Μέσα σε λιγότερο από σαράντα χρόνια, το επίπεδο ζωής του πληθυσμού του Βιετνάμ έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η πείνα εξαφανίστηκε, οι νέοι συνδέονται στα κοινωνικά δίκτυα, οι οικογένειες βλέπουν ιαπωνικές ή νοτιοκορεάτικες τηλεοπτικές σειρές. Ωστόσο, οι συνθήκες εργασίας παραμένουν πολύ σκληρές και η οικονομία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από το εξωτερικό. Και οι ελπίδες της κυβέρνησης για σύναψη προνομιακής συμφωνίας συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν να διαψεύδονται.

Ads

Ο Νγκουγιέν Βαν Τιεν, ένας δυναμικός πενηντάρης με βλέμμα σπινθηροβόλο και μαύρα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο, είναι ένας από εκείνους που το Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ αποκαλεί «στρατιώτες του θείου Χο στο μέτωπο της οικονομίας» – μια παραπομπή στον Χο Τσι Μιν, ήρωα του αγώνα για την ανεξαρτησία και ιδρυτή της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Ο δικός του αγώνας διεξάγεται στο μέτωπο του ενδύματος, έχοντας ως πελάτες πολυεθνικές όπως η αμερικανική GAP, η ιαπωνική Uniqlo, η ισπανική Zara κ.ο.κ., κάτι για το οποίο αισθάνεται πολύ περήφανος.

Τον συναντάμε σε ένα από τα εργοστάσιά του, χτισμένο ανάμεσα σε χωράφια στα περίχωρα του προαστίου Μπακ Γκιανγκ, μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο από το κέντρο της πρωτεύουσας Ανόι. Στους τέσσερις διαδρόμους με τα επιμήκη υπόστεγα στοιβάζονται μηχανές και εργάτες, κυρίως γυναίκες. Λίγο παράμερα, ένα ταπεινό κτίριο στεγάζει τα γραφεία. Υπάρχει και ο βωμός των πνευμάτων του Εδάφους και της Καλοτυχίας, εγγυητών της ευημερίας. Παρόμοιους βωμούς συναντήσαμε σε όλες τις επιχειρήσεις που επισκεφθήκαμε, λιγότερο ή περισσότερο επιβλητικούς, σε εξωτερικούς χώρους όπως εδώ ή στον προθάλαμο των γραφείων. Μερικές φορές, μπροστά τους καίνε αρωματικά στικ.

Ο Νγκουγιέν Βαν Τιεν είναι γενικός διευθυντής της επιχείρησης Bac Giang Garment Corporation (BGGC), άγνωστης στο ευρύ κοινό της χώρας. Παράγει μπουφάν, σακάκια και παντελόνια που προορίζονται για εξαγωγή. Δεν έχει το δικαίωμα να τα πουλάει στην ντόπια αγορά, για να μην υποβαθμιστεί η εικόνα της ξένης μάρκας: έτσι προβλέπεται ρητά από τα συμβόλαια. Σάμπως οι εργαζόμενοι, που κερδίζουν 3-5 εκατομμύρια ντονγκ (125-210 ευρώ) τον μήνα, με εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία, να είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν παρόμοια ρούχα.

