Η πίεση για ελεύθερο εμπόριο αυξάνεται στην Αφρική με την Ευρωπαϊκή Ένωση να παροτρύνει τις αφρικανικές κυβερνήσεις να υπογράψουν συμφωνίες οικονομικής εταιρικής σχέσης (Economic Partnership Agreements – EPAs). Αυτό σημαίνει, ότι για να είναι οι εξαγωγές τους στην ΕΕ απαλλαγμένες από δασμούς, οι αφρικανικές χώρες θα πρέπει να αφαιρέσουν το 80% των δασμών στις εισαγωγές από την ΕΕ.

Ads

Επίσης η Αφρικανική Ένωση ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία μιας τεράστιας ηπειρωτικής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών και μια συνάντηση των υπουργών εμπορίου στο Νίγηρα στις 16 Ιουνίου αποφάσισε να εργαστεί για την κατάργηση του 90% των δασμών μεταξύ των αφρικανικών χωρών.

Όπως σημειώνει η Monde Diplomatique, αυτή η βιασύνη για το ελεύθερο εμπόριο είναι προβληματική, ειδικά για τον γεωργικό τομέα. Η Δυτική Αφρική αντιμετωπίζει μια τριπλή πρόκληση: Αυξανόμενη έλλειψη τροφίμων, πληθυσμιακή έκρηξη και κλιματική αλλαγή. Το έλλειμμα στα τρόφιμα αυξήθηκε από το μέσο όρο των 144 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 2000 – 2004, σε 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013 – 2016, αλλά εάν εξαιρεθεί το κακάο, που δεν αποτελεί βασικό προϊόν διατροφής, αυξάνεται από τα 2,5 δις ευρώ σε 7,5 δις ευρώ. Και είναι πιθανό να επιδεινωθεί, καθώς ο πληθυσμός αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050, την στιγμή που ο ΟΗΕ εκτιμά, ότι η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2° C θα μπορούσε να μειώσει τις γεωργικές αποδόσεις στην υποσαχάρια Αφρική κατά 10%.

Οι συμφωνίες EPA της ΕΕ, θα μειώσουν τους δασμούς στο μηδέν, σε διάστημα πέντε ετών, στα βασικά προϊόντα διατροφής, όπως τα δημητριακά  και το γάλα σε σκόνη. Αυτό δεν θα αυξήσει μόνο την επισιτιστική εξάρτηση της Δυτικής Αφρικής, αλλά θα καταστρέψει τους γαλακτοπαραγωγούς και τους καλλιεργητές τοπικών σιτηρών (κεχρί, σόργο, καλαμπόκι) και άλλων καλλιεργειών πλούσιων σε άμυλο (κασάβα, γιαμ, μπανάνες Αντιλλών).

Ads

‘Ενα υποκριτικό «win-win»

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει τις συμφωνίες EPA ως συμφωνίες «win-win» (σσ. αμοιβαία επωφελείς), αλλά πολλές χώρες της Αφρικής, όπως και σε αντίστοιχες περιπτώσεις της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ), είναι πολύ δυστακτικές να τις υπογράψουν. Η Νιγηρία αντιπροσώπευε το 72% του ΑΕΠ της Δυτικής Αφρικής και το 52% του πληθυσμού της το 2016 και ο πρόεδρος Muhammadu Buhari δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2016 ότι η περιφερειακή EPA θα καταστρέψει το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης της χώρας του. Στην Ανατολική Αφρική, οι πρόεδροι της Τανζανίας και της Ουγκάντα εξέφρασαν παρόμοιες ανησυχίες. Ερωτήματα γεννά και το γεγονός πως αν και η ΕΕ υποστηρίζει πως πρόκειται για «ευεργετικές» συμφωνίες, αρνήθηκε να δημοσιεύσει τρεις μελέτες σχετικά με τον αντίκτυπό τους στη Δυτική Αφρική (Απρίλιος 2008, Απρίλιος 2012 και Ιανουάριος 2016);

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε μια «επίδειξη» της άγνοιάς της για την τοπική γεωργία, σε μια έκθεση του 2016, σύμφωνα με την οποία, οι EPA θα αυξήσουν τις εξαγωγές σιτηρών της Δυτικής Αφρικής κατά 10,2% και τις εξαγωγές τους κόκκινου κρέατος κατά 8,4%. Αλλά: Τα σιτηρά είναι η κύρια γεωργική εισαγωγή της Δυτικής Αφρικής και το 2013 έφτασε τα 16,1 εκατ. τόνους, εκ των οποίων 2,8 εκατ. τόνοι προήλθαν από την ΕΕ (3,4 εκατ. τόνοι το 2016). Επίσης, η ΕΕ εισήγαγε μόνο 22 τόνους βοδινού κρέατος από τη Δυτική Αφρική το 2016, αλλά εξήγαγε 84.895 τόνους στην περιοχή. Όπως εκτιμά η Monde Diplomatique, στην πράξη, οι ετήσιες απώλειες δασμών και ΦΠΑ της Δυτικής Αφρικής για τις εισαγωγές από την Ευρώπη θα αυξηθούν, από 66 εκατομμύρια ευρώ τον πρώτο χρόνο, σε 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ το 2035 και οι σωρευτικές ζημιές θα ανέλθουν σε 32,2 δις ευρώ.

