Ενώ το Τόκιο ετοιμάζεται για τους Παραολυμπιακούς του 2020, τα θύματα του προγράμματος αναγκαστικής στείρωσης της Ιαπωνίας παλεύουν για δικαιοσύνη. Ο 76χρονος, Κικούο Κοτζίμα, έχει ανεξίτηλες τις εφιαλτικές μνήμες από την απομόνωση, τα ηλεκτροσόκ, τους ξυλοδαρμούς, την λιμοκτονία και, τέλος, την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε. «Με καθήλωσαν, μου έβγαλαν το παντελόνι και όταν προσπάθησα να αντισταθώ μου έκαναν μια ένεση στο μπράτσο. Η αναισθησία δεν έπιασε. ‘Ηταν ανυπόφορο», θυμάται σήμερα μιλώντας στο Al Jazeera.

Ads

Ο Κοτζίμα είναι ένας από τους 25.000 ανθρώπους που στειρώθηκαν στην Ιαπωνία με βάση τον νόμο για την «Ευγονική Προστασία». Ο νόμος υιοθετήθηκε μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να αποτραπεί η γέννηση παιδιών που η κυβέρνηση θεωρούσε «κατώτερα». Αυτό το κριτήριο περιελάμβανε ανθρώπους με σωματικές αναπηρίες και ψυχικές ασθένειες, οι οποίοι επί δεκαετίες αντιμετώπιζαν διακρίσεις, απομόνωση και αποκλεισμούς από την ιαπωνική κοινωνία.

Το Χοκάιντο, έδρα του νοσοκομείου Νακάε, καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό αναγκαστικών στειρώσεων στην χώρα.

Ωστόσο, η ιδεολογική «ρίζα» εκείνης της νομοθεσίας ήταν προπολεμική. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και του ’30, οι ευγονικές θεωρίες άρχισαν να κυκλοφορούν και να γίνονται αποδεκτές στην Ιαπωνία, όπως είχαν προηγουμένως συμβεί το ίδιο σε πολλές χώρες σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις οποίες και ξεκίνησε αυτή η θεωρία ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ads

Το 1940, η ιαπωνική κυβέρνηση ενέκρινε τον Εθνικό Νόμο Ευγονικής, ακολουθώντας την αντίστοιχη νομοθεσία για την ευγονική στείρωση της ναζιστικής Γερμανίας. Ο στόχος κοινός: Ο «καθαρισμός» του ιαπωνικού πληθυσμού από γενετικά χαρακτηριστικά, αναπηρίες και ασθένειες που θεωρούνταν ανεπιθύμητες και η προώθηση αυτού που πιστεύεται ότι είναι το γενετικά «ανώτερο» πληθυσμιακό απόθεμα.

Μετά την τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ιαπωνική κυβέρνηση αντικατέστησε, το 1948, τον Εθνικό Νόμο Ευγονικής με τον Νόμο περί Ευγονικής Προστασίας, με το ίδιο, όμως, προπολεμικό επιχείρημα: Την «βελτίωση της ποιότητας του έθνους». «Το αντικείμενο αυτού του νόμου», όπως αναφέρεται στις πρώτες σειρές του κειμένου του, «είναι η πρόληψη της γέννησης κατώτερων απογόνων από την άποψη της ευγονικής προστασίας και η προστασία της ζωής και της υγείας της μητέρας».

Ο νόμος στόχευε τους ανθρώπους που θεωρούνταν ότι είχαν κληρονομικά ψυχικά νοσήματα ή «κληρονομική διανοητική καθυστέρηση». Μια μεταγενέστερη τροπολογία επέτρεψε να συμπεριληφθούν άνθρωποι και με μη κληρονομικές παθήσεις.

Σύμφωνα με μια έκθεση που συνέταξε ο Τακάσι Τσουτσίγια, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οζάκα, οι επίσημες κατευθυντήριες γραμμές της κυβέρνησης για την εφαρμογή του νόμου επέτρεψαν ρητά την αναγκαστική στείρωση, δηλώνοντας ότι «μια ευγονική πράξη μπορεί να πραγματοποιηθεί ενάντια στη βούληση του ασθενούς» και πως «επιτρέπεται να ακινητοποιηθεί το σώμα του ασθενούς, να χορηγηθεί αναισθητικό ή να εξαπατηθεί ο ασθενής».