Ads

Πριν από δέκα χρόνια, η BGGC δεν διέθετε παρά μόνο ένα μικρό εργοστάσιο και απασχολούσε μόλις 350 άτομα. Ήταν πριν από την ιδιωτικοποίηση, μια λέξη που ποτέ δεν ξεστομίζεται, ούτε εδώ ούτε και πουθενά αλλού. Προτιμούνται οι όροι «κοινωνικοποίηση», «μετοχοποίηση», ακόμα και «εθνικοποίηση». Μια εντυπωσιακή διαστροφή της γλώσσας, προκειμένου να υποδηλωθεί ότι οι μετοχές δεν ανήκουν πλέον στο κράτος αλλά στους εργαζομένους, που γίνονται ιδιοκτήτες (εάν βέβαια μπορούν να αγοράσουν μετοχές) και σε όλους όσοι τις «επιθυμούν». Έτσι, η επιχείρηση μετατρέπεται σε «κοινό αγαθό όλων των Βιετναμέζων», σύμφωνα με την επίσημη ορολογία. Παρ’ όλο που αρχικά αυτή η μοιρασιά μπορεί να φαίνεται δίκαιη, τη μερίδα του λέοντος τελικά αποκτούν όσοι διαθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο και οικονομικούς πόρους. Τουλάχιστον, η συγκεκριμένη επιχείρηση ευημέρησε, με πέντε εργοστάσια, 14.000 εργαζόμενους και άφθονες παραγγελίες.

Στο παρελθόν, την εποχή της γενικευμένης κρατικοποίησης, οι παραγγελίες προέρχονταν από τη Λαϊκή Επιτροπή και από τη Διεύθυνση Εμπορίου, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Κόμματος. Μετά το 1987, με την «οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό» όπως την αποκαλούν εδώ, οι μεγάλες δυτικές μάρκες ελέγχουν τα πάντα, από το ντιζάιν ώς τα κουμπιά και τις κλωστές που θα χρησιμοποιηθούν, και επιβάλλουν τις τιμές τους. Ευτυχισμένος που απαλλάχθηκε από «τον κρατικό ζυγό και το χαρτομάνι του», ο Νγκουγιέν Βαν Τιεν συνοψίζει το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: «Κερδίζουμε χρήματα».

Δεν αποδείχθηκαν εξίσου επιτυχημένα όλα τα πειράματα εξόδου από το παλαιό σύστημα. «Οι περισσότεροι μεγάλοι δημόσιοι όμιλοι, «μετοχοποιημέμοι» ή μη, είναι ζημιογόνοι», διαβεβαιώνει ένας γνωστός δικηγόρος, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Αυτό το πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του κρατικού μηχανισμού διευθύνει πλέον ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο ειδικευμένο στο δίκαιο των επιχειρήσεων – μια πορεία χαρακτηριστικά παράλληλη με την εξέλιξη της χώρας. Βέβαια, μετά τη δρομολόγηση της πολιτικής της επονομαζόμενης «αναγέννησης» («doi moi») το 1986, ορισμένες επιχειρήσεις ξεχώρισαν: για παράδειγμα η Vingroup (ο διευθύνων σύμβουλός της είναι ο μοναδικός Βιετναμέζος που περιλαμβάνεται στην εκτεταμένη λίστα δισεκατομμυριούχων του αμερικανικού περιοδικού Forbes), η μεγαλύτερη τηλεφωνική εταιρεία της χώρας Viettel ή ο όμιλος γαλακτοκομικών προϊόντων Vinamilk. Το οφείλουν όμως σε ειδικές συνθήκες. Η πρώτη επωφελείται από δημόσιες συμβάσεις και από πρωτοφανείς παραχωρήσεις δημόσιας γης, που της επιτρέπουν να αποκομίζει τεράστια κέρδη, η δεύτερη ανήκει στον βιετναμικό στρατό και διαθέτει προνομιακή πρόσβαση στους δορυφόρους και στις συχνότητες, ενώ η τρίτη ανήκει σε ξένους ομίλους (ανάμεσά τους ένα επενδυτικό κεφάλαιο από τη Σιγκαπούρη).

Οι επενδυτές παίζουν το Ανόι κόντρα στο Πεκίνο

Οι υπόλοιπες δεν έκαναν παρά δειλά κεφαλαιακά ανοίγματα, ξεφεύγοντας ταυτόχρονα από τον έλεγχο του κράτους, και έτσι καταγράφουν κολοσσιαίες ζημίες – «ένα μείγμα ανικανότητας και διαφθοράς», σχολιάζει ο δικηγόρος. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: η PetroVietnam, της οποίας πολλά διευθυντικά στελέχη εξωθήθηκαν σε παραίτηση όταν αποκαλύφθηκαν αβυσσαλέες ζημίες και πλήθος αργομισθιών. Γι’ αυτό και η ηγεσία υπό τον Νγκουγιέν Φου Τρονγκ, γενικό γραμματέα του Κόμματος, διατυμπάνισε την απόφασή της να ξεκινήσει σταυροφορία ενάντια στη διαφθορά που υπονομεύει την καθημερινή ζωή των πολιτών και καθιστά ευάλωτη μια οικονομία ολοένα πιο ανοιχτή στις κινήσεις των κεφαλαίων. «Οι Βιετναμέζοι επιχειρηματίες ανέκαθεν κολυμπούσαν σε μια πολύ ρηχή λίμνη», εξηγεί ο δικηγόρος. «Στο εξής όμως, τους περιμένει ο ωκεανός». Ο τρικυμισμένος ωκεανός του ελεύθερου εμπορίου και του ανελέητου ανταγωνισμού.

Κάτι γνωρίζει από όλα αυτά η υφαντουργία BGGC: «Για να πιέσουν τα κόστη, μερικοί μεγάλοι πελάτες παίζουν το Βιετνάμ ενάντια στην Κίνα και αντιστρόφως», μας εξηγεί ο γενικός διευθυντής της, που αναγκάστηκε «να κάνει περικοπές στα πάντα», χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει τι ακριβώς περιλαμβάνουν «τα πάντα». Έτσι, η Uniqlo πάγωσε τις προμήθειές της από την Κίνα και μετέφερε τις υπεργολαβίες στο Βιετνάμ. Η Lever Style, ένας άλλος προμηθευτής αυτής της ιαπωνικής μάρκας, μείωσε το προσωπικό της στην Κίνα κατά το ένα τρίτο και μέχρι το 2020 θα παράγει στο Βιετνάμ το 40% των ειδών της, τη στιγμή που πριν από έξι χρόνια ήταν εντελώς απούσα από τη χώρα (1). Από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι υπεργολάβοι προμηθευτές τους έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Κίνα. Όπως η ταϊβανέζικη Pou Chen (παραγωγή για λογαριασμό των Nike, Adidas, Puma, Lacoste κ.λπ.), που επένδυσε 2 δισ. δολάρια στα βιομηχανικά πάρκα των περιχώρων της Χο Τσι Μιν (πρώην Σαϊγκόν), στο νότιο τμήμα της χώρας.

Σύμφωνα με τον Τρυόνγκ Βαν Καμ, αντιπρόεδρο της Ένωσης Επιχειρήσεων Κλωστοϋφαντουργίας-Ενδύματος, της εργοδοτικής οργάνωσης που είναι γνωστή με την ονομασία Vitas, «το 65% των εξαγωγών βιετναμικών προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας πραγματοποιείται από επιχειρήσεις με ξένα κεφάλαια ή από ξένους παραγγελιοδότες». Για αυτό το στέλεχος, που περισσότερο θυμίζει σοβιετικό γραφειοκράτη της δεκαετίας του 1970 παρά τους εξαμερικανισμένους νεαρούς επιχειρηματίες που συναντάμε συχνά, πρόκειται για μάλλον θετικό γεγονός. Υπενθυμίζει ωστόσο ότι τα πρώτα αιτήματα για μεταρρυθμίσεις προήλθαν από τους κόλπους της Vitas, προκειμένου να ανταποκριθούν στις διαφοροποιημένες ανάγκες ενός νεανικού πληθυσμού που αρνείται την ομοιομορφοποίηση και «στον οποίο οφείλουμε να προσφέρουμε δουλειά. Είναι ο μοναδικός μας πλούτος». Η ένωσή του λοιπόν υπήρξε πρωτοπόρος.

Κατά τη γνώμη του, «η παγκόσμια οικονομία λειτουργεί με κύματα μετεγκαταστάσεων της παραγωγής. Ξεκίνησαν από Ευρώπη προς Ιαπωνία και Νότια Κορέα, συνέχισαν προς Κίνα. Μετά την άνοδο των κινεζικών μισθών, κατευθύνονται πλέον προς Βιετνάμ, Μπαγκλαντές ή Βιρμανία. Είναι φυσικός νόμος, εφόσον στόχος των επιχειρήσεων είναι το κέρδος. Πρόκειται για κύκλους που διαρκούν 10 έως 15 χρόνια», κάτι που θα πρέπει «να μας προσφέρει τον απαιτούμενο χρόνο ώστε να εκπαιδεύσουμε τους εργαζόμενους και να βελτιώσουμε τις επιδόσεις μας». Θα νόμιζε κανείς πως ακούει τον Πασκάλ Λαμύ, γνήσιο Γάλλο σοσιαλιστή (2) και πρώην γενικό διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου…

Όπως και οι περισσότεροι οικονομικοί ηγέτες της χώρας, ο Τρυόνγκ Βαν Καμ είχε μεγάλες προσδοκίες από τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP) μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και 11 χωρών, που υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε εξωφρενικά οφέλη. Μήπως ο Μπαράκ Ομπάμα δεν την είχε χαρακτηρίσει σε μια στιγμή λυρικής έξαρσης «την πιο προοδευτική συμφωνία στην Ιστορία (3)»; Με βάση τους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι επιχειρηματίες της κλωστοϋφαντουργίας περίμεναν ιλιγγιώδη αύξηση του μεριδίου τους στην παγκόσμια αγορά (από 4% σήμερα στο 11% το 2025), ενώ στον κλάδο των ηλεκτρονικών ανέμεναν μια έκρηξη των εξαγωγών της τάξης του 18%. Η ηγεσία της χώρας υπολόγιζε σε μια επιπλέον ανάπτυξη μεταξύ 0,8 και 2% κατά την επόμενη δεκαετία (4).

Η δελεαστική αυτή υπόσχεση συνέβαλε σημαντικά στην εκρηκτική αύξηση της εγκατάστασης ξένων επιχειρήσεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, το βασικό κίνητρο πολλών επενδυτών αποτελεί η λογική του μισθολογικού ντάμπινγκ, όπως παραδέχονται συγκαλυμμένα ο Σιμίζου Τατσούτζι και ο Λα Βαν Τραν, το ιαπωνοβιετναμικό δίδυμο που διοικεί την ιαπωνική επιχείρηση Foster Electric. Μας υποδέχονται στο εργοστάσιό τους που κατασκευάζει μικρόφωνα (για τα iPhone της Apple) και ηχεία (για ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες): «Οι Βιετναμέζοι εργάτες είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί. Στο ξεκίνημα, είναι πολύ λιγότερο καταρτισμένοι, αλλά μαθαίνουν γρήγορα. Απασχολούμε εδώ 30.000 άτομα και ο βασικός μηνιαίος μισθός κυμαίνεται μεταξύ 150 και 200 δολαρίων, έναντι 650 κατά μέσο όρο στην Κίνα. Εξοικονομούμε πολλά χρήματα». Όντως, πακτωλός. Όχι μόνον για τη Foster που έχει μειώσει τη δραστηριότητά της στην Κίνα, αλλά και για τη Samsung που έχει επενδύσει στο Βιετνάμ 15 δισ. δολάρια και απασχολεί 46.000 άτομα – μια πόλη από μόνη της. Ή και για τη Foxconn, την Apple, την Canon…

