Τραμπ και Κιμ Γιονγκ Ουν επιδίδονται σε ένα πυρηνικό – σε αυτή την περίπτωση – «Chicken Game» και η διεθνής κοινότητα κρατάει την ανάσα της, ελπίζοντας πως κανείς δεν θα φτάσει μέχρι το τέλος. Οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη υπερδύναμη του κόσμου και έχουν τη στήριξη των συμμάχων τους, τόσο στη Δύση, όσο και γύρω από τη Βόρεια Κορέα, δηλαδή της Σεούλ και του Τόκιο. Παρ’ όλα αυτά στο «Chicken Game» αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, η Βόρεια Κορέα δείχνει να έχει το πάνω χέρι κι αυτό είναι κάτι που σχετίζεται με την παράλογη στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ.

Ads

Οι ΗΠΑ έχουν χτυπήσει πολλές φορές το κεφάλι τους στον τοίχο της Βόρειας Κορέας τα τελευταία εβδομήντα και πλέον χρόνια, χωρίς επιτυχία. Στη χώρα των Κιμ δεν άλλαξε τίποτα ή δεν άλλαξαν αυτά που θα ήθελε η Αμερική. Αντίθετα οι ΗΠΑ άρχισαν να δέχονται το ένα χτύπημα, μετά το άλλο. Το τελευταίο διάστημα οι δυο χώρες βρίσκονται στο ζενίθ της μεταξύ τους έντασης. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν «διαφημίζει» με κάθε τρόπο το όλο και πιο εξελιγμένο, κατά τη Βόρεια Κορέα, πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας.

Μετά τις τελευταίες βαλλιστικές δοκιμές που έκανε ο Κιμ για να αποδείξει ότι μπορεί πλήξει τις ΗΠΑ, ο Τραμπ επέλεξε μια επιθετική και πολεμική ρητορική εναντίον της Πιονγκγιανγκ απειλώντας με «φωτιά και οργή». Η στρατηγική αυτή απέτυχε οικτρά, αφού εμμέσως αποδοκιμάστηκε ακόμη και από τα επιτελικά στελέχη της κυβέρνησής του, που έσπευδαν να μαζέψουν τις πολεμικές δηλώσεις και να στρέψουν προς μια πιο διπλωματική κατεύθυνση τα πράγματα.

Από την άλλη, οι δηλώσεις του Τραμπ δεν έβαλαν φρένο στον Κιμ Γιονγκ Ουν που προχώρησε στην μεγαλύτερη και πιο προκλητική – για τη Δύση – πυρηνική δοκιμή που έχει κάνει μέχρι σήμερα η χώρα. Ανακοίνωσε την ανάπτυξη μιας πανίσχυρης βόμβας υδρογόνου και κατόπιν την επιτυχή δοκιμή της. Δείχνει αυτό ότι δεν φοβάται τις πανίσχυρες ΗΠΑ;

Ads

Γιατί ο Κιμ δεν φοβάται τον Τραμπ;

Ο Τζον Γούλφσθαλ, ανώτερος σύμβουλος στην κυβέρνηση Ομπάμα και ειδικός αναλυτής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σημειώνει στο Politico, πως η άποψη ότι ο Κιμ Γιονγκ Ουν είναι τρελός και γι’ αυτό δεν φοβάται τον Τραμπ κι ένα ενδεχόμενο χτύπημα των ΗΠΑ, είναι απλοϊκή. Αντίθετα, τονίζει ότι ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας ξέρει πολύ καλά πως λειτουργούν οι ΗΠΑ και γι’ αυτό δεν φοβάται τον Αμερικανό Πρόεδρο.

Ένας βασικός λόγος είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι οι ΗΠΑ τονίζουν ότι η κατοχή πυρηνικών είναι απαράδεκτη, όμως με τις πράξεις τους την αποδέχονται. Επίσης σημειώνει ότι η Βόρεια Κορέα, όσο έχει στην κατοχή της πυρηνικά όπλα, τότε είναι «στο παιχνίδι» και μπορεί να έχει λόγο. Αν τα παραδώσει, θα σβηστεί από τον χάρτη. Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ, έχει ελάχιστες ρεαλιστικές προτάσεις για την παύση του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας. Όμως και ο Κιμ είναι προσεκτικός. Φροντίζει κατά την προώθηση των πυρηνικών και πυραυλικών του προγραμμάτων να φανεί ότι αποθαρρύνεται από τις συντριπτικές στρατιωτικές ικανότητες της Αμερικής

«Μήπως τελικά ο Κιμ Γιονγκ Ουν δεν είναι απλά ένας τρελός, ένας ψυχοπαθής;», διερωτάται και η γαλλική Monde σε δημοσίευμά της. Ανατρέποντας την κυρίαρχη αντίληψη για τον Βορειοκορεάτικη ηγέτη υπογραμμίζει τόσο τις «στρατηγικές» κινήσεις του και την πρόοδο που καταγράφει η οικονομία της χώρας, η οποία βάσει στοιχείων της Νότιας Κορέας σημείωσε ανάπτυξη 4,6% το 2016. Στο δημοσίευμα επισημαίνεται πως η Δύση έχει υποτιμήσει τον Κιμ Γιονγκ Ουν και οι επιπτώσεις αυτής της λανθασμένης εκτίμησης γίνονται πλέον αντιληπτές.

