί έντονη κριτική από ιατρούς, επιστήμονες, πολιτικούς, οργανώσεις, αλλά και από ασφαλιστικές εταιρείες και σωματεία εκπροσώπησης ασθενών εξαιτίας του υψηλού κόστους νέων σκευασμάτων και αυξήσεις στις τιμές ορισμένων παλαιότερης γενιάς γενόσημων φαρμάκων.

Ads

Στη διάρκεια συνάντησής του με ανώτατα στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ προέτρεψε τις εταιρείες να παρασκευάζουν περισσότερα φάρμακα στις ΗΠΑ και δεσμεύθηκε να τις στηρίξει, με επιτάχυνση της διαδικασίας έγκρισης νέων σκευασμάτων, αλλά και μέσω φορολογικών μειώσεων. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι φαρμακευτικών εταιρειών όπως οι Merck, Johnson & Johnson, Novartis, Amgen, καθώς και ο επικεφαλής της Ένωσης Φαρμακευτικών Ερευνών και Παρασκευαστών Αμερικής (PhRMA) ήταν παρόντες στη συνάντηση στον Λευκό Οίκο. «Οι αμερικανικές φαρμακευτικές έφεραν εκπληκτικά αποτελέσματα για τη χώρα μας, οι τιμές όμως είναι αστρονομικές για τη χώρα, πρέπει να τα καταφέρουμε καλύτερα» υποστήριξε ο Αμερικανός πρόεδρος στη διάρκεια της συνάντησης. «Θα πρέπει να έχουμε ακόμη καλύτερη καινοτομία και θέλω από εσάς να μεταφέρετε τις εταιρείες σας πίσω στις ΗΠΑ» πρόσθεσε ο Τραμπ, ενώ δεσμεύθηκε για μείωση φόρων και ότι «θα ξεφορτωθούμε κανονισμούς που δεν είναι αναγκαίοι».

Μείωση των τιμών ή «παιχνίδι καρναβαλιού»;

Σύμφωνα και με δημοσιεύματα αμερικανικών μέσων των τελευταίων ημερών, ορισμένες εταιρείες φαρμάκων έχουν πρόσφατα συμμετάσχει σε τέτοιες συμφωνίες, τις οποίες ονομάζουν συμβάσεις με βάση τα αποτελέσματα. Η Merck το έχει κάνει για τα διαβητικά της φάρμακα Januvia και Janumet και υπόσχεται να επιστρέψει τα χρήματα εάν ο διαβήτης των ασθενών δεν ανταποκρίνεται στους στόχους. Και η Novartis, η οποία επιχειρεί την θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας με το Entresto, επιστρέφει χρήματα αν νοσηλεύονται πάρα πολλοί ασθενείς παρότι παίρνουν το φάρμακο. Σε άλλες συμφωνίες, οι παραγωγοί φαρμάκων προσφέρουν εκπτώσεις με βάση τον αριθμό των φαρμάκων που πωλούνται ώστε να υπάρχει ευκολότερη πρόσβαση στα προϊόντα τους.

Ads

Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι αυτή η νέα προσέγγιση μειώνει το κόστος. Οι φαρμακευτικές εταιρείες εξακολουθούν να καθορίζουν την τιμή του φαρμάκου ενώ ορισμένοι εμπειρογνώμονες λένε ότι τέτοιες ρυθμίσεις είναι ένας τρόπος για να απομακρύνεται η προσοχή από ουσιαστικές αλλαγές. Παρότι οι φαρμακευτικές έχουν δεχθεί τα πυρά πολιτικών και ρυθμιστικών αρχών, ιδίως μετά τη δημόσια κατακραυγή που προκάλεσε η απόφαση του Μάρτιν Σκρέλι το 2015 να αυξήσει την τιμή φαρμάκου για το AIDS Daraprim στα 750 δολάρια από 13,50, τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Για παράδειγμα η Pfizer έχει αυξήσει φέτος την τιμή εκατό περίπου φαρμάκων στις ΗΠΑ κατά 20%, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times. Η αμερικάνικη φαρμακευτική αύξησε μια λίστα 91 φαρμάκων στις 1 Ιουνίου κατά 5 ως 13%, με βάση στοιχεία που έχει δει η βρετανική εφημερίδα. Η εταιρεία είχε κάνει αυξήσεις και τον Ιανουάριο, οι οποίες αν υπολογιστούν ανεβάζουν τη μέση αύξηση σε πολλά από τα φάρμακα στο 20%. Εκπρόσωπος της Pfizer ανέφερε πως στο τέλος του πρώτου τριμήνου στον τομέα των βιοφαρμάκων, η μέση αύξηση στην καθαρή τιμή πώλησης από την αρχή του έτους είναι 4%.

