Προδημοσίευση από το βιβλίο Φάκελος Σνόουντεν του Βρετανού δημοσιογράφου Λουκ Χάρντινγκ που θα κυκλοφορήσει στις 26 Ιουνίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Διαβάστε τον πρόλογο του βιβλίου που επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι οδήγησε τον Σνόουντεν στο να θυσιαστεί;»
 
ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Ads

Ξενοδοχείο Mira, Νέιθαν Ρόουντ, Χονγκ Κονγκ. Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013.

«Δεν θέλω να ζω σε έναν κόσμο όπου οτιδήποτε λέω, οτιδήποτε κάνω, σε οποιονδήποτε μιλάω, κάθε έκφραση δημιουργικότητας ή έρωτα ή φιλίας καταγράφεται…». Έντουαρντ Σνόουντεν

Όλα ξεκίνησαν από ένα ιμέιλ στον υπολογιστή.. «Είμαι ανώτερο στέλεχος της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών…». Χωρίς όνομα, χωρίς ιδιότητα, χωρίς λεπτομέρειες. Ο αρθρογράφος της Guardian Γκλεν Γκρίνγουολντ, που είχε τη βάση του στη Βραζιλία, άρχισε να ανταλλάσσει μηνύματα με αυτή τη μυστηριώδη πηγή. Ποιος ήταν; Η πηγή δεν αποκάλυπτε καμία λεπτομέρεια. Αποτελούσε μια άυλη παρουσία, ένα διαδικτυακό φάντασμα. Ίσως ένα δημιούργημα της φαντασίας.

Ads

Όσα έκανε η NSA ήταν κρυφά. Δεν διέρρεε το παραμικρό. Το ευφυολόγημα που χρησιμοποιούσε το πολιτικό προσωπικό ήταν «NSA, No Such Agency».

Άλλωστε, πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει στ’ αλήθεια; Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει κάποια μεγάλη διαρροή από την NSA. Όλοι γνώριζαν ότι ο βασικός συλλέκτης μυστικών πληροφοριών της Αμερικής, με έδρα το Φορτ Μιντ κοντά στην Ουάσινγκτον, ήταν απόρθητος. Όσα έκανε η NSA ήταν κρυφά. Δεν διέρρεε το παραμικρό. Το ευφυολόγημα που χρησιμοποιούσε το πολιτικό προσωπικό ήταν «NSA, No Such Agency».

Ωστόσο, το περίεργο αυτό άτομο έμοιαζε να έχει πρόσβαση σε απίστευτα, άκρως απόρρητα έγγραφα. Η πηγή έστειλε στον Γκρίνγουολντ ένα δείγμα εξαιρετικά απόρρητων φακέλων της NSA, κουνώντας τους μπροστά στη μύτη του. Αποτελούσε μυστήριο πώς αυτό το φάντασμα είχε καταφέρει να τους αποσπάσει με τέτοια ευκολία. Υποθέτοντας ότι ήταν αυθεντικοί, έμοιαζαν να αποκαλύπτουν μια ιστορία με επιπτώσεις για ολόκληρο τον πλανήτη. Άφηναν να εννοηθεί ότι ο Λευκός Οίκος δεν κατασκόπευε απλώς τους εχθρούς του (τους κακούς, την αλ-Κάιντα, τους τρομοκράτες, τους Ρώσους), ή ακόμα και τους υποτιθέμενους συμμάχους του (Γερμανία, Γαλλία), αλλά τις επικοινωνίες εκατομμυρίων απλών πολιτών στις ΗΠΑ.

Συνεργάτης με τις ΗΠΑ σε αυτή την τεράστια κατασκοπευτική άσκηση ήταν η Βρετανία. Το βρετανικό αντίστοιχο της NSA, η GCHQ, είχε τη βάση της στην καρδιά της αγγλικής επαρχίας. Βρετανία και ΗΠΑ είχαν μια στενή σχέση ανταλλαγής μυστικών πληροφοριών που χρονολογείται από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τους κυνικούς, η Βρετανία αποτελούσε το αξιόπιστο σκυλάκι του καναπέ των ΗΠΑ. Το τρομακτικό ήταν πως τα έγγραφα αποκάλυπταν ότι η NSA τροφοδοτούσε με εκατομμύρια δολάρια τις βρετανικές δραστηριότητες παρακολούθησης.

