Τους 165 έφτασαν οι νεκροί από τις  πλημμύρες στη δυτική Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα τη Δευτέρα, ενώ περίπου 170 άνθρωποι εξακολουθούν να θεωρούνται αγνοούμενοι.

Ads

Στο κρατίδιο Ρηνανία – Παλατινάτο, που επλήγη περισσότερο από τις φονικές καταιγίδες, «ο αριθμός των νεκρών φτάνει πλέον τους 117», έναντι 112 προηγουμένως, «ενώ υπάρχουν και 749 τραυματίες», ανακοίνωσε η Βερένα Σόιερ, εκπρόσωπος της αστυνομίας του Κόμπλεντς.

Την Κυριακή η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ επισκέφθηκε το Σουλντ στο κρατίδιο Ρηνανία – Παλατινάτο και διαβεβαίωσε τους πληγέντες από τις φονικές πλημμύρες ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα τους προσφέρει βοήθεια.

Οι 170 αγνοούμενοι ανακοινώθηκαν από την αστυνομία της πόλης Κόμπλεντς, νοτίως της Κολωνίας. Ο αριθμός των νεκρών αναμένεται έτσι ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται. Περίπου 30.000 άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν ηλεκτρικό ρεύμα, σύμφωνα με την εταιρεία ενέργειας Eon.

Ads

Ο υπουργός Εσωτερικών Ζέεχοφερ που επισκέφθηκε τις πληγείσες περιοχές εκτιμά το κόστος της ανοικοδόμησης θα ανέλθει σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.

Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Rheinische Post», επικαλούμενη κυβερνητικούς κύκλους, θα υπάρξει άμεση βοήθεια από την ομοσπονδιακή και τις κυβερνήσεις των κρατιδίων, ύψους τουλάχιστον 400 εκατομμυρίων ευρώ.

Κατά την επίσκεψή του στο φράγμα Στάινμπαχταλσπερε (Steinbachtalsperre) στην περιοχή Όισκίρχεν της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, ο Ζέεχοφερ τόνισε επίσης ότι θεωρεί σωστή την ομοσπονδιακή δομή της προστασίας καταστροφών. Ωστόσο, η ομοσπονδιακή και κυβερνήσεις των κρατιδίων αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να σκεφτούν από κοινού για τα διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από τη διαχείριση κρίσεων.

Η Γερμανική Πυροσβεστική Ένωση ζήτησε επίσης την δημιουργία ενός ερευνητικού κέντρου για τη διαχείριση κρίσεων, διότι δεν υπάρχει ένας θεσμός ο οποίος να μπορεί να αναπτύξει λύσεις για ανάλογες μελλοντικές προκλήσεις.

Η έκταση των ζημιών δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί. Πολλά σπίτια, κτίρια εταιρειών, δρόμοι και γέφυρες καταστράφηκαν. Υπάρχουν τεράστιες ζημιές σε σιδηροδρομικές γραμμές μήκους 600 χιλιομέτρων. Η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και πόσιμου νερού έχει επηρεαστεί εξίσου σε πολλές περιοχές όπως και το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας.

Υπολογίζεται ότι σε διάστημα λίγων ωρών έπεσαν 160 λίτρα νερού ανά τετραγωνικό μέτρο. Η χειρότερη προηγούμενη καταστροφή ήταν 2002, στην πλημμύρα του Ελβα, που τότε είχε θεωρηθεί τόσο συγκλονιστική ώστε να ονομαστεί «η πλημμύρα του αιώνα». Τότε είχαν χάσει τη ζωή τους 22 άνθρωποι.

Αυτή τη φορά οι κάτοικοι των περιοχών που επλήγησαν γνώριζαν ότι η κακοκαιρία έρχεται, δεν μπορούσαν όμως να ξέρουν ποιοι από τους παραπόταμους του Ρήνου θα υπερχειλίσουν και σε ποια σημεία, ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι το κακό θα συνέβαινε τόσο αστραπιαία, ώστε δεν θα ήταν καν σε θέση να φύγουν από τα σπίτια τους. Χιλιάδες άνθρωποι διασώθηκαν από υψηλότερα πατώματα και στέγες με σκάλες, ελικόπτερα ή βάρκες, ενώ η αναλογία με την κατάσταση πολέμου οπτικοποιήθηκε, όταν τεθωρακισμένα του στρατού εκλήθησαν να σαρώσουν μπάζα που έφραζαν δρόμους. Πάνω από 700 στρατιώτες έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στις οποίες ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν η πολιτική προστασία και η πυροσβεστική. Δύο πυροσβέστες έχασαν την ζωή τους στο καθήκον.

