Ο Λευκός Οίκος υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τράμπ δεν φημίζεται πως είναι κέντρο διανόησης. Όμως τον περασμένο μήνα, ένας ακαδημαϊκός του Χάρβαρντ, που επισκέφθηκε την προεδρική κατοικία, συνάντησε κάτι το αναπάντεχο.  

Ads

Ο Γκράχαμ Άλισον, μελετητής της εξωτερικής πολιτικής, που είχε υπηρετήσει υπό τον Ρήγκαν και τον Κλίντον, επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο προκειμένου να συναντήσει μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, με σκοπό να τους ενημερώσει για για ένα από τα πιο συζητημένα θέματα της ιστορίας: έναν πόλεμο που έγινε πριν από περίπου 2500 χρόνια, τα συμπεράσματα του οποίου ακόμη έχουν αξία στην αμερικανική πολιτική σκηνή. 

Το θέμα που απασχολούσε το Συμβούλιο ήταν η αντιμαχία των ΗΠΑ με την Κίνα, και ήθελαν να το αναλύσουν μέσα από τη σκοπιά της αρχαίας Ελλάδος. Ο 77χρονος Άλισον πρόσφατα έγραψε ένα βιβλίο για τον Θουκυδίδη και για τον τρόπο με τον οποίο κατέγραψε τους Πελοποννησιακούς Πολέμους, μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης. “Αυτό που έκανε τον πόλεμο αναπόφευκτο, ήταν η ενδυνάμωση της Αθήνας και ο φόβος που προκαλούσε το γεγονός στην Σπάρτη”, ήταν το συμπέρασμα του μελετητή, που προειδοποίησε ότι η ίδια δυναμική θα μπορούσε να οδηγήσει την αναπτυσσόμενη αυτοκρατορία του σύγχρονου αιώνα, την Κίνα, και τις ΗΠΑ σε ένα πόλεμο που κανείς δεν θέλει.

Διαβάστε την βιβλιογραφία του μεταμοντέρνου φιλοσόφου εδώ.

Ads

O Άλισον έχει ονομάσει την πιθανότητα σύγκρουσης μεταξύ μιας εδραιωμένης και μιας ανερχόμενης δύναμης “Παγίδα του Θουκυδίδη”, και είναι ένα θεώρημα που απασχολεί κάποια πολύ σημαντικά πρόσωπα στην κυβέρνηση του Τράμπ, σύμφωνα με το Politico, ειδικά τη στιγμή που βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες στην Ουάσιγκτον με Κινέζους αξιωματούχους πάνω σε θέματα “διπλωματίας και ασφάλειας”. Ο διάλογος, σύμφωνα με τους αναλυτές, σκοπό έχει να αποφευχθεί μια σύγκρουση μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων.

Μπορεί σε κάποιους στις ΗΠΑ, όπου οι περισσότεροι πολίτες δεν ξέρουν καν ποιος είναι ο Θουκυδίδης, να ακούγεται παράξενο που ένας αρχαίος Έλληνας ιστορικός μελετάται ενόψει μιας συνάντησης διπλωματών και στρατηγών από την Αμερική και την Ασία. Όμως, η αλήθεια είναι πως ο Θουκυδίδης θεωρείται ημίθεος για τους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων και τους ιστορικούς που ασχολούνται με πολέμους. Σύμφωνα με τον καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, Ντόναλντ Κάγκαν, ο Θουκυδίδης είναι “μια πηγή σοφίας για την συμπεριφορά του ανθρώπου υπό την τεράστια πίεση του πολέμου, της πανούκλας και της πολιτικής διαμάχης”.  