Και τώρα ο Γκρίνγουολντ ετοιμαζόταν να συναντηθεί με το Βαθύ Λαρύγγι. Έχοντας υποσχεθεί περαιτέρω αποκαλύψεις, η πηγή τον καλούσε να ταξιδέψει αεροπορικώς από τη βάση του στο Ρίο ντε Τζανέιρο ως το ελεγχόμενο από την κομμουνιστική Κίνα Χονγκ Κονγκ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το «αλλόκοτο» σημείο συνάντησης μπέρδεψε τον Γκρίνγουολντ: άραγε η πηγή είχε κάποια ανώτερη θέση εκεί;

Το ραντεβού θα λάμβανε χώρα στην Καολούν, στο Ξενοδοχείο Mira, ένα κομψό, σύγχρονο κτίριο στην καρδιά της τουριστικής συνοικίας, σε ελάχιστη απόσταση με το ταξί από το φεριμπότ για τη Νήσο Χονγκ Κονγκ. Συνοδός του Γκρίνγουολντ ήταν η επίσης Αμερικανίδα Λόρα Πόιτρας, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και κακός μπελάς του αμερικανικού στρατού. Είχε λειτουργήσει ως προξενήτρα, αφού πρώτη εκείνη έστρεψε την προσοχή του Γκρίνγουολντ στο φάντασμα.
Οι δύο δημοσιογράφοι είχαν λάβει λεπτομερείς οδηγίες. Η συνάντηση θα γινόταν σε ένα όχι ιδιαίτερα πολυσύχναστο, ούτε όμως και απόλυτα απομονωμένο σημείο του ξενοδοχείου, δίπλα σε έναν μεγάλο πλαστικό αλιγάτορα. Θα αντάλλασσαν προσυμφωνημένες φράσεις. Η πηγή θα είχε μαζί της έναν κύβο του Ρούμπικ. Α, και το όνομά του ήταν Έντουαρντ Σνόουντεν.

Κατά τα φαινόμενα ο μυστηριώδης συνομιλητής ήταν έμπειρος κατάσκοπος. Ίσως κάποιος με ταλέντο στους θεατρινισμούς. Όσα γνώριζε για εκείνον ο Γκρίνγουολντ οδηγούσαν σε ένα συμπέρασμα: επρόκειτο για έναν μπαρουτοκαπνισμένο βετεράνο της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών. «Σκεφτόμουν ότι πρέπει να είναι ένας μάλλον ανώτερος γραφειοκράτης», λέει ο Γκρίνγουολντ. Κατά πάσα πιθανότητα 60άρης, με μπλε μπλέιζερ με γυαλιστερά χρυσά κουμπιά, αραιωμένα γκρίζα μαλλιά, συντηρητικά μαύρα παπούτσια, γυαλιά, επίσημη γραβάτα… Ο Γκρίνγουολντ είχε ήδη σχηματίσει την εικόνα στο μυαλό του. Ίσως ήταν επικεφαλής του παραρτήματος της CIA στο Χονγκ Κονγκ· η αποστολή είχε την έδρα της λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο.

Η συγκεκριμένη θεωρία, καίτοι εσφαλμένη, βασιζόταν σε δύο στοιχεία: το εξαιρετικά προνομιακό επίπεδο πρόσβασης σε άκρως απόρρητα έγγραφα που έδειχνε να διαθέτει η πηγή και η επιτήδευση της πολιτικής του ανάλυσης. Με την πρώτη παρτίδα των μυστικών εγγράφων, η πηγή είχε στείλει και ένα προσωπικό μανιφέστο. Διατύπωνε το κίνητρό του – να αποκαλύψει το εύρος των παρακολουθήσεων εκ μέρους των, όπως τις χαρακτήριζε, «υπεράνω πάσης υποψίας» υπηρεσιών. Ισχυριζόταν ότι η τεχνολογία κατασκοπείας των πολιτών παραβίαζε κατά πολύ τα όρια του νόμου. Η αιτιολογημένη επίβλεψη αποτελούσε παρελθόν.

