Τη δεκαετία του 1960 ένας Αμερικανός διπλωμάτης είχε δηλώσει πως τα μίνι-κράτη της Αφρικής είναι «τόσο ασήμαντα» που δύσκολα άξιζαν ένα αμερικανικό προξενείο. Αυτό θα ήταν -σύμφωνα με κάποιους αναλυτές- το απαύγασμα της αμερικανικής πολιτικής έναντι κρατών σε Αφρική και Ασία, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για μια άλλη υπερδύναμη που δεν είχε την ίδια άποψη: την Κίνα.*

Ads

Το ερώτημα παρέμενε, πώς οι ΗΠΑ -μια χώρα που για καιρό φανταζόταν ότι είναι παγκόσμιος ηγέτης- κατάντησαν τόσο «περιθωριακές» στις προτεραιότητες πολλών άλλων κρατών εκτός των παραδοσιακών συμμάχων τους σε Ευρώπη και Βορειοανατολική Ασία; Την εξήγηση σε αυτό το παράδοξο δίνει με άρθρο του στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy ο πρώην ανταποκριτής και υπεύθυνος του γραφείου των New York Times στην Κίνα Howard W. French.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό, ο οποίος σήμερα διδάσκει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, η Κίνα κοντολογίς έχει καλύψει έξυπνα τα διεθνή κενά που άφησαν οι Αμερικανοί χάρη στους δογματισμούς της Ουάσινγκτον, την εμμονή της σε στρατιωτικές λύσεις και την υποτίμηση εκ μέρους της των «μικρών ψαριών» σε Αφρική και Ασία.

Κατ’ αρχάς, μέρος της απάντησης, σύμφωνα με τον Howard W. French, έγκειται στο γεγονός ότι οι Δυτικοί έχουν «χάψει τον δικό τους μύθο», ότι δηλαδή η πρόοδος πηγάζει φυσικά από τη «δυτικότητά» τους και ότι η κανονική τάξη πραγμάτων σημαίνει ότι αυτοί ηγούνται και οι άλλοι ακολουθούν.

Ads

«Μόλις τώρα αναδυόμαστε από ένα διάλειμμα δεκαετιών κατά το οποίο οι Δυτικοί παρομοίασαν τους Ανατολικούς Ασιάτες με μυρμήγκια και αναρωτιόντουσαν συνήθως εάν οι κοινωνίες τους, χωρίς τα φιλελεύθερα πολιτικά θεμέλια της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να προχωρήσουν πέρα από μια αντιγραφή και να γίνουν ανταγωνιστικές στην τεχνολογική καινοτομία. Η δημοκρατία δυτικού τύπου και ό,τι θεωρείται «ελεύθερη αγορά» θεωρήθηκαν θεμελιώδεις για τη διαρκή εθνική επιτυχία» αναφέρει ο ακαδημαϊκός. «Ωστόσο, η μακρά και σταθερή άνοδος της Κίνας» σημαίνει ότι «θα ήταν λάθος» στη Δύση «να βρουν παρηγοριά στις αγαπημένες τους ιδεολογικές βεβαιότητες» τόνιζει.

Για τον French, ένα άλλο μέρος της απάντησης εντοπίζεται στη συνηθισμένη υπερβολική εξάρτηση των ΗΠΑ σε στρατιωτικές λύσεις για τα παγκόσμια προβλήματα. Ο αμερικανικός στρατός προ πολλού αντικατέστησε κάθε άλλο τμήμα της κυβέρνησης των ΗΠΑ σε εμπλοκές στο εξωτερικό «συμπεριλαμβανομένου ενός ατροφικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο δεν διαθέτει ούτε το είδος των ανθρώπινων πόρων που απαιτούνται για να εμπλακεί εποικοδομητικά με μεγάλο μέρος του κόσμου ούτε τα οικονομικά μέσα για να έχει μεγάλο προγραμματικό αντίκτυπο».

Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο, ενώ η Ουάσινγκτον διατηρεί στενές σχέσεις με τους παραδοσιακούς της εταίρους (δυτικοευρωπαϊκά κράτη, Ισραήλ, Ιαπωνία, Αυστραλία), ο French επικρίνει την αδιαφορία της για τις άλλες χώρες. «Αυτή η ηθελημένη άγνοια έχει αφήσει το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου ανοιχτό στις προόδους της κινεζικής διπλωματίας και των επιχειρήσεων. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους Κινέζους για την πλήρωση του κενού;» αναρωτιέται ο Howard W. French.

«Έχω δει πως παίζεται αυτό το παιχνίδι στην Αφρική σε όλη μου την καριέρα» καταγράφει ο Αμερικανός πρώην ανταποκριτής των New York Times. «Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, καθώς αφρικανικές χώρες εγκαθίδρυαν δημοκρατικές κυβερνήσεις -τελειώνοντας μια ζοφερή για δεκαετίες περίοδο δικτατορίας που τροφοδοτήθηκε ουσιαστικά από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου- η Ουάσινγκτον συγκέντρωσε λίγους πόρους για να υποστηρίξει τη συμμετοχική πολιτική ή την οικονομική αναζωογόνηση στην Αφρική».

Ήδη από την εποχή Αιζενχάουερ 

Αυτή η ιστορία εγκατάλειψης της Αφρικής και της Ασίας, όπως αναφέρει ο Howard W. French, ξεκινάει ήδη από τη δεκαετία του 1950 επί προεδρίας Ντουάιτ Αϊζενχάουερ δίνοντας βάση περισσότερο στη Δυτική Ευρώπη. «Η λογική ήταν ότι αυτή η προσέγγιση θα επέτρεπε στην Ουάσιγκτον να επικεντρώσει την προσοχή της στα υποτιθέμενα «μεγάλα ψάρια» – τους ανθρώπους και τα μέρη που είχαν σημασία, εννοώντας τα βασικά έθνη που αναφέρθηκαν παραπάνω».

Μικρή παρένθεση σε αυτή την πολιτική αποτέλεσε η προεδρία Τζον Κένεντι η οποία εστίασε κάπως την προσοχή της σε Αφρική και Λατινική Αμερική.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον δρ. Philip Muehlenbeck (Πανεπιστήμιο Κολούμπια) «η κυβέρνηση Λύντον Τζόνσον ουσιαστικά τερμάτισε την εποχή της μεγάλης αμερικανικής χρηματοδότησης για την αφρικανική ανάπτυξη», αφήνοντας την ήπειρο «για άλλη μια φορά υποβιβασμένη στο παρασκήνιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής». Ο Τζόνσον μάλιστα είχε στηρίξει και τη δικτατορία του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, η οποία διατήρησε τον αποικιακό έλεγχο σε Μοζαμβίκη, Αγκόλα και άλλα αφρικανικά εδάφη, και το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.

Σύμβουλος του τότε Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας έγραψε για την Αφρική: «Σκοπεύουμε να ελαχιστοποιήσουμε την προσοχή και τους πόρους που πρέπει να απευθυνθούν σε αυτούς».

Τη δεκαετία του 1990, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ George Moose είχε ομολογήσει στον ίδιο τον French ότι η «δουλειά του συνίστατο σε μεγάλο βαθμό στο να εμποδίζει τα αφρικανικά θέματα να ανέβουν στο επίπεδο όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα έπρεπε να δώσει προσοχή».

Αυτή η προσέγγιση όμως της Ουάσινγκτον επεκτείνεται και πέρα από την Αφρική, σύμφωνα τον French, σε νησιά του Νότιου Ειρηνικού. «Οι ΗΠΑ ακολουθούσαν το «εγχειρίδιο» του προσωπικού του Νίξον και δεν διατηρούσαν καν πρεσβεία» στις Νήσους του Σολομώντα ενώ η «Κίνα σταδιακά κέρδισε την εύνοια της χώρας χτίζοντας τις εξαιρετικά απαιτούμενες υποδομές και χρηματοδοτώντας άλλα αναπτυξιακά έργα που φαινόταν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των Νήσων Σολομώντος» παρατηρεί ο Αμερικανός ακαδημαϊκός.

Οι εξελίξεις αυτές αιφνιδίασαν τις ΗΠΑ, βλέποντας τον περασμένο μήνα την Κίνα να υπογράφει σύμφωνο ασφαλείας με τις Νήσους Σολομώντα.

Διδάγματα για τις ΗΠΑ

Έτσι, για τον Howard W. French υπάρχουν σημαντικά διδάγματα που πρέπει να αντληθούν υπογραμμίζοντας ότι πλέον ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Κίνα δεν θα είναι στρατιωτικός. «Η εποχή που οι ΗΠΑ μπορούσαν να προβάλουν και να διατηρήσουν αρκετή ισχύ στην περιοχή της Κίνας για να κάνουν ακόμη και μια κλασική -δηλαδή, μη πυρηνική- αντιπαράθεση ελκυστική, αν πράγματι υπήρχε μια τέτοια εποχή, πλησιάζει γρήγορα στο τέλος της».

Όπως αναφέρει, σε μια εποχή που τα δαπανηρά σύμβολα της εθνικής ισχύος, (π.χ. τα αεροπλανοφόρα), είναι ολοένα και πιο ευάλωτα στις κινεζικές άμυνες στις θάλασσες ανοιχτά της Ασίας, οι κλασικοί ανταγωνισμοί θα αντικατασταθούν από τον μεγάλο ανταγωνισμό του μέλλοντος και θα αφορά στις περιοχές που ζουν λαοί έξω από τους γεωγραφικούς τομείς που εστίαζαν παραδοσιακά οι Αμερικανοί: τον πρώην Τρίτο Κόσμο.

«Ό,τι κι αν σκεφτεί κανείς για την πολιτική ή τις μεθόδους της, η Κίνα φαίνεται να το έχει αντιληφθεί με πολύ πιο επείγοντα τρόπο από ό,τι οι ΗΠΑ. Στην Αφρική, την Κεντρική Ασία και πολλά άλλα μέρη του κόσμου, ενώ η Αμερική κοιμάται, η Κίνα έχει γίνει ο κορυφαίος ξένος πάροχος δημόσιων αγαθών, με δανεισμό αναπτυξιακών έργων που ξεπερνά επίσης εκείνον της Παγκόσμιας Τράπεζας» υπογραμμίζει.

«Στον βαθμό που λίγοι στη Δύση το έχουν καταλάβει, αυτός θα είναι ο πιο σημαντικός τομέας ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στις επόμενες δεκαετίες: συνάντηση με λαόυς στους τόπους που ζουν και αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που κυριαρχούν στη ζωή τους, όπως πχ παροχή βοήθειας για σύνδεση των ανθρώπων μέσω υποδομών, βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών, διεύρυνση της ευημερίας και προστασία του περιβάλλοντος. Οι παλιές ρητορικές επιφυλάξεις όπως “δημοκρατία” και “ανθρώπινα δικαιώματα” είναι σημαντικές, αλλά είναι δύσκολο να τις φανταστεί κανείς να ανθίζουν χωρίς θεμέλια σαν αυτά που αναφέρθηκαν» συμπεραίνει ο French.

*O Βαγγέλης Γεωργίου είναι ερευνητής δημοσιογράφος. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε το βιβλίο του «ΕΛΛΑΣ-ΕΟΚ: Εμπιστευτικό» αποκαλύπτοντας το πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ/ΕΕ μέσα από τα αρχεία του ΥΠΕΞ που έρχονται στο φως για πρώτη φορά.