Αυτές οι απώλειες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από τη βοήθεια της ΕΕ που προβλέπεται για το 2015 έως το 2020 σε 6,5 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του αναπτυξιακού προγράμματος (πρόκειται για απλή αναπροσαρμογή της υπάρχουσας βοήθειας, όπως ανάφερε η Γενική Διεύθυνση Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Μάλιστα οι προοπτικές είναι ακόμη χειρότερες, διότι το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο σήμερα συμβάλλει στο 14,5% του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης, εγκαταλείπει την ΕΕ, ενώ η Γαλλία έχει μειώσει τον προϋπολογισμό συνεργασίας για το 2017 κατά 140 εκατ. ευρώ.

Πρόωρο άνοιγμα

Στην Ευρώπη, ισχυρά λόμπι ασκούν πίεση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για τη σύναψη των EPA. Οι γαλλικές επιχειρήσεις συγκαταλέγονται στις μεγάλες εταιρείες γεωργικών ειδών διατροφής που ενδιαφέρονται για αυτές τις αγορές. Εξάλλου οι  αρχές της ΕΕ δεν την εμποδίζουν να επιδοτεί τις εξαγωγές προς τη Δυτική Αφρική. Το 2016 επιδότησε 3,4 τόνους σιτηρών με 215 εκατ. ευρώ και 2,5 εκ. τόνους γαλακτοκομικών με 169 εκατ. ευρώ.

Σε πρώτη φάση η Αφρικανική Ένωση, με την υποστήριξη της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (Unctad), της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Αφρική και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, έχει αποφασίσει να δημιουργήσει μια «Ηπειρωτική ζώνη ελεύθερων συναλλαγών» (Continental Free Trade Area – CFTA) μέχρι το τέλος του 2017 και μια τελωνειακή ένωση στο τέλος του 2019. Με την CFTA θα καταργηθούν οι τελωνειακοί δασμοί μεταξύ των 55 κρατών μελών της Αφρικανικής ‘Ενωσης

Η Αφρικανική Ένωση παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις μεγάλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως η Διατλαντική Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (TAFTA), τo Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership – TPP) και η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ – Καναδά (CETA) και φαίνεται να εξετάζει την ένταξή της σε αυτό το παγκόσμιο παιχνίδι συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Όμως πρόκειται για μια ψευδαίσθηση ότι η Αφρική θα μπορούσε να επωφεληθεί οικονομικά από το ξαφνικό άνοιγμα στον διεθνή ανταγωνισμό. Καμία χώρα δεν έχει επιτύχει ποτέ επίπεδο ανάπτυξης που της επέτρεπε να διαχειριστεί τον ξένο ανταγωνισμό, χωρίς να προστατεύει τον γεωργικό τομέα της και τις αναδυόμενες βιομηχανίες της από τις εισαγωγές. Οι ανεπτυγμένες χώρες εξακολουθούν να επωφελούνται από τεράστιες επιδοτήσεις, όπως αυτές της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ.

Ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας της Γκάνα Ekwow Spio-Garbrah προειδοποίησε τον Μάρτιο του 2016, ότι η επιτυχής εφαρμογή της CFTA θα εξαρτηθεί από το πόσο καλά ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ιδιωτικού τομέα. Και με τον όρο «ιδιωτικός τομέας» δεν εννοούσε τα εκατοντάδες εκατομμύρια μικροκαλλιεργητών της Αφρικής – οι οποίοι θα μπορούσαν να παράγουν πολύ περισσότερο εάν εξασφαλίζονταν καλύτερες τιμές με αποτελεσματική προστασία έναντι των εισαγωγών – αλλά μερικές πολυεθνικές και ιδιωτικές αφρικανικές εταιρείες που ασκούν πιέσεις για την άρση των τελωνειακών δασμών μεταξύ των αφρικανικών χωρών.