Σύμφωνα με την πηγή, οι φιλοδοξίες της NSA είχαν ξεφύγει από κάθε μέτρο. Την τελευταία δεκαετία ο όγκος των ψηφιακών πληροφοριών που μεταδιδόταν μεταξύ των ηπείρων είχε αυξηθεί. Σε εκρηκτικό βαθμό. Σε αυτό το φόντο, η υπηρεσία είχε παραστρατήσει από την αρχική της αποστολή για τη συλλογή μυστικών πληροφοριών από το εξωτερικό. Πλέον συνέλεγε δεδομένα για τους πάντες, τα οποία και αποθήκευε. Σε αυτά περιλαμβάνονταν δεδομένα από τις ΗΠΑ και το εξωτερικό. Η NSA είχε εμπλακεί κρυφά σε κυριολεκτικά μαζικές ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις. Έτσι τουλάχιστον υποστήριζε η πηγή.

Οι δύο δημοσιογράφοι έφτασαν στον αλιγάτορα πριν το ραντεβού. Κάθισαν. Περίμεναν. Ο Γκρίνγουολντ αναρωτήθηκε φευγαλέα αν ο αλιγάτορας συμβόλιζε κάτι ιδιαίτερο στην κινέζικη κουλτούρα. Δεν ήταν σίγουρος. Τίποτα δεν συνέβη. Η πηγή δεν εμφανίστηκε. Περίεργο.

Αν η αρχική συνάντηση δεν συνέβαινε, το σχέδιο ήταν να επιστρέψουν αργότερα το ίδιο πρωί στον ίδιο ανώνυμο διάδρομο που συνέδεε το φανταχτερό εσωτερικό εμπορικό κέντρο του Mira με ένα από τα εστιατόριά του. Ο Γκρίνγουολντ και η Πόιτρας επέστρεψαν. Κατέληξαν να περιμένουν για δεύτερη φορά.

Και τότε τον είδαν – έναν ωχρό, νευρικό άντρα με άκρα σαν αδράχτια, εξωφρενικά νεαρό. Σύμφωνα με τον σοκαρισμένο Γκρίνγουολντ, δεν ήταν καν σε ηλικία να ξυρίζεται. Φορούσε λευκό μπλουζάκι και τζιν παντελόνι. Στο δεξί χέρι κρατούσε έναν ανακατεμένο κύβο του Ρούμπικ. Μήπως είχε γίνει λάθος; «Έδειχνε γύρω στα 23. Ένιωθα απολύτως σαστισμένος. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα», λέει ο Γκρίνγουολντ.

Ο νεαρός –αν όντως επρόκειτο για την πηγή– είχε στείλει κρυπτογραφημένες οδηγίες ως προς τη διαδικασία εξακρίβωσης:

ΓΚΡΙΝΓΟΥΟΛΝΤ: Τι ώρα ανοίγει το εστιατόριο;

ΠΗΓΗ: Στις δώδεκα το μεσημέρι. Αλλά μην πάτε, το φαγητό είναι χάλια…

Ο διάλογος ήταν ελαφρώς κωμικός. Ο Γκρίνγουολντ –νευρικός– είπε τη φράση, προσπαθώντας να μη γελάσει. Κατόπιν ο Σνόουντεν είπε απλώς: «Ακολουθήστε με». Οι τρεις προχώρησαν σιωπηλοί προς τον ανελκυστήρα. Κανείς άλλος δεν ήταν τριγύρω – τουλάχιστον κανείς που να μπορούσαν να δουν. Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο και ακολούθησαν τον τύπο με τον κύβο ως το δωμάτιο 1014. Άνοιξε την πόρτα με τη μαγνητική κάρτα και μπήκαν μέσα. «Αποφάσισα να αφεθώ στην πορεία των πραγμάτων», λέει ο Γκρίνγουολντ.

Ήταν ένας 29χρονος συμβασιούχος της NSA. Η βάση του ήταν στο τοπικό κέντρο επιχειρήσεων της NSA στην Χαβάη. Είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του, είχε εγκαταλείψει ουσιαστικά για πάντα την κοπέλα του και είχε επιβιβαστεί σε μια πτήση για το Χονγκ Κονγκ χωρίς να το πει σε κανέναν. Μαζί του είχε τέσσερις φορητούς υπολογιστές.