Ευγονικό πογκρόμ

Μεταξύ 1948 και 1996, περίπου 25.000 άνθρωποι στειρώθηκαν σύμφωνα με τον νόμο, συμπεριλαμβανομένων 16.500 οι οποίοι δεν συγκατατέθηκαν στη διαδικασία. Ωστόσο, νομικοί υποστηρίζουν σήμερα, ότι ακόμη και οι περιπτώσεις που φέρονται να έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, είναι στην πραγματικότητα αποτελέσματα πιέσεων στα θύματα και το οικογενειακό περιβάλλον τους. Οι νεότεροι σε ηλικία ήταν μόλις εννέα ή δέκα ετών. Περίπου το 70% των περιπτώσεων αφορούσαν γυναίκες ή κορίτσια.

«Θυμάμαι την νοσοκόμα να μου λέει ξεκάθαρα: ‘Κύριε Κοτζίμα πάσχετε από σχιζοφρένεια. ‘Ανθρωποι σαν κι εσάς δεν πρέπει να έχουν παιδιά», διηγείται ο Κοτζίμα. Στην πραγματικότητα, ο Κοτζίμα έμεινε σωματικά ανάπηρος μετά από πολιομυελίτιδα από την οποία νόσησε όταν ήταν παιδί, αλλά λέει ότι ποτέ δεν είχε διαγνωστεί τυπικά με ψυχική ασθένεια. Είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο από την αστυνομία όταν ήταν 18 ετών, μετά από μια λογομαχία με τους θετούς γονείς του για χρήματα.

«Η νοσοκόμα είπε ότι βρισκόμουν σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Γιατί ψυχιατρικό νοσοκομείο; Ποτέ δεν έβλαψα κανέναν. Δεν νομίζω ότι είχα ψυχική ασθένεια. Και όταν προσπάθησα να αντισταθώ, με βασάνισαν» λέει ο Κοτζίμα. Όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο λέει ότι είδε να πηγαίνουν ανθρώπους για στείρωση, ακόμη και 14χρονα παιδιά.

Λίγο μετά τη δική του στείρωση, ο Κοτζίμα δραπέτευσε στο νοσοκομείο. Αλλά λέει ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη ντροπή που αισθάνθηκε από αυτό που συνέβη και το οποίο κράτησε μυστικό για 57 χρόνια. «Οι άνθρωποι με αναπηρίες έχουμε το δικαίωμα στη ζωή. Μας στέρησαν αυτό το δικαίωμα», λέει.

Τελικά ο Κοτζίμα αποκάλυψε τελικά στη σύζυγό του τι του συνέβη, μόνο όταν ένα άλλο θύμα στείρωσης ξεκίνησε δικαστικό αγώνα κατά της ιαπωνικής κυβέρνησης. Τώρα ο Κοτζίμα ξεκίνησε έναν ανάλογο νομικό αγώνα, απαιτώντας επίσημη συγγνώμη και αποζημίωση. «Ελπίζω ότι περισσότεροι άνθρωποι θα μάθουν ότι υπάρχουν συνάνθρωποί του όπως εμείς. Και ελπίζω ότι δεν θα επαναληφθεί το ίδιο πράγμα σε άλλες χώρες. Πρέπει να κάνουμε λίγο θόρυβο».

Τα σημάδια των διακρίσεων

Όταν η Ιαπωνία φιλοξένησε τους Παραολυμπιακούς Αγώνες το 1964, ο νόμος για την ευγονική ήταν ακόμη σε ισχύ. Καταργήθηκε μόλις το 1996. Το 2020 οι αγώνες θα φιλοξενηθούν για μια ακόμη φορά στο Τοκίο και ο παραολυμπιονίκης, Χατζίμου Ασίντα, αναρωτιέται κατά πόσο η χώρα ξεπέρασε την ιστορία της των διακρίσεων. «Αναρωτιέμαι αν η Ιαπωνία θα αποδεχθεί πραγματικά την διαφορετικότητα, όπως μας λένε. Αν το γεγονός αυτό (σσ. οι Παραολυμπιακοί) θα έρθει και θα περάσει χωρίς να αφήσει πίσω του μόνιμες αλλαγές».

Ο Ασίντα νόσησε από μια σπάνια ασθένεια που έπληξε τους μυς και τα οστά στο δεξί του χέρι, αφήνοντάς τον με ένα μόνιμα εξαρθρωμένο αγκώνα. Σήμερα, λέει ότι παλεύει να αναγνωριστεί ως αθλητής και όχι ως άτομο με αναπηρία. «Η Ιαπωνία είναι καλή στο να βάζει τους ανθρώπους σε κουτιά. Προσπαθώ να αφαιρέσω την ταμπέλα της αναπηρίας. Όσο οι άνθρωποι σε κοιτούν μέσα από χρωματιστούς φακούς, επηρεάζει τον τρόπο που σε βλέπουν και σε αξιολογούν. Θέλω να αγωνιστώ με αθλητές χωρίς σωματικά εμπόδια. Για μένα, αυτό σημαίνει ότι θα σπάσει όλα τα φράγματα».

Φραγμοί στους ανθρώπους με αναπηρίες

Η Ιαπωνία έχει περισσότερα από επτά εκατομμύρια ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Φέτος, η κυβέρνηση αύξησε τις ποσοστώσεις απασχόλησης για τους ανθρώπους αυτούς. Οι εργαζόμενοι με αναπηρία πρέπει πλέον να αποτελούν το 2,5% του εργατικού δυναμικού του δημόσιου τομέα και το 2,2% του ιδιωτικού τομέα.

Αλλά η ίδια η ιαπωνική κυβέρνηση δεν τήρησε πάντοτε αυτές τις ποσοστώσεις. Τον Αύγουστο του 2018, οι αρχές αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι είχαν δώσει ψευδείς πληροφορίες και αύξησαν τον αριθμό των ατόμων με αναπηρία που απασχολούνταν σε 27 υπουργεία και υπηρεσίες. Στην πραγματικότητα, μόνο στον μισό αριθμό των ανθρώπων με αναπηρίες είχε δοθεί δουλειά.

«Η κυβέρνηση δεν ακολουθεί τους κανόνες, ακόμη και όταν τους φτιάχνει. Ο κόσμος έχει εξαγριωθεί με αυτό. Οι άνθρωποι με αναπηρία θα σκεφτούν πως είναι ανίκανοι» λέει η Γιουμίκο Κομπαγιάσι, επικεφαλής της ΜΚΟ Tama Shurottei. Σε μια χώρα που κατηγοριοποιεί την ψυχική ασθένεια ως αναπηρία, η οργάνωση της Κομπαγιάσι έχει κέντρα που βοηθούν τα άτομα με ψυχική ασθένεια να μάθουν περισσότερα γι’ αυτήν και να αποκτήσουν δεξιότητες για την αγορά εργασίες.

Εξηγεί, ότι ενώ οι άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες τις ελέγχουν φαρμακευτικά, όταν χειροτερεύσουν και δεν λάβουν βοήθεια και αλληλεγγύη από την κοινωνία, η ψυχική ασθένεια καθίσταται αναπηρία. Θεωρεί ότι είναι δυσκολότερο για τους ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες να εκφράσουν τις ανάγκες τους στους εργοδότες, διότι η αναπηρία τους είναι αόρατη και αυτό κάνει ακόμη πιο δύσκολο το να βρουν δουλειά.

Στην πράξη, λέει η Κομπαγιάσι, όσο αυξάνεται το ποσοστό των ανθρώπων με αναπηρία που βρίσκουν δουλειά, τόσο αυξάνεται και το ποσοστό των ανθρώπων με αναπηρία που τίθενται βιαίως εκτός αγοράς εργασίας.

Για τον Κοτζίμα, οι Παραολυμπιακοί είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για την Ιαπωνία να αντιμετωπίσει τις παλιές και νέες διακρίσεις, προκειμένου να προχωρήσει μπροστά. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να κερδίσω την υπόθεσή μου. Και μετά και άλλες υποθέσεις μετά την δική μου. Είναι ξεκάθαρο ότι κυβέρνηση έκανε λάθος. Πρέπει να παλέψω για τις μελλοντικές γενιές, ώστε η κυβέρνηση να απολογηθεί για ό,τι έκανε».