Τι θέλει ο Κιμ Γιονγκ Ουν;

Αρκετοί εντός της κυβέρνησης Τραμπ έχουν αρχίσει, σύμφωνα με τους New York Times, να αμφισβητούν ότι αυτό που επιδιώκει ο Κιμ Γιονγκ Ουν με το πυρηνικό πρόγραμμα είναι απλώς η αμυντική θωράκιση του δικού του καθεστώτος, σε περίπτωση, δηλαδή που οι ΗΠΑ κινηθούν για να τον ρίξουν. Σίγουρα δεν θέλει να έχει τη μοίρα που είχε ο Μουαμάρ Καντάφι, αφού εγκατέλειψε το πυρηνικό του πρόγραμμα, με αντάλλαγμα οικονομικές συμφωνίες με τη Δύση που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ πλήρως.

Ξεπερνώντας όμως το ζήτημα της αυτοσυντήρησης έχει κι άλλους στόχους. Οι ίδιοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι ο Κιμ Γιονγκ Ουν στοχεύει στο «ξήλωμα» της συμμαχίας των ΗΠΑ, με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα – οι οποίες έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται αν ο Τραμπ πραγματικά θα τους προστατεύσει και με ποιον τρόπο θα το κάνει – κι ενώ δεδομένα η Κίνα, παραδοσιακός σύμμαχος μέχρι σήμερα της χώρας του Κιμ Γιονγκ Ουν, κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη στην περιοχή. Αλλάζοντας τις ισορροπίες στην περιοχή, η Βόρεια Κορέα θα αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη. Παράλληλα επιδιώκει στην σταθεροποίησή του και την ανάδειξή του σε ισότιμο ηγέτη και άρα ισότιμη συνομιλητή του Τραμπ και των ηγετών των ισχυρών χωρών.

Κάποιοι σύμβουλοι του Τραμπ, όσο και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες πιστεύουν σε ένα πιο επιθετικό σχέδιο της Πιονγιάνγκ. Εκτιμούν ότι ο Κιμ θέλει να αναγκάσει τις ΗΠΑ να αποσύρουν τις κυρώσεις εναντίον της χώρας του και ακόμη πιο προωθημένα τα στρατεύματά τους από τη Νότιο Κορέα. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε με ασπίδα το πυρηνικό του οπλοστάσιο – ως απειλή προς τις ΗΠΑ – να εισβάλει στη Νότιο Κορέα για την επανένωση της χερσονήσου. Οι ΗΠΑ σε κάθε περίπτωση θα προστάτευαν τον εαυτό τους κι όχι τη Νότια Κορέα.

Οι περισσότεροι πάντως αναλυτές εκτιμούν ότι ο ηγέτης της Νότιας Κορέας επιδιώκει άρση των κυρώσεων, οικονομικές συμφωνίες και διπλωματική αναγνώριση, και όχι μια πολεμική σύγκρουση. Σύμφωνα με τον Τζον Γούλφσθαλ, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο ερώτημα τι ακριβώς θέλει ο Κιμ Γιονγκ Ουν, γιατί κανείς δεν έχει συνομιλήσει μαζί του. «Δεν ξέρουμε τι παίρνει για πρωινό, οπότε πως θα γνωρίζουμε ποιοι είναι πραγματικά οι στόχοι του; Απλώς δεν έχουμε καμία γνώση του τρόπου με τον οποίο σκέφτεται».

Το έλλειμμα στρατηγικής των ΗΠΑ

Σε κάθε περίπτωση, και ενώ οι πραγματικοί στόχοι του Κιμ Γιονγκ Ουν παραμένουν μυστήριο για τους αναλυτές, οι περισσότεροι πλέον αναγνωρίζουν ότι έχει μια συγκεκριμένη στρατηγική. Την ίδια στιγμή, στο απέναντι στρατόπεδο, αυτό των ΗΠΑ, η κριτική εστιάζεται ακριβώς στο έλλειμμα αυτής της στρατηγικής, κάτι που χρεώνεται στον Τραμπ.

Στο προηγούμενο μεγάλο επεισόδιο της κρίσης μεταξύ Τραμπ και Κιμ, τον περασμένο Αύγουστο, όταν ο Τραμπ απειλούσε με «φωτιά και οργή», πολλοί αναλυτές υποστήριζαν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πραγματικούς και πολύ συγκεκριμένους λόγους να θέλει στ’ αλήθεια έναν πόλεμο με τη βόρειο Κορέα, με βασικότερο την εδραίωσή του ως «πλανητάρχη», καθώς μέχρι στιγμής η δημοφιλία του βρίσκεται στο ναδίρ και οι ικανότητές του αμφισβητούνται ακόμη και εντός της κυβέρνησής του.