Μέχρι τότε η αποστολή έμοιαζε αλλόκοτη. Τώρα όμως είχε αρχίσει να θυμίζει κυνήγι μαγισσών. Ο νεαρός με τα λεπτά γυαλιά που θύμιζε φοιτητή σίγουρα ήταν πολύ άπειρος για να έχει πρόσβαση σε εξαιρετικά ευαίσθητες πληροφορίες, σωστά; Διατηρώντας την αισιοδοξία του ο Γκρίνγουολντ υπέθεσε ότι ίσως ήταν ο γιος της πηγής, ή ο προσωπικός της βοηθός. Αν όχι, τότε η συνάντηση ήταν χάσιμο χρόνου, μια απάτη που θύμιζε Ιούλιο Βερν.

Από την πλευρά της η Πόιτρας επικοινωνούσε κρυφά με την πηγή επί τέσσερις μήνες. Ένιωθε σαν να τη γνώριζε – έστω τη διαδικτυακή εκδοχή της. Τώρα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί. «Παραλίγο να λιποθυμήσω όταν είδα πόσων ετών ήταν. Χρειάστηκα 24 ώρες για να προσαρμόσω τη σκέψη μου».

Ωστόσο, στη διάρκεια της μέρας ο Σνόουντεν διηγήθηκε την ιστορία του. Όπως είπε, ήταν ένας 29χρονος συμβασιούχος με την NSA. Η βάση του ήταν στο τοπικό κέντρο επιχειρήσεων της NSA στην Κούνια της Χαβάης. Πριν δύο εβδομάδες είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του, είχε εγκαταλείψει ουσιαστικά για πάντα την κοπέλα του και είχε επιβιβαστεί σε μια πτήση για το Χονγκ Κονγκ χωρίς να το πει σε κανέναν. Μαζί του είχε τέσσερις φορητούς υπολογιστές.

Η κρυπτογράφηση στους υπολογιστές ήταν στο ανώτατο επίπεδο. Μέσω αυτών όμως, ο Σνόουντεν είχε πρόσβαση σε έγγραφα που είχε αποσπάσει από τους εσωτερικούς σέρβερ της NSA και της GCHQ. Δεκάδες χιλιάδες έγγραφα. Τα περισσότερα έφεραν τη διαβάθμιση «Άκρως Απόρρητο». Ορισμένα έφεραν τη διαβάθμιση «Άκρως Απόρρητο Κατηγορίας 1» –το βρετανικό υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης για υποκλαπέν υλικό– ή ακόμα και «Κατηγορίας 2», δηλαδή όσο πιο απόρρητο γινόταν. Κανένας –με εξαίρεση ένα στενό κύκλο αξιωματούχων ασφαλείας– δεν είχε δει ποτέ πριν τέτοιου είδους έγγραφα. Ο Σνόουντεν άφησε να εννοηθεί ότι όσα μετέφερε αποτελούσαν τη μεγαλύτερη διαρροή πληροφοριών στην ιστορία.

Ο Γκρίνγουολντ πρόσεξε τα ίχνη της επανειλημμένης χρήσης της υπηρεσίας δωματίου – δίσκοι φαγητού, παρατημένα μπολ με νουντλς, βρώμικα μαχαιροπήρουνα. Ο Σνόουντεν είπε ότι είχε τολμήσει να βγει έξω μόλις τρεις φορές αφότου κατέλυσε στο Mira, δίνοντας το πραγματικό του όνομα, δεκαπέντε μέρες πριν. Καθόταν στο κρεβάτι ενώ ο Γκρίνγουολντ τον βομβάρδιζε με ερωτήματα: πού εργαζόσουν, ποιο ήταν το αφεντικό σου στη CIA, γιατί; Το διακύβευμα ήταν η αξιοπιστία του Γκρίνγουολντ. Όπως και των αρχισυντακτών του στην Guardian. Ωστόσο, αν ο Σνόουντεν ήταν αυτός που έλεγε, κάποια ομάδα ειδικών δυνάμεων της CIA θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εισβάλει στο δωμάτιο, να κατασχέσει τους υπολογιστές και να τον συλλάβει.

Είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι ο Σνόουντεν δεν ήταν απατεώνας. Οι πληροφορίες του μπορούσαν κάλλιστα να είναι αληθινές. Άλλωστε και οι λόγοι που τον είχαν οδηγήσει στη διαρροή ήταν πειστικοί. Η δουλειά του ως διαχειριστής συστημάτων σήμαινε –όπως εξήγησε ευκρινώς, πειστικά και ψύχραιμα– ότι είχε μία σπάνια ευρύτερη εικόνα των εκπληκτικών δυνατοτήτων παρακολούθησης της NSA, ότι μπορούσε να αντιληφθεί προς ποια σκοτεινά μονοπάτια βάδιζε η υπηρεσία.
Η NSA μπορούσε να παγιδεύσει «τους πάντες», από τον πρόεδρο και κάτω, όπως είπε. Θεωρητικά, η υπηρεσία κατασκοπείας υποτίθεται ότι συνέλεγε πληροφορίες σημάτων μόνο για ξένους στόχους, γνωστές ως SIGINT. Πρακτικά επρόκειτο για ανέκδοτο, είπε ο Σνόουντεν στον Γκρίνγουολντ: ήδη σάρωνε τα μεταδεδομένα εκατομμυρίων Αμερικανών. Τα τηλεφωνικά αρχεία, οι τίτλοι των ιμέιλ όπως και το περιεχόμενό τους συλλέγονταν χωρίς την παραμικρή αιτιολόγηση ή συγκατάθεση. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούσαν να δημιουργήσουν το πλήρες ηλεκτρονικό αφήγημα της ζωής ενός ατόμου – τους φίλους, τους ερωτικούς συντρόφους, τις χαρές και τις λύπες του.

Σε συνεργασία με την GCHQ, η NSA είχε παγιδεύσει κρυφά τα υποθαλάσσια καλώδια οπτικών ινών που διέτρεχαν τον πλανήτη. Αυτό επέτρεπε σε ΗΠΑ και Βρετανία να έχουν πρόσβαση σε μεγάλο μέρος των παγκόσμιων επικοινωνιών. Μυστικά δικαστήρια υποχρέωναν τους παρόχους επικοινωνίας να παραδίδουν τα στοιχεία τους. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Σνόουντεν, σχεδόν όλη η Σίλικον Βάλεϊ εμπλεκόταν με την NSA – η Google, η Microsoft, το Facebook, ακόμη και η Apple του Στιβ Τζομπς. Η NSA ισχυριζόταν ότι είχε «άμεση πρόσβαση» στους σέρβερ των τεχνολογικών κολοσσών.

Ενώ είχε αποκτήσει πρωτόγνωρες εξουσίες παρακολούθησης, η αμερικάνικη κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών απέκρυπτε την αλήθεια για τις δραστηριότητές της, είπε ο Σνόουντεν. Αν ο Τζέιμς Κλάπερ, ο διευθυντής μυστικών υπηρεσιών, είχε σκόπιμα πει ψέματα στο Κογκρέσο για τα προγράμματα της NSA, είχε διαπράξει κακούργημα. Η NSA παραβίαζε κατάφωρα το αμερικανικό σύνταγμα και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Μάλιστα, είχε τοποθετήσει μέχρι και κρυφές «κερκόπορτες» σε διαδικτυακό λογισμικό κρυπτογράφησης –που χρησιμοποιείται για τις ασφαλείς τραπεζικές συναλλαγές– καθιστώντας το σύστημα ευάλωτο στις παραβιάσεις.

Καθώς ο Σνόουντεν συνέχιζε να παραθέτει στοιχεία, η συμπεριφορά της NSA έμοιαζε να ξεπηδά από κάποιο δυστοπικό μυθιστόρημα του 20ου αιώνα. Θύμιζε τα γραπτά του Άλντους Χάξλεϊ και του Τζορτζ Όργουελ. Όμως ο τελικός στόχος της NSA έμοιαζε να πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα: να συλλέγει τα πάντα από τους πάντες, οπουδήποτε και αν βρίσκονταν, και να τα αποθηκεύει επ’ αόριστον. Σηματοδοτούσε ένα σημείο καμπής. Η ιδιωτικότητα έμοιαζε να έχει καταργηθεί. Οι υπηρεσίες κατασκοπείας είχαν καταλάβει παράνομα το διαδίκτυο – μια πάλαι ποτέ πλατφόρμα ατομικότητας και ελεύθερης έκφρασης. Ο Σνόουντεν χρησιμοποίησε τον όρο «πανοπτικόν». Ήταν ένας σημαντικός νεολογισμός του Βρετανού φιλόσοφου και κωδικογράφου Τζέρεμι Μπένθαμ από τον 18ο αιώνα. Περιέγραφε μια ευφυή κυκλική φυλακή όπου οι δεσμοφύλακες μπορούσαν να παρακολουθούν τους κρατούμενους ανά πάσα στιγμή, χωρίς οι τελευταίοι να γνωρίζουν αν τους βλέπουν.

Και αυτός ήταν ο λόγος, όπως τους διαβεβαίωσε ο Σνόουντεν, που αποφάσισε να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση. Να θυσιάσει τη ζωή και την καριέρα του. Είπε στον Γκρίνγουολντ ότι δεν ήθελε να ζει σε έναν κόσμο «όπου οτιδήποτε λέω, οτιδήποτε κάνω, με οποιονδήποτε μιλάω, κάθε εκδήλωση έρωτα ή φιλίας καταγράφεται».

Τις επόμενες βδομάδες οι ισχυρισμοί του Σνόουντεν θα πυροδοτούσαν μια κοσμοϊστορική δημόσια συζήτηση. Θα εξόργιζαν τον Λευκό Οίκο και την Ντάουνινγκ Στριτ. Και θα προκαλούσαν παγκόσμιο χάος καθώς ο Σνόουντεν αναχώρησε από το Χονγκ Κονγκ, επιχείρησε να λάβει πολιτικό άσυλο στη Λατινική Αμερική και τελικά βρέθηκε παγιδευμένος στη Μόσχα του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Παρά την πυρετώδη πόλωση των αμερικάνικης πολιτικής, οι δεξιοί ελευθεριακοί και οι αριστεροί Δημοκρατικοί ενώθηκαν για να υποστηρίξουν τον Σνόουντεν.

Στην Αμερική και στην Ευρώπη (αν και όχι αρχικά στη Βρετανία του Τζέιμς Μποντ), υπήρξε μια ζωηρή αντιπαράθεση για τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και τις ατομικές ελευθερίες, ανάμεσα στην ελευθερία του λόγου και την ιδιωτικότητα. Παρά την πυρετώδη πόλωση των αμερικάνικης πολιτικής, οι δεξιοί ελευθεριακοί και οι αριστεροί Δημοκρατικοί ενώθηκαν για να υποστηρίξουν τον Σνόουντεν. Ακόμη και ο πρόεδρος Ομπάμα παραδέχτηκε ότι η συζήτηση είχε καθυστερήσει και απαιτούνταν μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τις αμερικανικές αρχές να ακυρώσουν το διαβατήριο του Σνόουντεν, να τον κατηγορήσουν για κατασκοπεία και να απαιτήσουν την επιστροφή του από τη Ρωσία.

Ο αγώνας για τη δημοσιοποίηση της ιστορίας του Σνόουντεν θα προκαλούσε στους ίδιους τους δημοσιογράφους δραματικά προβλήματα – νομικά, λογιστικά, συντακτικά. Έφερε μια διάσημη εφημερίδα, την παγκόσμια ιστοσελίδα της και ορισμένους συμμάχους της στα μέσα ενημέρωσης σε ευθεία αντιπαράθεση με μερικά από τα ισχυρότερα άτομα στον πλανήτη. Και οδήγησε στην καταστροφή των σκληρών δίσκων της Guardian σε ένα υπόγειο, υπό την επιτήρηση δύο πρακτόρων της GCHQ. Η καταστροφή των μηχανημάτων αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σουρεαλιστικό επεισόδιο στην ιστορία της δυτικής δημοσιογραφίας και των αγώνων της κατά του κράτους.

Καθισμένος στο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο του Χονγκ Κονγκ, κι ενώ ετοιμαζόταν να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, ο Σνόουντεν ήταν ήρεμος. Σύμφωνα με τον Γκρίνγουολντ ήταν πεπεισμένος για την ορθότητα των πράξεων του, διανοητικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά. Ως επακόλουθο των διαρροών, ο Σνόουντεν αναγνώριζε ότι σίγουρα θα κατέληγε στη φυλακή. Όμως στη διάρκεια εκείνου του καταλυτικού καλοκαιριού, εξέπεμπε μία αίσθηση ηρεμίας και αυτοκυριαρχίας. Εσωτερικά, η βεβαιότητά του ήταν ακλόνητη σαν βράχος. Και τίποτα δεν μπορούσε να τον επηρεάσει.