Η Σαουδική Αραβία κατηγορείται ότι υπερασπίζεται το ίδιο άκαμπτο δόγμα που ασπάζονται και οι τζιχαντιστές, καθώς και ότι μάχεται εναντίον του κοινού τους εχθρού, των σιιτών. Η βασιλική οικογένεια, η οποία σπαράσσεται από έριδες, κρατάει μια στάση δυσφορίας και δυσαρέσκειας απέναντι στον Αμερικανό της σύμμαχο και υφίσταται τις συνέπειες του πολέμου των τιμών του πετρελαίου που η ίδια πυροδότησε.

Ads

«Είμαστε πραγματικά ανίκανοι να οργανώσουμε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το μόνο πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε είναι να υπογράφουμε επιταγές» (1). Με αυτόν τον τρόπο εξηγούσε ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ Φαϋζάλ –επικεφαλής των σαουδαραβικών υπηρεσιών πληροφοριών την περίοδο της εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν (1979-1989)– τη συμμετοχή της χώρας του στο αφγανικό τζιχάντ. Εκείνη την εποχή, υλοποιώντας το πνεύμα του Συμφώνου του Quincy (2), η Σαουδική Αραβία χρηματοδοτούσε τις επιχειρήσεις που οργάνωναν με μεγάλη μυστικότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες σε «κομμουνιστικές χώρες», όπως η Αγκόλα κι η Νικαράγουα, δίχως περιττές και ενοχλητικές ερωτήσεις.

Την περίοδο του Πολέμου του Κόλπου (1990-1991), ο οποίος δρομολογήθηκε από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους πατέρα, τα σαουδαραβικά στρατεύματα πολέμησαν στο πλευρό του αμερικανικού στρατού, στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνασπισμού, για να εκδιώξουν τα ιρακινά στρατεύματα από το Κουβέιτ. Αργότερα, όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Τζορτζ Μπους υιός, ο οποίος είχε δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τη σαουδαραβική ηγεσία από τότε που εργαζόταν στη βιομηχανία πετρελαίου του Τέξας, η εγκάρδια συνεννόηση συνεχίστηκε παρά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Εξάλλου, ο πρίγκιπας Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν, πρέσβης στις Ηνωμένες Πολιτείες την περίοδο 1983-2005 (και γιος του πανίσχυρου υπουργού Άμυνας), αποκλήθηκε «Μπαντάρ Μπους» (3).

Οι πολυάριθμες κριτικές που ασκούνται στο σαουδαραβικό βασίλειο, το οποίο κατηγορείται ότι εξάγει τη σουνιτική τρομοκρατία σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στις οποίες προβαίνει το καθεστώς, προέρχονται κυρίως από τον Τύπο και από τα μέλη του Κογκρέσου.

Ads

Μετά την άνοδο στην εξουσία του Μπάρακ Ομπάμα, οι σχέσεις είναι λιγότερο εγκάρδιες. Πολλές φορές, οι Σαουδάραβες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι είχαν τη δυνατότητα να χειραφετηθούν από την αμερικανική κηδεμονία, μέσα από την προσέγγιση με χώρες όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία και κυρίως η Κίνα. Το βασίλειο συμμετέχει ενεργά στην G20 καθώς και σε διάφορα άλλα διεθνή φόρα. Στο εξής, η διπλωματία των επιταγών συμβαδίζει κυρίως με αυτόνομες στρατιωτικές πρωτοβουλίες και με μαζικές επεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις των γειτονικών χωρών, κυρίως όταν το Ριάντ επιθυμεί να εξουδετερώσει την ιρανική επιρροή ή να διατρανώσει την ηγεμονία του στον σουνιτικό κόσμο.

Μέλη της βασιλικής οικογένειας που διαθέτουν μεγάλη επιρροή δεν διστάζουν πλέον να εκφράζουν ανοιχτά τα παράπονα που έχουν για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, φθάνοντας ακόμα και στο σημείο να κατηγορήσουν τον Ομπάμα για ασυνέπεια, ακόμα και για δόλια συμπεριφορά. Η λιτανεία των κατηγοριών είναι ατελείωτη: θεωρούν ότι αδιαφορεί για τη Μέση Ανατολή και ενδιαφέρεται μονάχα για την Ασία. Τον κατηγορούν ότι εγκατέλειψε στην τύχη του τον Αιγύπτιο πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ και ότι αντιμετώπισε με συμπάθεια (αρχικά, τουλάχιστον) την «αραβική άνοιξη». Τον κατηγορούν επίσης ότι το 2013 εγκατέλειψε την ιδέα της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, παρά το γεγονός ότι το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ ξεπέρασε την κόκκινη γραμμή της χρήσης χημικών όπλων.