Τουλάχιστον μία από τις δεκάδες πόλεις και κωμοπόλεις που σαρώθηκαν από τις πλημμύρες φαίνεται να είχε χτιστεί σχετικά πρόσφατα σε παλιά ζώνη υπερχείλισης ποταμού. Πολλοί άλλοι οικισμοί, όμως, βρίσκονται στην ίδια θέση εδώ και αιώνες, μάλιστα στην περίπτωση της Λιέγης του Βελγίου, εδώ και τουλάχιστον 1.500 χρόνια. Τι συνέβη λοιπόν;

Οι κλιματολόγοι του ινστιτούτου ΡΙΚ εξήγησαν ότι οι ιδιαίτερα χαμηλές ταχύτητες των ανέμων στα υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας. Αυτό που κινεί τις αέριες μάζες στα στρώματα αυτά είναι η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στην παγωμένη Αρκτική και τον θερμό ισημερινό. Η υπερθέρμανση, όμως, είναι πιο έντονη στην Αρκτική, δηλαδή η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στον ισημερινό και τον πόλο είναι όλο και μικρότερη. Ετσι μειώνεται η ταχύτητα των ανέμων και τα καιρικά συστήματα εμφανίζονται να μένουν «κολλημένα» επί μέρες στο ίδιο σημείο.

Η δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με την άνοδο της θερμοκρασίας στην ίδια τη Γερμανία. Η μέση θερμοκρασία της χώρας έχει ανεβεί κατά 2 βαθμούς Κελσίου, κάτι που σημαίνει ότι ο αέρας μπορεί να συγκρατήσει μεγαλύτερα ποσά υγρασίας και άρα οι βροχοπτώσεις γίνονται όλο και πιο έντονες.

Την Παρασκευή, το περιοδικό Focus θύμισε ότι στη Γερμανία οι πλημμύρες ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Η διαχείριση της καταστροφής του 2002 από τον τότε καγκελάριο Σρέντερ  θεωρείται ότι τον βοήθησε να ανατρέψει τα προγνωστικά και να επικρατήσει του Εντμουντ Στόιμπερ, που εμφανίστηκε απόμακρος και ψυχρός. Το ερώτημα είναι πώς θα διαχειριστεί την τραγωδία τώρα ο Αρμιν Λάσετ, ο οποίος εκτός από πρωθυπουργός της πληγείσας Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας είναι και υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Λάσετ είναι αυτός που καθυστερεί την εγκατάλειψη του ορυκτού άνθρακα, που διαφωνεί με τα όρια ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, που βλέπει την πράσινη μετάβαση πρώτα και κύρια υπό το πρίσμα των αναγκών της γερμανικής βιομηχανίας.

Οι απαντήσεις του, την Πέμπτη, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν αλλάζει πολιτική, ήταν δύο. Πρώτον, υποστήριξε ότι κάνει αρκετά για την προστασία του κλίματος και δεύτερον εκστόμισε μια φράση που θα τον στοιχειώνει για καιρό: «Δεν αλλάζει κανείς πολιτική μόνο επειδή είχαμε μια τέτοια μέρα».

Ομως, για πάρα πολλούς πληγέντες, η Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021 δεν ήταν απλά «μια μέρα». Λόγω του σοκ και της φρίκης που απλώθηκε στη χώρα, οι Πράσινοι απέφυγαν να αντλήσουν άμεσα το πολιτικό κεφάλαιο που τους αναλογεί, αλλά είναι σίγουρο ότι σύντομα θα το πράξουν.

Οι πλημμύρες δεν επηρέασαν μόνο αγροτικές περιοχές και μικρούς οικισμούς, αλλά και πόλεις εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, όπως η Λιέγη στο Βέλγιο, το Βένλο στην Ολλανδία και το Τρίερ στη Γερμανία. Ο κλάδος των ασφαλειών δεν είναι ακόμη σε θέση να προχωρήσει σε εκτιμήσεις για το ύψος της καταστροφής, αν και είναι σαφές ότι είναι δυσθεώρητο.