Σε πρόσφατη σημείωση προς τους επενδυτές, ο David Maris, αναλυτής του Wells Fargo, περιέγραψε αυτήν την προσέγγιση ως «παιχνίδι καρναβαλιού» ενώ ο Robert Zirkelbach, εκπρόσωπος της ομάδας φαρμακευτικών ερευνών και κατασκευαστών της Αμερικής, δήλωσε ότι η προσέγγιση ήταν σύμφωνη με την τάση να πληρώνουν οι γιατροί και τα νοσοκομεία για την ποιότητα της φροντίδας που παρέχουν και όχι για τον αριθμό των υπηρεσιών που παρέχουν. «Αναγνωρίζουμε ότι καθώς η επιστήμη προχωράει προς τα εμπρός, ο τρόπος που πληρώνουμε για τα φάρμακα πρέπει να εξελιχθεί επίσης», δήλωσε ο Zirkelbach.

Η εταιρεία Amgen κατέληξε σε μία πρωτοφανή συμφωνία για την αποζημίωση της νέας της θεραπείας για τη χοληστερόλη: Αν ένας ασθενής παίρνει το φάρμακό της και πάθει έμφραγμα ή εγκεφαλικό, τότε η εταιρεία θα «επιστρέφει» πίσω τα χρήματα. Η συμφωνία έγινε με την ασφαλιστική εταιρεία Harvard Pilgrim, η οποία παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε 2,7 εκατ. πολίτες στις βορειοανατολικές Πολιτείες. Αφορά το φάρμακο Repatha, το οποίο ανήκει σε μία νέα κατηγορία φαρμάκων, κατά της αυξημένης χοληστερόλης. Βέβαια, το μείζον πρόβλημα του φαρμάκου είναι ότι έχει πολύ υψηλό κόστος (14.000 δολάρια στις ΗΠΑ) τόσο εκεί όσο και στην Ευρώπη, ασφαλιστικές εταιρείες και ταμεία, εμφανίζονται απρόθυμοι να καλύψουν το κόστος – παρά μόνο σε άτομα που πάσχουν από οικογενή υπερχοληστεριναιμία.

Το Μάρτιο, η Amgen παρουσίασε στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας στην Ουάσινγκτον τα αποτελέσματα της μελέτης Fourier, η οποία έδειξε ότι: Η χορήγηση του φαρμάκου για 2 χρόνια μείωσε τον κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου κατά 27% και του εγκεφαλικού κατά 21%. Σύμφωνα με τους αναλυτές, όμως, οι προαναφερόμενες μειώσεις του καρδιαγγειακού κινδύνου δεν ήταν αρκετές ώστε η θεραπεία να κριθεί συμφέρουσα. Έτσι, η Amgen αναγκάζεται να αλλάξει δρόμο, προσπαθώντας να τονώσει τις πωλήσεις του Repatha.

Προς την κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, επέκτεινε ένα συμβόλαιο που είχε από το 2015 με την Harvard Pilgrim. Η νέα συμφωνία πληρωμής ανάλογα με την απόδοση (pay-for-performance) προβλέπει συγκεκριμένους στόχους για τη χοληστερόλη σε διάφορες ομάδες ασθενών και αν η θεραπεία δεν βοηθήσει στην επίτευξη των στόχων, τότε η Amgen θα προσφέρει επιστροφή χρημάτων. Τα σχέδια της εταιρείας είναι να επεκτείνουν τέτοιου είδους συμφωνίες. «Αναμένουμε με ενδιαφέρον να συνάψουμε και άλλες τέτοιες συμβάσεις με ασφαλιστικές εταιρείες για το Repatha, οι οποίες θα βασίζονται στο τελικό αποτέλεσμα», δήλωσε σχετικά ο Joshua J. Ofman, επικεφαλής του τμήματος Αξίας, Πρόσβασης και Πολιτικής της εταιρείας.