Οι ενέργειές του, πάντως δεν συντονίζονται με αυτές της υπόλοιπης διοίκησής του. Σύμφωνα με τον Guardian, η εθνική ομάδα ασφάλειας δεν ήταν προετοιμασμένη για τις πολεμικές δηλώσεις Τραμπ. Στη συνέχεια οι σύμβουλοί του για την εξωτερική πολιτική διέρρεαν ότι προσπαθούν σκληρά για να τον σταματήσουν να αποχωρήσει από την εμπορική συμφωνία με τη Σεούλ, μια πολιτική που ακολουθεί για εσωτερικούς λόγους. Εν γένει, οι κινήσεις του Τραμπ οδηγούσαν, μέχρι σήμερα, στην αποδυνάμωση της συμμαχίας με τη Νότια Κορέα. Μετά από παρεμβάσεις και πιέσεις, ο αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να στρέφεται ξανά προς τη Σεούλ.

Παράλληλα, ενώ εκείνος εξαπέλυε απειλές εναντίον της Βόρειας Κορέας, οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, Ρεξ Τίλερσον και Τζέιμς Ματίς, προσπάθησαν να ακολουθήσουν μια πιο συγκρατημένη στάση, επιμένοντας ότι η διπλωματία ήταν η πρώτη επιλογή της Ουάσιγκτον. Μέχρι τον Αύγουστο, ο Τίλερσον επικοινωνούσε ότι οι συνομιλίες με την Πιονγκγιανγκ ήταν μια πιθανότητα αν η πλευρά της Βόρειας Κορέας σταματούσε τις πυρηνικές και πυραυλικές δοκιμές. Μάλιστα ο αμερικανικός στρατός σταμάτησε προσωρινά τις ασκήσεις των βομβαρδιστικών Β1-Β κοντά στην περιοχή της Βόρειας Κορέας, αν και δεν το ανακοίνωσε, παρά μόνο μετά την επανέναρξή τους, η οποία ακολούθησε την πυραυλική δοκιμή της Βόρειας Κορέας πάνω από την Ιαπωνία.

Μετά την τελευταία πυρηνική δοκιμή, ο Τραμπ απάντησε «θα δούμε», όταν ρωτήθηκε αν οι ΗΠΑ θα επιτεθούν στη Βόρεια Κορέα, ενώ τα έβαλε με την Κίνα που δεν μπορεί να περιορίσει τον Κιμ και τη Σεούλ που ακολουθεί «πολιτική κατευνασμού», απέναντι στη Πιονγκγιανγκ. Σύμφωνα με τα αμερικανικά μίντια, η αλλαγή αυτή στάσης οφείλεται εν πολλοίς στο νέο προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Τζον Κέλι και τον υπουργό Άμυνας, Τζιμ Ματίς. Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα αν οι ΗΠΑ χειρίζονται σωστά τα μηνύματα που στέλνουν προς την Πιονγκγιανγκ.

«Η πολιτική των ΗΠΑ για την Βόρεια Κορέα βρίσκεται σε κρίση. Η κυβέρνηση δεν έχει διατυπώσει σαφείς στόχους, οι υπουργοί κάνουν συχνά δηλώσεις που έρχονται σε σύγκρουση με εκείνες του προέδρου και η διοίκηση δεν έχει ορίσει κανέναν από τους αξιωματούχους που απαιτούνται για να χειριστούν διπλωματικά την υπόθεση», αναφέρει η Μίρα Ραπ Χούπερ, αναλύτρια από το Γέιλ. «Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να διατυπώσει και να αρχίσει να εφαρμόζει μια ολοκληρωμένη στρατηγική απέναντι στη Βόρεια Κορέα. Κανείς έμπειρος αναλυτής δεν πιστεύει ότι η Βόρεια Κορέα θα παραιτηθεί από τα όπλα της, αλλά ίσως με την πάροδο του χρόνου, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με τη χώρα σε ορισμένους περιορισμούς για τα προγράμματα που τρέχει».

Η Χούπερ προσθέτει ότι μια αποτελεσματική στρατηγική θα περιελάμβανε οικονομική πίεση, στρατιωτική αποτροπή αλλά και ισχυρή έμφαση στη διπλωματία σε συνεργασία με τους εταίρους των ΗΠΑ. «Αν ο Τραμπ έχει την οποιαδήποτε επιθυμία να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική θα πρέπει να σταματήσει την αδικαιολόγητη κακομεταχείριση των συμμάχων της χώρας και να συνειδητοποιήσει ότι αυτοί είναι απαραίτητοι. Ένας από τους στόχους της Βόρειας Κορέας – και για τον οποίο αναπτύσσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο – είναι να χωρίσουν τις ΗΠΑ από τους συμμάχους τους. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν πρέπει να βοηθήσει την Πιονγκγιανγκ», καταλήγει.

Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά: