Η Δύση και η Ρωσία το τελευταίο διάστημα έχουν κλιμακώσει τους βομβαρδισμούς σε Συρία και Ιράκ με στόχο να εξολοθρέψουν το Ισλαμικό Κράτος. Οι ιρακινές και οι συριακές δυνάμεις σημειώνουν ήδη τις πρώτες μεγάλες νίκες τους ενάντια στους τζιχαντιστές. Όμως, όπως αναφέρει σε άρθρο του το History Today, για να επιτευχθεί αυτή η νίκη θα πρέπει να αμφισβητηθούν οι απλουστευτικές προσεγγίσεις πολλών Δυτικών Αναλυτών που περιορίζονται στις «προβληματικές σχέσεις» της Μέσης Ανατολής με τη Δύση.

Ads

Η ταχεία αύξηση της δύναμης του Ισλαμικού Κράτους και η απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός χαλιφάτου στα εδάφη που ελέγχει, σε συνδυασμό με τις ενίσχυσή της επιρροής του σε παγκόσμιο επίπεδο και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο εξωτερικό, έχουν προκαλέσει σοκ στη Δύση. Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές, όπως σημειώνει το History Today, επιχειρούν να αναλύσουν την κατάσταση με βάση την πρόσφατη ιστορία της επέμβασης της Δύσης στη Μέση Ανατολή.

Πράγματι η εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, η καταστροφή των υποδομών της χώρας και η διάλυση της στρατιωτικής υποδομής της, που άφησε τεράστια κενά στην ασφάλεια, αλλά και στην εξουσία. Σε αυτά προστίθενται η εγκαθίδρυση μιας διχαστικής σιιτικής εξουσίας στη Βαγδάτη αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο που ορίζεται από την υποστήριξη της Δύσης σε δυνάστες και δικτάτορες της Μέσης Ανατολής. Η προπαγανδιστική μηχανή του Ισλαμικού Κράτους αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό τις συνέπειες της καταστροφικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε η Δύση τα τελευταία χρόνια και με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιεί όχι μόνο τη φονική του δράση, αλλά και την ίδια του την ύπαρξη.

Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει το έγκυρο ιστορικό περιοδικό History Today και οι αρθρογράφοι Akil N. Awan και A. Warren Dockter, θα πρέπει να υπάρξει μια βαθύτερη προσέγγιση στην ιστορία της δυτικής επέμβασης στη Μέση Ανατολή από αυτή που κάνουν οι πολιτικοί αναλυτές. Ο λόγος είναι πως το Ισλαμικό Κράτος, για τους δικούς του σκοπούς, αξιοποιεί μια μεγαλύτερη ιστορική κληρονομιά της δυτικής εισβολής στην περιοχή. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όπου το Ισλαμικό Κράτος επικαλείται μια μεροληπτική ιστορική αφήγηση για να δικαιολογήσει τη δράση του και να νομιμοποιήσει την κοσμοθεωρία του.

Ads

Ένα μεγάλος μέρος της ιστορικής αφήγησης του Ισλαμικού Κράτους αναφέρεται στις Σταυροφορίες, οι οποίες βρίσκονται σε περίοπτη θέση στην προπαγάνδα του. Οι Σταυροφορίες συμβολίζουν παραδοσιακά τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των Χριστιανών της Δύσης και του μουσουλμανικού κόσμου. Τα τελευταία χρόνια, οι Σταυροφορίες βρέθηκαν και πάλι στο ιδεολογικό επίκεντρο από τους τζιχαντιστές προς επικύρωση τόσο των αξιώσεών τους, όσο και των δράσεών τους.

Η Αλ Κάιντα είχε απορρίψει τη θέση πως οι σημερινοί πόλεμοι σε Αφγανιστάν, Ιράκ και άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής ήταν μέρος ενός «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας», επαναφέροντας την αφήγηση μιας «νέας επίθεσης από τη συμμαχία των σιωνιστών και το σταυροφόρων ενάντια στον μουσουλμανικό κόσμο». Η ηγεσία της Αλ Κάιντα παρουσίαζε τους μαχητές του «ιερού πολέμου» (τζιχάντ) ως τους ήρωες που αντιστέκονται σε αυτές τις νέες εισβολές στον μουσουλμανικό κόσμο. Η επιτυχία της Αλ Κάιντα ήταν τόσο μεγάλη που ακόμη και οι αντίπαλοί της την ασπάστηκαν αυτή την αφήγηση. Ενδεικτικά, ο Michael Scheuer πρώην επικεφαλής της ομάδας της CIA για τον Μπιν Λάντεν, αναγνώριζε τον επικεφαλής της Αλ Κάιντ ως «σύγχρονο Σαλαντί… που αξιοποιεί εξαιρετικά την ισλαμική ιστορία για να προσεγγίσει συναισθηματικά του μουσουλμάνους».

Το Ισλαμικό Κράτος ανέδειξε αυτή την αφήγηση σε νέο επίπεδο. Με τέσσερις εκδόσεις του προπαγανδιστικού περιοδικού Dabiq για τις σύγχρονες «Σταυροφορίες». Στο εξώφυλλο, μιας έκδοσης του περιοδικού, η σημαία του Ισλαμικού Κράτους κυματίζει στο Βατικανό, με απειλές κατά των «Σταυροφόρων της Ρώμης». Το Ισλαμικό Κράτος επικαλέστηκε και πάλι τις Σταυροφορίες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι το Νοέμβριο, κατηγορώντας τη Γαλλία για συμμετοχή στην «εκστρατεία των σταυροφόρων». Το Ισλαμικό Κράτος εμφανίζει τη σύγκρουση του με τη συμμαχία της Δύσης, ως έναν πόλεμο εναντίον των Σταυροφόρων ώστε να προκαλεί την ιστορική μνήμη της δυτικής μεσαιωνικής επιθετικότητας.

Ένα ακόμη βασικό στοιχείο της προπαγάνδας του Ισλαμικού Κράτους είναι η επίκληση στη συμφωνίας «Sykes – Picot», μια μυστική συνθήκη μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας για τις σφαίρες επιρροής τους μετά τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συμφωνία έκλεισε με τους Βρετανούς να παραβλέπουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στους επαναστατημένους Άραβες εναντίον των Οθωμανών για δημιουργία δικού τους κράτους σε Συρία και Ιράκ. Όταν ο Φεϊζάλ, ηγέτης της αραβικής επανάστασης, εισήλθε νικητής στη Δαμασκό στις 3 Οκτωβρίου του 1918, οι Άραβες περίμεναν από τους Βρετανούς να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Ωστόσο η Βρετανία δεν το έκανε καθώς η περιοχή της Συρίας, βάσει της συμφωνίας  «Sykes – Picot», ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Γαλλίας. Ο Φειζάλ, συνοδευόμενος από τον Βρετανό Τ. Ε Λόρενς, που συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση της εξέγερσης των Αράβων, συμμετείχε στη Διάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού με στόχο την ανατροπή της συμφωνίας «Sykes – Picot», αλλά μάταια. Η συμφωνία τελικά επισημοποιήθηκε στη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο το 1920, καθιερώνοντας τα σύγχρονα σύνορα Συρίας και Ιράκ.

Οι αντιφατικές συμφωνίες διέλυσαν τους δεσμούς εμπιστοσύνης στις σχέσεις με τη Δύση και η προδοσία συνεχίζει να στοιχειώνει τους Άραβες, γεγονός που αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό το Ισλαμικό Κράτος. Μόλις πριν από ένα χρόνο το Ισλαμικό Κράτος δημοσιοποίησε ένα βίντεο με τίτλο «το τέλος της συμφωνίας «Sykes – Picot», στο οποίο εμφανίζονταν μπουλντόζες να ισοπεδώνουν τα σύνορα μεταξύ της ανατολικής Συρίας και του Βόρειου Ιράκ. Το βίντεο συνοδεύτηκε από μια εκστρατεία στο Twitter με το hashtag #Sykespicotover. Η εν λόγω συμφωνία έχει λάβει μια συμβολική διάσταση για το Ισλαμικό Κράτος και αντιπροσωπεύει ένα σημείο καμπής της δυτικής παρέμβασης στις αραβικές υποθέσεις, κατακερματίζοντας τον ισλαμικό κόσμο, το «Σπίτι του Ισλάμ»  (Dar al-Islam).

Στο βίντεο ένας μαχητής του Ισλαμικού Κράτους εμφανίζεται να λέει: «Σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να συμμετάσχουμε όλοι στην καταστροφή των συνόρων που δημιούργησαν οι καταπιεστές για να εμποδίσουν τους μουσουλμάνους τα ταξιδεύουν στα εδάφη τους. Οι καταπιεστές διέλυσαν το Ισλαμικό Χαλιφάτο σε χώρες όπως η Συρία και το Ιράκ».

Ωστόσο αυτή η αφήγηση παραβλέπει το γεγονός πως Συρία και Ιράκ έχουν συχνά εμφανιστεί ως ξεχωριστές οντότητες. Συρία, Βαγδάτη, Βασόρα, Μοσούλη Βηρυτός και Ιερουσαλήμ ήταν διακριτά Οθωμανικά βιλαέτια από το 1876. Ακόμη ιδέα του ενιαίου μουσουλμανικού κόσμου, δηλαδή πως ένα χαλιφάτο εκπροσωπεί αυτόματα όλους του μουσουλμάνους ή ένα ομοιογενές σώμα πιστών σε όλον τον κόσμο είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και αντικρούεται ακόμη και μια βιαστική ανάγνωση της ισλαμικής ιστορίας.

Μετά το θάνατο του Μωάμεθ το 632, καμιά ισλαμική πολιτεία δεν μπορεί να ισχυριστεί πως εκπροσωπεί το σύνολο του Ισλάμ ή συγκεντρώνει την ομόφωνη στήριξη των μουσουλμάνων ως νόμιμος κληρονόμος του Προφήτη. Ακόμη και η βασιλεία των πρώτων τεσσάρων χαλίφηδων (632 – 661), οι οποίοι θεωρούνταν πως αντιπρόσωποι του μοντέλου της ισλαμιστικής διακυβέρνησης, υπήρξε προβληματική. Τρεις από τους τέσσερις δολοφονήθηκαν ενώ βρίσκονταν στην ηγεσία. Επιπλέον οι χαλίφηδες βρέθηκαν αντιμέτωποι με βίαιες εξεγέρσεις και εσωτερικούς πολέμους που αμφισβητούσαν την εξουσία τους.

Ανταγωνισμοί υπήρξαν και στις ισλαμιστικές δυναστείες που ακολούθησαν και συχνά συγκρούονταν βίαια η μία με την άλλη. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιες από αυτές συνεργάστηκαν ακόμη και με μη μουσουλμανικές δυνάμεις για να υποτάξουν τους ομόθρησκους τους και να ελέγξουν την εξουσία. Ενδεικτικά, ως έκφραση της realpolitik στον μουσουλμανικό κόσμο, αναφέρεται η περίπτωση του χαλιφάτου των Φατιμιδών, που επεδίωξε συμμαχίες με τους σταυροφόρους εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων.

Η θεώρηση ενός χαλίφη που θα έχει την απόλυτη εξουσία καταρρίπτεται και από την ιστορική ύπαρξη πολλών αλληλοσυγκρουόμενων χαλιφάτων σε διάφορες εποχές. Μεταξύ 929 και 1031, τουλάχιστον τρία ξεχωριστά χαλιφάτα, χωρίς καμία μεταξύ τους αρμονία, διεκδικούσαν την κυριαρχία στον μουσουλμανικό κόσμο: Οι Ουμαγιάντ από την Κόρδοβα, οι Φατιμίδες από το Κάιρο, και οι Αμπασίντς από την ένδοξη Βαγδάτη.

Τα ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν πως η αφήγηση του Ισλαμικού Κράτους, περί διάλυσης της μουσουλμανικής ενότητας από την εισβολή της Δύσης, δεν ευσταθεί. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως θα πρέπει να αμφισβητήσουμε ότι η Δύση έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κατάσταση που επικρατεί στον σύγχρονο μουσουλμανικό κόσμο, ιδίως μέσω της περιόδου της αποικιοκρατίας, μια περίοδο με την οποία ακόμη συνδέεται.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι η απήχηση του Ισλαμικού Κράτους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο να πείθει τους οπαδούς του να υιοθετήσουν μια μανιχαϊστική κοσμοθεωρία, η οποία χωρίζει τον κόσμο απλοϊκά σε δύο μέρη: το Ισλάμ και την Δύση, με βάση επίπλαστες ιστορικές παραδοχές.

Πώς μπορούμε λοιπόν να αποδυναμώσουμε την απήχηση του; Αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα αυτών των πολωτικών αφηγήσεων κι εκθέτοντας πόσο μεροληπτική και ανισοβαρής είναι στην πραγματικότητα η ανάγνωση της ιστορίας από το Ισλαμικό Κράτος.