Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες -οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας- αντιμετωπίζονται εσχάτως από τους Αμερικανούς ως η τελευταία ελπίδα ελέγχου του ανεξέλεγκτου πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ. Η απογοητευτική (για πολλούς στις ΗΠΑ) παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ στη Σύνοδο Κορυφής με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις και αναζωπύρωσε αυτή τη συζήτηση. Βεβαίως, το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μπορεί κανείς να εναποθέτει τις ελπίδες του σε υπηρεσίες, των οποίων το ιστορικό είναι γεμάτο από σκοτεινά ρεκόρ «μη εξουσιοδοτημένων ενεργειών». Υποτίθεται ότι, το πανίσχυρο σύστημα λειτουργεί ως ένα είδος ασπίδας προστασίας, ότι με άλλα λόγια, η CIA, το FBI και η NSA, μπορούν να γίνουν κυματοθραύστης της αλλοπρόσαλης πολιτικής του Τραμπ. 

Ads

Σύμφωνα με τη Monde Diplomatique, η «γραφειοκρατία» δεν ήταν στα σχέδια των συντακτών του αμερικανικού συντάγματος. Όταν ο Τόμας Τζέφερσον -τρίτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1801-1809) και κύριος συντάκτης της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας- εξελέγη πρόεδρος το 1801, η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον αποτελούνταν εν συνόλω από 132 αξιωματούχους και το προσωπικό του Λευκού Οίκου από μόλις ένα πρόσωπο: Τον προσωπικό γραμματέα του Τζέφερσον. Το αμερικανικό σύνταγμα δεν προέβλεπε ούτε καν την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων. Το κόμμα των Μάντισον και Τζέφερσον έλαβε την τελική μορφή του το 1791, τέσσερα χρόνια μετά τη σύνταξη του συντάγματος.

Το δίκοπο μαχαίρι

Η αυτοσχέδια λύση που δόθηκε τότε προκειμένου να καλυφθεί το κενό ελέγχου της κυβέρνησης στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η θέση του ειδικού εισαγγελέα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη αντίληψη, δεν πρόκειται για θέση η οποία προέκυψε μετά το σκάνδαλο Watergate. Ο πρώτος ειδικός εισαγγελέας, John B. Henderson, διορίστηκε το 1875 προκειμένου να αναλάβει την έρευνα του σκανδάλου που έμεινε στην αμερικανική ιστορία ως «Whiskey Ring», μια τεραστίων διαστάσεων υπόθεση φοροδιαφυγής, στην οποία είχαν εμπλακεί πολιτικοί, αξιωματούχοι του Υπουργείου Οικονομικών και κατασκευαστές ουίσκι. Άλλη περίπτωση ήταν ο William Cook, ο οποίος το 1881 ανέλαβε την έρευνα για τη διαφθορά στην Αμερικανική Ταχυδρομική Υπηρεσία, ο Francis Heney, ο οποίος το 1905 διερεύνησε το σκάνδαλο της πώλησης δημόσιων εκτάσεων και -φτάνοντας στις τελευταίες δεκαετίες- ο Archibald Cox, ο οποίος διορίστηκε τον Μάιο του 1973 για να διερευνήσει το σκάνδαλο Watergate, τον οποίον και απέλυσε ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον. Σημειώνεται ότι, ο Νίξον ήταν ο τελευταίος πρόεδρος των ΗΠΑ που απέλυσε τον επικεφαλής έρευνας σε βάρος του. Όταν ο Κοξ ζήτησε από το Λευκό Οίκο αντίγραφα ηχογραφημένων συνομιλιών που είχαν γίνει στο Οβάλ Γραφείο, ο Νίξον τον «καρατόμησε». Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι ο ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μιούλερ, ο οποίος από τον περασμένο Μάιο ερευνά την υπόθεση της ρωσικής ανάμιξης στις εκλογές του 2016 και ειδικότερα, τις σχέσεις των συνεργατών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ με τη ρωσική κυβέρνηση.

Ads

Ο θεσμός του ειδικού εισαγγελέα θεωρείται αμφιλεγόμενη λύση. Δεν υπάρχει «αυτόματος μηχανισμός» για τον διορισμό του, ο οποίος εναπόκειται ουσιαστικά στη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ, ενώ δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στο σύνταγμα που να εμποδίζει την απομάκρυνσή του.

Διαβάστε ακόμα: Πυρ και μανία: Στον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ του Μάικλ Γουλφ

Κατά το δημοσίευμα, η ανεξαρτησία του συστήματος διοίκησης είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί, ενώ είναι απαραίτητη στο έργο των ειδικών εισαγγελέων, την ίδια στιγμή, απολαμβάνουν τις δυνατότητες που παρέχει και οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας, οι οποίες τα τελευταία χρόνια πιέζουν για ακόμη περισσότερη αυτονομία. Παραδοσιακά, οι υπηρεσίες ασφαλείας εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια τους σε προεδρικές αποφάσεις «παθητικά», επιβραδύνοντας τις διοικητικές διαδικασίες. Τον τελευταίο καιρό, η «γραφειοκρατία» αποδοκιμάζει τον πρόεδρο πιο ανοιχτά, μέσω δημοσίων επιπλήξεων και διαρροών στον Τύπο.

Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου;

Ο πρώην διευθυντής του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ δεν είχε καμία αμφιβολία για τη διαρροή του αιτήματος του Τραμπ, ο οποίος ζητούσε να εγκαταλείψει την έρευνα για τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, αντιστράτηγο εν αποστρατεία, Μάικλ Φλιν, στο πλαίσιο της έρευνας για τη ρωσική εμπλοκή στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Ο Philip Mudd, πρώην ανώτατος αξιωματούχος του FBI και της CIA, υπερασπίστηκε τις προσπάθειες των πρώην συναδέλφων του να ελέγξουν τον Τραμπ. Η δήλωση του στο CNN ήταν χαρακτηριστική: «Αν νομίζετε ότι μπορείτε να μας απομακρύνετε επιχειρώντας να εκφοβίσετε τον διευθυντή, πρέπει να το ξανασκεφτείτε, κύριε Πρόεδρε. Έχετε αναλάβει εδώ και 13 μήνες. Εμείς είμαστε εδώ από το 1908 [όταν ιδρύθηκε το FBI]. Ξέρουμε πώς παίζεται το παιχνίδι και θα κερδίσουμε». Το αμερικανικό σύνταγμα διαφυλάττει το κράτος από τις τυχόν παράλογες αποφάσεις των εκλεγμένων πολιτικών αξιωματούχων μέσα από συγκεκριμένους θεσμούς, ωστόσο οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας δεν ανήκουν σε αυτούς. Οι Αμερικανοί σέβονται τις υπηρεσίες ασφαλείας θεωρώντας ότι είναι υπόλογες στην κυβέρνηση.

Πολλοί Αμερικανοί απεχθάνονται τον Τραμπ. Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου, είθισται να λέγεται στην πολιτική, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να αγνοεί κανείς επιδεικτικά την πρόσφατη αμερικανική ιστορία για να υιοθετήσει την άποψη ότι, οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας είναι αξιόπιστοι εγγυητές των πολιτικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, τα έργα και οι ημέρες τους -επισήμως, τα προγράμματα τους- υπογραμμίζουν με τον πιο σαφή τρόπο πόσο εύκολη είναι η εν κρυπτώ δράση, άρα και η μετατόπιση, αργά και αθόρυβα, από την ελευθερία σε όρους απολυταρχικού καθεστώτος

Το Cointelpro, πρόγραμμα του FBI κατά τη δεκαετία του 1960 και του 70, στόχευε τη δράση (υποτίθεται) ανατρεπτικών οργανώσεων και ατόμων -στην πραγματικότητα ανθρώπων οι οποίοι τάσσονταν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ ή, αγωνίζονταν για τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η Υπηρεσία Εσόδων συνεργαζόταν σε τακτική βάση με το FBI, το οποίο είχε διεισδύσει σε θρησκευτικές και ακαδημαϊκές ομάδες, ακόμη και μέσα ενημέρωσης. Μεταξύ άλλων, το πρόγραμμα δρούσε προβοκατόρικα, πυροδοτώντας τεχνητές εντάσεις, ενίοτε και τη βία μεταξύ των αφροαμερικανικών ομάδων και δυσφημίζοντας τους ηγέτες τους αποστέλλοντας εκατοντάδες ανώνυμες επιστολές. Μεταξύ των παραληπτών υπήρξε και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ -μάλιστα, η επιστολή εστάλη με σκοπό να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία. Το πρόγραμμα ήταν παράνομο, ενώ ο αναπληρωτής διευθυντής του FBI είχε δηλώσει ότι δεν είχε ακούσει ποτέ για το Cointelpro.

Η Επιχείρηση Χάος, ένα πρόγραμμα «εσωτερικής κατασκοπείας» που η CIA έθεσε σε λειτουργία μεταξύ 1967 και 1973, είχε επίσης, βάλει στο στόχαστρο τον αντιπολεμικό κίνημα. Στο πλαίσιο της Επιχείρησης Χάος, η CIA είχε θέσει υπό παρακολούθηση 7.200 ανθρώπους και περισσότερες από 100 οργανώσεις, οι δραστηριότητες των οποίων στις ΗΠΑ ήταν απολύτως νόμιμες. Κάτω από την ομπρέλα της Επιχείρηση HTlingual (1952 -73) -σε συνεργασία με το Χάος- η CIA άνοιξε (παρανόμως, βεβαίως) και διάβαζε χιλιάδες επιστολές ετησίως προς και από Αμερικανούς πολίτες από το εξωτερικό. Καμία υποεπιτροπή ελέγχου του Κογκρέσου δεν το γνώριζε. Το 1970 οι επικεφαλής της CIA και του FBI διαβεβαίωσαν ψευδώς τον Νίξον ότι η HTlingual είχε διακοπεί.

Στο πλαίσιο της Επιχείρησης Shamrock, που ξεκίνησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η NSA συγκέντρωσε, παράνομα πάντα, αντίγραφα εκατομμυρίων διεθνών τηλεγραφημάτων προς ή από Αμερικανούς πολίτες. Θεωρήθηκε «ίσως το μεγαλύτερο πρόγραμμα παρακολούθησης των Αμερικανών που έγινε ποτέ», παραμένει ωστόσο άγνωστο εάν ήταν σε γνώση ή είχε την εξουσιοδότηση Αμερικανού προέδρου. Κατά το δημοσίευμα, ακόμη και ο Νίξον είχε μία μάλλον αόριστη εικόνα για την ύπαρξη της NSA. Όταν στις 16 Μαΐου 1973, ο δικηγόρος του επεσήμανε γεμάτος ανησυχία ότι, σύμφωνα με συνομιλία στο Οβάλ Γραφείο την ώρα που έδινε την έγκριση του για το σχέδιο Huston -μια επιχείρηση που διεξήγαγαν από κοινού η CIA, η NSA και το FBI με στόχο «ακροαριστερούς ακτιβιστές»- ζητούσε παρανόμως από την NSA να παρακολουθεί τους Αμερικανούς πολίτες, ο Νίξον είπε «Τι είναι η NSA; Ποια είναι η δράση της;».

Η αληθινή φύση του συστήματος

Υποτίθεται -ή, τουλάχιστον αυτό είναι το επίσημο αφήγημα- ότι, η κατάχρηση εξουσίας των υπηρεσιών ασφαλείας αφορά το παρελθόν, καθώς ο έλεγχος της δικαστικής εξουσίας, αλλά και η εποπτεία του Κογκρέσου, έχουν αλλάξει τα δεδομένα. 

Τον Μάιο του 2015 ομοσπονδιακό εφετείο έκρινε παράνομο ένα από τα προγράμματα τηλεφωνικής μαζικής παρακολούθησης της NSA, το οποίο είχε αποκαλύψει ο Έντουαρντ Σνόουντεν. Κατά κανόνα, τα δικαστήρια αποφεύγουν τις προκλήσεις όταν πρόκειται για υποθέσεις των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας, επικαλούμενα λόγους δικαιοδοσίας και κλείνοντας τα μάτια μπροστάσ το θεμελιώδες ζήτημα. Όπως συνέβη στην περίπτωση του Khalid al-Masri, ενός Γερμανού πολίτη, τον οποίον η CIA  πέρασε κατά λάθος για ηγετικό στέλεχος της Αλ Κάιντα. Τον απήγαγε στην πΓΔΜ το 2004 και τον κράτησε για μήνες σε φυλακή στο Αφγανιστάν, όπου τον υπέβαλε σε βασανιστήρια. Όταν ο άνθρωπος αφέθηκε ελεύθερος, άσκησε αγωγή στις ΗΠΑ, τελικά όμως, η υπόθεση απορρίφθηκε επειδή η εκδίκαση της θα αποκάλυπτε κρατικά μυστικά.

Την αληθινή φύση του συστήματος αποκάλυψε έρευνα που διεξήχθη για το πρόγραμμα ανάκρισης και κράτησης της CIA, η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ. Στην έκθεση των 6.000 σελίδων που δόθηκε στη δημοσιότητα το 2014, η επιτροπή πληροφοριών της Γερουσίας διαπίστωσε ότι η CIA είχε παραπλανήσει συστηματικά τόσο το Κογκρέσο όσο και τον Λευκό Οίκο όσον αφορά στο εύρος και το είδος των «ενισχυμένων τεχνικών ανάκρισης» που εφάρμοζε στους κρατουμένους. Η έκθεση όμως, δεν τοποθετήθηκε ούτε στο ζήτημα της νομιμότητας των τεχνικών, ούτε στην κατάθεση μεταρρυθμίσεων, που θα διασφάλιζαν τη μη επανάληψη τους στο μέλλον. Μια υποσημείωση αποκάλυψε ότι η επιτροπή δεν είχε πρόσβαση σε 9.400 έγγραφα που αφορούσαν την έρευνά της, μολονότι είχε ζητήσει πρόσβαση σε αυτά με τρεις ξεχωριστές επιστολές στον Μπαράκ Ομπάμα. Ο πρόεδρος δεν απάντησε ποτέ στο αίτημα της επιτροπής.

Συνεπώς, το ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς μπορεί κανείς να πειστεί ότι, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν θα επιστρέψουν στις παλιές τακτικές τους με το πρόσχημα μίας έκτακτης ανάγκης που απειλεί την εθνική ασφάλεια.