Ακόμη, δυο άτομα της κυβέρνησης, που επηρεάζουν περισσότερο από κάθε άλλον την ομάδα διεθνούς πολιτικής του Τράμπ, θαυμάζουν τον Θουκυδίδη: Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, Χ.Ρ. ΜακΜάστερ έχει αποκαλέσει τα γραπτά του ιστορικού ένα “θεμελιώδες στρατιωτικό κείμενο”, τα έχει διδάξει σε μαθητές και τα χρησιμοποιεί σε ομιλίες και άρθρα. Ο υπουργός Αμύνης, Τζέιμς Μάτις, ξέρει απ’ έξω το σύνολο του έργου. Σύμφωνα με τον Άλισον ήταν ο μοναδικός που άκουσε τις λέξεις “Παγίδα του Θουκυδίδη” και δεν ανέτρεξε στην Wikipedia για να δει τι είναι. 

Αυτός ο ισχυρισμός του Άλισον, όμως, δεν είναι απόλυτα σωστός σύμφωνα με το Politico: Στον Λευκό Οίκο του Τράμπ, υπάρχει ένας ακόμη λάτρης των Πελοποννησιακών Πολέμων, και ακούει στο όνομα του επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού, Στίβ Μπάνον. Ο ενθουσιώδης με την πολεμική ιστορία Μπάνον, κάποτε χρησιμοιούσε τη λέξη “Σπάρτη”, ως κωδικό στον υπολογιστή του. Σε ένα άρθρο που είχε γράψει το 2016, στο ακροδεξιό Breitbart News, ο ίδιος είχε παρομοιάσει την αντιμαχία μεταξύ του μέσου και του Fox News, με τους Πελοποννησιακούς Πολέμους, παρουσιάζοντας το Breitbart ως την πειθαρχημένη και πολεμοχαρή Σπάρτη που προκαλεί σε μάχη την παρηκμασμένη Αθήνα, την οποία προσωποποιούσε το Fox. 

Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο ίδιος ο Τράμπ έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τον Έλληνα ιστορικό που γεννήθηκε σχεδόν 500 χρόνια πριν τον Χριστό. Όμως μάλλον θα ενέκρινε αυτή την επιρροή στην ομάδα των σχεδιαστών στρατηγικής του. Ο Θουκυδίδης θεωρείται ο πατέρας της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, η οποία πρεσβεύει ότι ένα έθνος δρα με γνώμονα το πραγματιστικό ατομικό της συμφέρον χωρίς να δίνει καμία σημασία σε ιδεολογία, αξίες ή ηθική. Σύμφωνα με τον Άλισον ήταν ο “άνθρωπος που εμπνεύστηκε την realpolitik”, όπως έχει συμπεράνει από τον Μηλίων Διάλογο, που συγκεντρώνει το σύνολο της έρευνας του Θουκυδίδη πάνω στα βαθύτερα αίτια του πολέμου.

Τους τελευταίους μήνες, σε αρκετές περιπτώσεις και ο Μάτις και ο ΜακΜάστερ έχουν δημοσίως επικαλεστεί τον ιστορικό αναφερόμενοι στους λόγους που οδηγούν τα έθνη σύγκρουση. “Οι άνθρωποι πολεμούν σήμερα για τους ίδιους λόγους που είχε διαπιστώσει ο Θουκυδίδης πριν από 2500 χρόνια: φόβο, τιμή και συμφέρον”, έγραφε σε άρθρο του ο ΜακΜάστερ το 2013, ζητώντας να συμπεριλαμβάνεται η ιστορική θεώρηση των πραγμάτων στον σχεδιασμό στρατηγικών αποστολών. Κατά την ομιλία ανάληψης των καθηκόντων του, ο Μάτις είχε επικαλεστεί το ίδιο πεδίο. Μάλιστα, μιλώντας με γερουσιαστές σχετικά με την “Παγίδα του Θουκυδίδη”, είχε υποστηρίξει πως η Κίνα και οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε τροχειά σύγκρουσης, όμως θα πρέπει να διατηρούν ισχυρό στρατό, προκειμένου “οι διπλωμάτες μας να μιλούν πάντα από θέση ισχύος, όταν έχουν να κάνουν με μια ανερχόμενη δύναμη”. Σύμφωνα με την Κόρι Σέικ, αξιωματούχο του Υπουργείου Εξωτερικών, υπό τον Τζώρτ Μπους, που είχε συγγράψει μαζί με τον Μάτις ένα βιβλίο το 2016, σχολίασε πως η γνώση του Θουκυδίδη από τον υπουργό Αμύνης, του δίνει “πλούσια εφόδια για να διαπιστώσει πως δημοκρατικές κοινωνίες μπορούν να εμπλακούν στο χάος και στην καταστροφή, όπως η Αθήνα. Του εικονογραφεί τους κινδύνους της δράσης χωρίς προηγούμενη προσεκτική ανάλυση των συνεπειών”. 

Ένας πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα θα ήταν καταστροφικός για όλο τον κόσμο. Ο Άλισον παρόλο που τον θεωρεί πιθανό, δεν πιστεύει ότι είναι αναπόφευκτός. Στις μελέτες του έχει παρουσιάσει 16 αντίστοιχες περιπτώσεις, οι 12 εκ των οποίων κατέληξαν σε πόλεμο, αλλά οι τέσσερις λύθηκαν ειρηνικά. “Γράφω την ιστορία για να βοηθήσω τους ανθρώπους να μην κάνουν λάθη”, εξηγεί συμπληρώνοντας πως η ελπίδα του είναι οι άνθρωποι του Προέδρου, να πράξουν σαν τους τελευταίους. 

Όμως και οι Κινέζοι έχουν δείξει ενδιαφέρον για την “Παγίδα του Θουκυδίδη”. Όμως ο Πρόεδρος της Κίνας, Ξι Τσιπίνγκ, δηλώνει πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. “Εάν μεγάλα έθνη κάνουν λάθος στρατηγικούς υπολογισμούς, μπορεί να δημιουργούν τέτοιες παγίδες μόνοι τους”, είχε πει σε μια ομιλία του στο Σιάτλ των ΗΠΑ το 2015. Ο Τράμπ, βέβαια, εάν βρίσκεται όντως αντιμέτωπος με μια τέτοια παγίδα, δεν είναι σίγουρο πως θα μπορέσει να την αποφύγει. Οι άνθρωποι της κυβέρνησής του από καιρό δηλώνουν ενοχλημένοι που οι ΗΠΑ είχε επιτρέψει την άνοδο της Κίνας για δεκαετίες, ελπίζοντας ότι η ενσωμάτωση στην δυτική οικονομική ιδεολογία θα απομακρύνει τις κομουνιστικές αξίες. Επιπλέον, ο Τράμπ δεν έμεινε πιστός στις προεκλογικές του υποσχέσεις, όπου έλεγε ότι θα ανακηρύξει την Κινα χειραγωγό νομισμάτων και ότι θα επιβάλλει ισχυρή φορολογία στα εισαγόμενα από εκεί προϊόντα. Αντιθέτως, έχει επιδοθεί στην δημιουργία καλών σχέσεων με τον Ξι, στοχεύοντας μόνο να ασκηθούν πιέσεις από την Κίνα στη Βόρειο Κορέα. 

Από την άλλη πλευρά, ο Έβαν Μαδέιρος, διευθυντής του ασιατικού τομέα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Ομπάμα, εκτιμά ότι εάν “όντως κάποιος ανησυχεί για την παγίδα του Θουκυδίδη, τότε υιοθετεί πολιτικές που θα μειώνουν τις εντάσεις με απώτερο στόχο να πείσει και την Κίνα να κάνει το ίδιο. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από μια σκληροπυρηνική ρεαλιστική θέαση του κόσμου από ανθρώπους σαν τον Μπάνον”. Παρόλα αυτά, η στρατηγική του Τράμπ είναι ακόμη πολύ ρευστή, και όπως δηλώνει η Κόρι Σέικ, “η ιστορία του Θουκυδίδη παρουσιάζει την καταστροφή που επιφέρει η πολιτική διχόνοια σε μια ζωντανή δημοκρατία. Αυτό είναι κάτι που ο υπουργός Μάτις αναφέρει πολύ συχνά και θα έπρεπε να απασχολεί κάθε Αμερικανό”.