Η κυριότερη, πάντως, κατηγορία που απευθύνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι εγκατέλειψαν την πολιτική εχθρότητας και ανάσχεσης του Ιράν που εφάρμοζαν επί δεκαετίες και διαπραγματεύτηκαν με μια χώρα η οποία αποτελεί ιστορικό εχθρό του βασιλείου. Από εκείνη τη στιγμή, οι εκδηλώσεις δυσφορίας και δυσαρέσκειας πολλαπλασιάστηκαν. Έτσι, αφού εξελέγη –χάρη σε μια εντατική καμπάνια λόμπινγκ– μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η Σαουδική Αραβία παραιτήθηκε από τη θέση αυτή. Στη συνέχεια, ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού, ο υπουργός Εξωτερικών πρίγκιπας Σαούντ Αλ Φαϋζάλ αρνήθηκε να εκφωνήσει τον λόγο του, διαμαρτυρόμενος για την αδράνεια του ΟΗΕ στη Συρία.

Αν και ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη, η σύναψη της συμφωνίας ανάμεσα στο Ιράν και στο «Ρ5+1» (4) προκάλεσε σοκ στους κόλπους της σαουδαραβικής μοναρχίας. Πράγματι, από την εποχή της ιρανικής επανάστασης του 1979, οι δύο γειτονικές χώρες του Κόλπου έχουν επιδοθεί σε έναν πραγματικό ψυχρό πόλεμο, δαιμονοποιώντας η μία την άλλη. Μετά την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, το 1971, από την περιοχή, η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή στηριζόταν θεωρητικά στο «δόγμα Νίξον» και στην στρατηγική των «δύο πυλώνων», του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι την επανάσταση του 1979, ο πραγματικός «χωροφύλακας των Ηνωμένων Πολιτειών» στην περιοχή ήταν ο σάχης της Περσίας. Μονάχα αυτός απολάμβανε ορισμένα προνόμια όπως η «λευκή επιταγή», δηλαδή το δικαίωμα να αγοράζει από τις Ηνωμένες Πολιτείες οποιονδήποτε στρατιωτικό εξοπλισμό επιθυμούσε, δίχως τον παραμικρό περιορισμό και χωρίς κανέναν έλεγχο από το Κογκρέσο.

Οι Σαουδάραβες ηγέτες φοβούνται ότι η προσέγγιση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην Τεχεράνη θα πραγματοποιηθεί εις βάρος τους. Δεν έχουν πάψει να ζητούν μια «στρατηγική ισοτιμία» με το Ιράν, καθώς και εγγυήσεις για την ασφάλεια της χώρας. Αμέσως μετά τη σύναψη της συμφωνίας, ο πρόεδρος Ομπάμα διακήρυξε εκ νέου την «ακλόνητη δέσμευση» της χώρας του «υπέρ της ασφάλειας των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Περσικό Κόλπο» και επανέλαβε την υπόσχεσή του ότι θα υπάρξει «επέμβαση σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης». Έσπευσε δε να καλέσει στο Καμπ Ντέιβιντ τους ηγέτες των έξι χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (CCG) –Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κουβέιτ, Κατάρ και Ομάν– για να τους καθησυχάσει. Σε μια υπέρτατη έκφραση δυσαρέσκειας, ο βασιλιάς Σαλμάν αρνήθηκε να παρευρεθεί στη συνάντηση. Τελικά, η επίσκεψη του Σαουδάραβα μονάρχη στις Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου. Με αντάλλαγμα επιπλέον εγγυήσεις για την ασφάλειά της, η Σαουδική Αραβία ξαναβρήκε τη θέση της κάτω από την προστατευτική ασπίδα της μοναδικής μεγάλης δύναμης η οποία είναι σε θέση να της προσφέρει την ασφάλεια που χρειάζεται απέναντι στο Ιράν.

Η επιστροφή στη λογική εξηγείται επίσης και από την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου από το καλοκαίρι του 2014, καθώς επίσης και από τη συσσώρευση απογοητεύσεων. Η (σχετική) χειραφέτηση του βασιλείου απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να εξηγηθεί και με τον πλούτο που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της υπερδεκαετούς περιόδου όπου η αγορά ακολουθούσε ανοδικές τάσεις. Όπως αποδείχθηκε από τα SaudiLeaks, το βασίλειο είχε μετατραπεί σε περιφερειακή δύναμη, την οποία όλοι προσπαθούν να προσεταιριστούν (5). Η διπλωματία των επιταγών τής επέτρεψε να κάνει αισθητό τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει στον σουνιτικό κόσμο και στην αραβική αντεπανάσταση, τη στιγμή που η Τουρκία και το Κατάρ έπαιζαν το χαρτί των Αδελφών Μουσουλμάνων. Μετά το πραξικόπημα του Αμντέλ Φατάχ Αλ Σίσι, τον Ιούλιο του 2013, η αιγυπτιακή οικονομία εξαρτάται απόλυτα από τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το κόστος της υποστήριξης ανέρχεται ήδη στα 6,5 δισ. δολάρια.

Χάρη στην αδιατάρακτη ροή εσόδων που του εξασφάλιζε το πετρέλαιο, το καθεστώς έμοιαζε να έχει τη δυνατότητα να διατηρεί την κοινωνική ειρήνη και να κατευνάζει τις εντάσεις, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε μια περιοχή στην οποία επικρατούσε έντονος αναβρασμός. Οι συχνές πράξεις γενναιοδωρίας απέναντι στον πληθυσμό αποτελούσαν σημαντικό χαρακτηριστικό του σαουδαραβικού κράτους πρόνοιας: 130 δισ. δολάρια παροχών την περίοδο της «αραβικής άνοιξης», 29 δισ. δολάρια για τον εορτασμό της ενθρόνισης του νέου μονάρχη κ.λπ. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν κι οι θετικές επιπτώσεις των γιγάντιων προγραμμάτων για την κατασκευή υποδομών (λιμανιών, αεροδρομίων, οδικών αξόνων, σιδηροδρομικών γραμμών κ.λπ.), καθώς και των κυβερνητικών πρωτοβουλιών στους τομείς της εκπαίδευσης, της στέγης και της υγείας, αλλά και των επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στη γεωργία, οι οποίες αποσκοπούν στη διαφοροποίηση της οικονομίας της χώρας και στον περιορισμό της εξάρτησής της από το πετρέλαιο και από τις εισαγωγές.

Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, το πλέον ριψοκίνδυνο στοίχημα της κυβέρνησης υπήρξε η πετρελαϊκή πολιτική της. Ενώ η παραδοσιακή σαουδαραβική πολιτική αποσκοπούσε στη σταθεροποίηση των αγορών, η σύνοδος του ΟΠΕΚ της 27ης Νοεμβρίου του 2014 σηματοδότησε μια ριζική στροφή. Η τιμή του αργού πετρελαίου, η οποία κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών ανερχόταν στα 115 δολάρια ανά βαρέλι, έπεσε στα 70 δολάρια. Επικαλούμενος την ανάγκη αντιμετώπισης του αμερικανικού πετρελαίου που παράγεται από την εκμετάλλευση των σχιστολιθικών πετρωμάτων, ο υπουργός Πετρελαίου Αλί Αλ Ναΐμι ενέκρινε την προσφυγή στον πόλεμο τιμών: κατά τη γνώμη του, αντί να κλείσουν οι στρόφιγγες του πετρελαίου, έπρεπε να πλημμυρίσει πετρέλαιο η αγορά καθώς, όταν θα έβγαιναν εκτός μάχης οι Αμερικανοί παραγωγοί, οι τιμές θα ξανανέβαιναν. Επιπλέον, η συγκεκριμένη πολιτική θα εξασφάλιζε κι ένα επιπλέον παράπλευρο όφελος: θα προκαλούσε ασφυξία στην οικονομία των Ιρανών εχθρών. Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη. Η κατάρρευση των τιμών δεν συνοδεύτηκε από ανάκαμψη της ζήτησης πετρελαίου, ούτε και τέθηκαν εκτός μάχης οι Αμερικανοί παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου. Και οι συνομιλίες των Αμερικανών με το Ιράν συνεχίστηκαν, καθώς η Ισλαμική Δημοκρατία πόνταρε τα πάντα στις θετικές οικονομικές συνέπειες που αναμένεται να έχει η άρση του εμπάργκο.

Λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, το Ριάντ οφείλει να περικόψει τις δαπάνες

Τον Αύγουστο του 2015, η τιμή του βαρελιού έπεσε κάτω από τα 40 δολάρια, λόγω της υπερπροσφοράς πετρελαίου και των ανησυχιών που δημιουργούσε η πορεία της κινεζικής οικονομίας. Όμως, για να μπορεί το Ριάντ να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του, η τιμή του βαρελιού δεν πρέπει να είναι μικρότερη των 106 δολαρίων. Συνεπώς, θα χρειαστεί να περικόψει δαπάνες. Ποιες όμως; Ο κατάλογος όσων επωφελούνται από τις δαπάνες και των δικαιούχων των παροχών είναι μακρύς: στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το καθεστώς όταν η τιμή του πετρελαίου ήταν υψηλή, ήλθαν να προστεθούν κι οι σημαντικές στρατιωτικές δαπάνες, καθώς η επανένταξη του Ιράν στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας πυροδοτεί ανησυχίες. Θα καταστεί όμως δυνατόν να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη;

Ο νέος μονάρχης –ο ογδοντάχρονος Σαλμάν Μπεν Αμπντελαζίζ Αλ Σαούντ, ο οποίος διαδέχτηκε τον ετεροθαλή αδελφό του Αμπνταλά, που πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2015 σε ηλικία 90 ετών– είναι υποχρεωμένος να δώσει λύσεις σε αυτά τα διλήμματα. Ο νέος «υπηρέτης των δύο ιερών τζαμιών» (ο επίσημος τίτλος του) προσπαθεί να δώσει εχέγγυα στους συντηρητικούς τους οποίους είχαν ανησυχήσει οι –προσεκτικές ωστόσο– μεταρρυθμίσεις του προκατόχου του. Στις πρώτες αποφάσεις του νέου βασιλιά συγκαταλεγόταν η αντικατάσταση του αρχηγού της θρησκευτικής αστυνομίας –της οποίας η επίσημη επωνυμία είναι «Επιτροπή για την προώθηση της αρετής και για την πρόληψη της διαστροφής» – επειδή θεωρήθηκε υπερβολικά ανεκτικός. Την ίδια τύχη είχε κι η υφυπουργός Παιδείας, η γυναίκα με το υψηλότερο αξίωμα στους κόλπους της κυβέρνησης, της οποίας ο διορισμός, το 2009, είχε χαιρετιστεί ως ένδειξη προόδου του καθεστώτος.

Ωστόσο, η πλέον αμφιλεγόμενη απόφαση του νέου μονάρχη υπήρξε η ανατροπή της πολιτικής ιεραρχίας. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές γεγονός σε μια χώρα συνηθισμένη στην γεροντοκρατία: από τους δεκάδες επίδοξους δελφίνους του θρόνου, όταν έλθει η στιγμή της διαδοχής, θα ανέλθουν στον θρόνο δύο άνδρες που ανήκουν στην «τρίτη γενιά», δηλαδή στους εγγονούς του βασιλιά που ίδρυσε τη δυναστεία. Ο υπουργός Εσωτερικών, ο πενηνταεξάχρονος Μοχάμεντ Μπεν Ναγιέφ, ο οποίος είχε οριστεί αναπληρωτής πρίγκιπας διάδοχος κατά τη στέψη του Σαλμάν, προάγεται σε πρίγκιπα διάδοχο, αντικαθιστώντας τον πρίγκιπα Μουκρίν, έναν από τους τελευταίους επιζώντες της «δεύτερης γενιάς», ο οποίος απομακρύνεται από το αξίωμά του. Ο τριαντάχρονος Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν, γιος του βασιλιά, υπουργός Άμυνας (και επικεφαλής του γραφείου του βασιλιά) διορίζεται δεύτερος τη τάξει διάδοχος. Ο πρώτος επιφορτίζεται με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενώ ο δεύτερος με τις στρατιωτικές και τις οικονομικές υποθέσεις του κράτους. Η παλατιανή επανάσταση σηματοδοτεί τη μεγάλη επιστροφή στην εξουσία της φατρίας των Σουνταΐρι, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε στα χέρια της τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και κυρίως των υπουργείων Εσωτερικών και Άμυνας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο πόλεμος στην Υεμένη –ο οποίος διεξάγεται από το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας με τη συνδρομή των 9 σουνιτικών χωρών (6) και την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων και του ΟΗΕ– θα δώσει την ευκαιρία στους δύο νέους ισχυρούς άνδρες του καθεστώτος να αποδείξουν την αξία τους. Όμως, ο στόχος που έχει επίσημα διακηρυχτεί –ο τερματισμός της εξέγερσης των Χουτιστών στην Υεμένη, που υποστηρίζονται από το Ιράν και η επιστροφή στην εξουσία του εκλεγμένου προέδρου Αμντ Ραμπό Μανσούρ Χαντί– κάθε άλλο παρά έχει επιτευχθεί. Επιπλέον, ο απολογισμός των επιχειρήσεων είναι απογοητευτικός: 5.000 νεκροί, από τους οποίους το ένα τρίτο είναι άμαχοι.

Είναι πολύ πιθανόν ότι η πολεμοχαρής φυγή προς τα εμπρός θα συνεχιστεί, προς μεγάλη χαρά των δυτικών πρωτευουσών. Μονάχα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει παραγγελίες οπλικών συστημάτων ύψους 90 δισ. δολαρίων (7), ενώ και η Γαλλία έχει αυξήσει σημαντικά τις πωλήσεις της στη χώρα. Ωστόσο, μια πολιτική που χαροποιεί τους ξένους προμηθευτές όπλων δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από την κοινή γνώμη του βασιλείου, η οποία ασκεί σφοδρή κριτική στον νέο μονάρχη και στους δύο πρίγκιπες διαδόχους, ενώ κριτικές διατυπώνονται και στους κόλπους της βασιλικής οικογένειας. Πολλαπλασιάζονται δε οι εκκλήσεις για παραίτηση του μονάρχη (ο οποίος πάσχει από Αλτσχάιμερ) και για απομάκρυνση των πριγκίπων διαδόχων. Το φονικό ατύχημα που προκλήθηκε από τον συνωστισμό των προσκυνητών στη Μίνα, κοντά στη Μέκκα, κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος, δεν διευκολύνει τη θέση τους. Η καταστροφή, η οποία λέγεται ότι προκάλεσε τον θάνατο περισσότερων από 2.000 ατόμων και αποτελεί το φονικότερο ατύχημα στη σύγχρονη ιστορία του προσκυνήματος, αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανικανότητας της ηγετικής ομάδας που βρίσκεται στην εξουσία.

Παραπομπές:

1. Steve Coll, «Ghost War: The Secret History of the CIA, Afghanistan and Bin Laden, from the Soviet Invasion to September 10, 2001», Penguin Books, Νέα Υόρκη, 2004.
2. Το σύμφωνο, το οποίο υπογράφηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1945 πάνω στο αμερικανικό καταδρομικό Quincy, από τον βασιλιά Αμπντελαζίζ Ιμπν Σαούντ και τον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ, εγγυόταν την προστασία του βασιλείου από οποιαδήποτε εξωτερική απειλή και, σε αντάλλαγμα, το βασίλειο ανελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του ενεργειακού ανεφοδιασμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Το σύμφωνο ανανεώθηκε το 2005 από τον Τζορτζ Μπους.
3. David B. Ottaway, «The Kings Messenger: Prince Bandar bin Sultan and America’s Tangled Relationship with Saudi Arabia», Walker and Company, Νέα Υόρκη 2010.
4. Τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, δηλαδή η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία, συν η Γερμανία.
5. Βλέπε Marc Lynch, «How leaked Saudi documents might really matter», «The Washington Post», 21 Ιουνίου 2015.
6. Μπαχρέιν, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία, Κουβέιτ, Μαρόκο, Πακιστάν, Κατάρ, Σουδάν.
7. Cristopher Blanchard, «Saudi Arabia: Background and US Relations», Congressional Research Service, Ουάσιγκτον, 8 Σεπτεμβρίου 2015, fas.org.

* Του Ibrahim Warde – Aναπληρωτής καθηγητής στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts (Μέντφορντ, Μασσαχουσέττη, ΗΠΑ). Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «The Price of Fear: The Truth Behind the Financial War on Terror», University of California Press, 2008.

Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

Πηγή: Le Monde diplomatique