Πολλοί ιατροί, επιστήμονες και πάροχοι υπηρεσιών υγείας λένε ότι η φαρμακευτική βιομηχανία χρησιμοποιεί αυτήν την προσέγγιση των νέων συμφωνιών για να δικαιολογήσει την επιδίωξη σημαντικών αλλαγών στους κανονισμούς που θα μπορούσαν να την ωφελήσουν ακόμα περισσότερο – συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των προγραμμάτων Medicaid για τους φτωχούς. Η βιομηχανία των φαρμάκων λέει ότι οι αλλαγές είναι απαραίτητες για να επιτρέψουν μεγαλύτερη ευελιξία στο είδος των προσφορών που μπορεί να προσφέρει, κρίνοντας όμως τις νέες αυτές συμφωνίες δηλώνουν πως δεν ήταν οικονομικά αποδοτικές, καθώς το έργο για την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των ασθενών είναι πολύ δαπανηρό.

image

Η «απειλή» του Medicaid

Παράλληλα οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο και ο Τραμπ εργάζονται για να ανατρέψουν το πρόγραμμα Medicaid. Οι μεγαλύτερες περικοπές αναμένονται από το πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Medicaid για τους φτωχούς, στο πλαίσιο του νόμου για την υγεία των Ρεπουμπλικάνων που ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο Τραμπ θέλει να περικοπούν περισσότερα από 800 δισ. δολάρια από το Medicaid.

Επρόκειτο για κυβερνητικό πρόγραμμα που προέβλεπε την ασφάλιση των Αμερικανών με μειωμένα εισοδήματα, μέσω χορήγησης φοροαπαλλαγών και προκειμένου να αντισταθμίζεται το οικονομικό κόστος αγοράς παροχών υγείας, από την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά των ΗΠΑ υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Το νομοσχέδιο των Ρεπουμπλικάνων ακύρωσε τις φοροαπαλλαγές και ανέστειλε την επέκταση του προγράμματος Medicaid, αποκλείοντας την υγειονομική κάλυψη περισσότερων Αμερικανών με χαμηλά εισοδήματα, ενώ μείωσε και τα διαθέσιμα κονδύλια για την πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας. Παράλληλα, οι φοροαπαλλαγές επί τη βάσει του εισοδήματος αντικαθίστανται από ηλικιακά κριτήρια.

Το κλίμα αβεβαιότητας που έχει καλλιεργηθεί στην αγορά των ασφαλιστικών εταιρειών στις ΗΠΑ επιβεβαιώνεται από τις αντιδράσεις ενώσεων (American Medical Association, American Hospital Association), αλλά και ομάδων υποστήριξης των δικαιωμάτων των ηλικιωμένων Αμερικανών (AARP), που είναι αντίθετες στην εφαρμογή του προτεινόμενου από τους Ρεπουμπλικάνους νομοσχεδίου. Μερικές τροποποιήσεις που έγιναν λίγο πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή των Αντιπροσώπων επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση για τις κοινωνικά κι υγειονομικά ευάλωτες ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, αλλά και οι χρόνια πάσχοντες.

Η Ινδία χαλάει τη σούπα;

Η Ινδία είναι γνωστή ως το παγκόσμιο εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων. Διαθέτει μια ακμάζουσα φαρμακοβιομηχανία, που παράγει ποιοτικά φάρμακα σε προσιτές τιμές. Είναι τα λεγόμενα γενόσημα, αντίγραφα των πρωτότυπων φαρμάκων που παράγουν μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες της Δύσης. Είναι εξίσου αποτελεσματικά, αλλά διατίθενται σε ασύγκριτα χαμηλότερη τιμή από τα πρωτότυπα. Γι’ αυτό και είναι ανεκτίμητης αξίας για τους φτωχούς ανθρώπους που ζουν στην Ινδία, αλλά και σε ολόκληρο τον λεγόμενο αναπτυσσόμενο κόσμο.

Μπροστά στον ανταγωνισμό, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες αντεπιτίθενται, με ισχυρό όπλο στα χέρια τους τις πατέντες, επιχειρώντας να πλήξουν τη βιομηχανία γενόσημων της Ινδίας και να εδραιώσουν παγκοσμίως το μονοπώλιό τους. Πρόκειται για έναν πραγματικό πόλεμο συμφερόντων, όπου τα κέρδη των εταιρειών, ίσως πιο κυριολεκτικά από ποτέ, αντιπαρατίθενται με τις ανθρώπινες ζωές.

H ελβετική Novartis μήνυσε το Ινδικό κράτος, ξεκινώντας μια δικαστική μάχη-ορόσημο. Μια μάχη τόσο σημαντική που θα μπορούσε να απειλήσει την πρόσβαση δισεκατομμυρίων φτωχών ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη σε φτηνά φάρμακα που σώζουν ζωές. Σε έκθεση που δημοσίευσε ο ΟΗΕ υποστηρίζει ότι οι χώρες που δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των ακριβών φαρμάκων θα πρέπει να παρακάμπτουν την προστασία των πατέντων για να παράγουν νωρίτερα γενόσημα.

Σε συστάσεις οι οποίες αναμένεται να προκαλέσουν έντονα τις ισχυρές πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες, προχώρησε χθες ο ΟΗΕ, τονίζοντας σε σχετική έκθεση ότι θα πρέπει να αλλάξει άμεσα το καθεστώς προστασίας των on patent φαρμάκων, για τις χώρες εκείνες όπου τα συστήματα υγείας αδυνατούν να εξασφαλίσουν την πρόσβαση των ασθενών σε αυτά. Σύμφωνα με την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την πρόσβαση στα φάρμακα, στις φτωχότερες χώρες που αδυνατούν οικονομικά να κυκλοφορήσουν ακριβά σκευάσματα, τα οποία σώζουν ζωές, θα έπρεπε να τους επιτραπεί να παρακάμπτουν τις πατέντες, ώστε με αυτόν τον τρόπο να έχουν γρήγορη πρόσβαση στην παραγωγή φτηνών γενόσημων.

Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν πιέσει ιδιαίτερα έντονα ώστε να αποτραπούν οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση, υποστηρίζοντας ότι επιχειρείται με τον τρόπο αυτό να ακυρωθούν μονομερώς τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, καταπατώντας τους νόμους που αποσκοπούν στην προστασία των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα για νέα φάρμακα.

Η εμπειρία της Ιταλίας είναι διδακτική

Αρχίζοντας το 2006, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ιταλίας διαπραγματεύτηκε συμφωνίες με τις φαρμακευτικές εταιρείες για ορισμένα φάρμακα. Απαιτούσε από τους γιατρούς να παρακολουθήσουν εάν οι ασθενείς τους πληρούσαν συγκεκριμένους στόχους και αν όχι, η φαρμακευτική εταιρεία θα έπρεπε να επιστρέψει ένα μέρος από αυτό που καταβλήθηκε. Το 2015, οι ερευνητές που μελετούσαν το πείραμα της Ιταλίας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το χρηματικό ποσό που επιστρέφονταν από τις εταιρείες ήταν «ασήμαντο». «Η απόδοση αυτού του συστήματος ήταν πολύ, πολύ φτωχή», δήλωσε ο Filippo Drago, διευθυντής του Τμήματος Βιοϊατρικών και Βιοτεχνολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κατάνια στην Ιταλία και συγγραφέας της μελέτης.  Η απόδοση ήταν μηδαμινή καθώς «χάνονταν» στη διοικητική πολυπλοκότητα της ανίχνευσης των αποτελεσμάτων στους ασθενείς και οι εν λόγω εταιρείες φαρμάκων αγωνίστηκαν γι’ αυτό. Η Ιταλία ζήτησε από τις εταιρείες φαρμάκων να παρέχουν δωρεάν ορισμένα από τα προϊόντα τους – αρχικά. Οι εταιρείες απάντησαν πως θα επιστρέφουν χρήματα μόνο αφού αποδειχθούν τα κακά αποτελέσματα. Ούτε αυτό όμως έγινε.