Η υποτίμηση της ιστορίας

Από την πλευρά της η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (Unctad)  βλέπει μόνο τα πλεονεκτήματα της CFTA, ειδικά για τον γεωργικό τομέα, υποστηρίζοντας ότι «οι εξαγωγές γεωργικών και διατροφικών προϊόντων από την Αφρική – ιδίως σιτάρι, δημητριακά, ακατέργαστη ζάχαρη (ζαχαροκάλαμο) και μεταποιημένα τρόφιμα (κρέας, ζάχαρη και άλλα τρόφιμα) θα επωφεληθούν περισσότερο από την CFTA», σύμφωνα με την οποία, ο όγκος των εξαγωγών γεωργικών και διατροφικών προϊόντων στην Αφρική το 2022 θα ήταν κατά 7,2% (3,8 δισ. δολ.) πάνω από την τιμή αναφοράς.

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που επιτυχάνεται είναι η εξάρτηση της Αφρικής να αυξάνεται: Οι ετήσιες εισαγωγές σιταριού από 26,6 εκατ. τόνους (3,7 δισ. ευρώ) το 2001-3 αυξήθηκαν σε 48,6 εκατ. τόνους (9,2 δισ. ευρώ) το 2014-16, ενώ οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 0,3 εκατ. τόνους (31,6 εκ. ευρώ) σε 0,2 εκατ. τόνους (74,1 εκατ. ευρώ). Τα περισσότερα από αυτά διακινήθηκαν από τη Νότια Αφρική σε άλλες αφρικανικές χώρες, αν και το έλλειμμα της ίδιας της Νότιας Αφρικής αυξήθηκε κατά 5,5.

Οι γεωργικές αγορές δεν είναι ικανές για “αυτορρύθμιση”: ‘Οταν η βραχυπρόθεσμη ζήτηση για τρόφιμα είναι σταθερή, οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη γεωργική παραγωγή και τις τιμές των αγροκτημάτων είναι ο καιρός και η διακύμανση των παγκόσμιων τιμών αγοράς σε δολάρια, οι οποίες διαμορφώνονται από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων και την κερδοσκοπία. Δεδομένου ότι οι αγρότες αποτελούν το 60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού νοτίως της Σαχάρας, είναι εύκολο να φανταστούμε τον κοινωνικό αντίκτυπο της απελευθέρωσης του γεωργικού εμπορίου. 

Επιπλέον η Αφρικανική ‘Ενωση φαίνεται να υποτιμά σημαντικά εμπόδια για την CFTA. Πώς θα είναι δυνατόν να θεσπιστούν κοινοί κανόνες εμπορίου για μια ήπειρο με πληθυσμό 1,2 δισεκατομμυρίων το 2016 (2,5 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050), πολύ διαφορετικά πολιτικά συστήματα και δασμολογικά καθεστώτα, πολύ αδύναμες υποδομές μεταφορών και ακαθάριστο εθνικό εισόδημα ανά κεφαλή, που κυμαίνεται από 260 δολάρια στο Μπουρούντι στα 6.510 δολάρια στην Μποτσουάνα;

Σύμφωνα με το Third World Network Africa, η CFTA «θα δημιουργήσει απλά μια γιγαντιαία αφρικανική αγορά με λίγα αφρικανικά προϊόντα να πωλούνται σε αυτήν (…) Θα διευκολύνει απλώς τη διακίνηση προϊόντων που εισάγονται από την Ευρώπη και από άλλες περιοχές, σε όλη την Αφρική». Η Αφρικανική Ένωση παρατηρώντας την ΕΕ μπορεί να διδαχθεί από τα βήματα που έχει επιτύχει στο πλαίσιο της Ένωσης αλλά και από τις αποτυχίες της. Εξάλλου η ΕΕ φαίνεται πως αποτελεί έμπνευση για την Αφρικανική ‘Ενωση. Το μάθημα για την υποσαχάρια Αφρική είναι σαφές: Η βιώσιμη οικονομική ολοκλήρωση θα είναι δυνατή μόνο αν υποστηριχθεί από μια πολιτική σημαντικής ανακατανομής μεταξύ των κρατών μελών (ειδικά σε κάθε υποπεριοχή της ηπείρου), η οποία θα απαιτεί ελάχιστη πολιτική ολοκλήρωση και ουσιαστικό προϋπολογισμό. Το πρόωρο άνοιγμα στο ελεύθερο εμπόριο χωρίς αυτά τα αντισταθμιστικά μέτρα θα οδηγήσει μόνο στην περιθωριοποίηση και τον παραγκωνισμό των φτωχότερων νοικοκυριών, των μικρών επιχειρήσεων και των περιφερειών, οδηγώντας σε ανυπέρβλητες διαρθρωτικές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις και μεγαλύτερη υποανάπτυξη.