Ωστόσο, δεν πρόκειται για το μοναδικό κίνητρο. Η αναπτυξιακή έκρηξη των τελευταίων ετών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προβλεπόμενη μείωση των δασμών ανάμεσα στις ΗΠΑ και στις 11 χώρες του Ειρηνικού: στο πλαίσιο της ΤΡΡ, θα έχουν πλήρως μηδενιστεί μέχρι το 2025. Πόσο μάλλον που οι Αμερικανοί διαπραγματευτές είχαν επιβάλλει έναν αυστηρό «κανόνα προέλευσης», σύμφωνα με τον οποίο τα εξαγόμενα προϊόντα θα έπρεπε είτε να έχουν κατασκευαστεί εξολοκλήρου στο Βιετνάμ είτε να έχουν χρησιμοποιηθεί συστατικά προερχόμενα από τις χώρες αυτής της περιβόητης συμφωνίας, από την οποία η Κίνα έχει αποκλειστεί. Τέρμα πλέον η συναρμολόγηση υλικών που παρήχθησαν στην Κίνα: έτσι εξηγείται η μαζική προσέλευση στο Βιετνάμ που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία.

Κόκκινο χαλί για τα ξένα κεφάλαια

Με τη βοήθεια της Ουάσιγκτον και της ΤΡΡ, το Βιετνάμ έβλεπε ήδη τον εαυτό του να μετατρέπεται στο δεύτερο «εργοστάσιο του κόσμου», έτοιμο να βάλει τρικλοποδιές στον προνομιακό – αλλά και μισητό – εταίρο του: πράγματι, η Κίνα αποτελεί τον πρώτο προμηθευτή και τον πρώτο πελάτη του, αλλά ταυτόχρονα και αντίπαλο στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας (οι Βιετναμέζοι την αποκαλούν «Ανατολική Θάλασσα»). Η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου είχε, εκτός από οικονομική, και πολιτική σημασία (5). Ωστόσο, η εχθρότητα του Ντόναλντ Τραμπ απέναντί της ενδέχεται να ανατρέψει όλα τα δεδομένα (6). Μια ημέρα του Νοεμβρίου, η αναμετάδοση του δελτίου του αμερικανικού καναλιού CNN διακόπηκε και αντικαταστάθηκε από μια «νεκρή» μπλε οθόνη «λόγω ακατάλληλου περιεχομένου». Αργότερα μάθαμε ότι ο νεοεκλεγείς Αμερικανός πρόεδρος είχε καταφερθεί οργισμένος ενάντια στα «βιετναμέζικα προϊόντα χαμηλού κόστους» που απειλούν να κατακλύσουν την Αμερική. Τα αγνά αυτιά των Βιετναμέζων έπρεπε να προστατευθούν από αυτήν την αισχρή κατηγορία, αν υποθέσουμε βεβαίως ότι παρακολουθούν CNN…

Για την ώρα, η ηγεσία της χώρας ελπίζει ότι οι Walmart, Nike, Apple, Microsoft και όλες οι υπόλοιπες μεγάλες αμερικανικές εταιρείες θα επαναφέρουν τον εκκεντρικό πρόεδρο στον δρόμο της λογικής και θα κατορθώσουν να επιβάλλουν τουλάχιστον μια συμφωνία διμερούς συνεργασίας. Εν αναμονή των εξελίξεων, ο πρωθυπουργός Νγκουγιέν Σουάν Φουκ υπενθύμισε στις 18 Νοεμβρίου στη Βουλή ότι το Βιετνάμ είχε ήδη «υπογράψει δώδεκα συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου» και, ανεξάρτητα από την ΤΡΡ, «σκοπεύει να συνεχίσει την οικονομική ολοκλήρωσή του». Αυτή τη στιγμή, οι ξένοι επενδυτές προέρχονται κυρίως από την Ασία (κατά σειρά: Ιαπωνία, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα, Κίνα). Ο πρωθυπουργός ποντάρει επίσης στη συμφωνία που υπογράφηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρώθηκε – χωρίς ιδιαίτερο δημόσιο διάλογο – από το γαλλικό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2016.

Όλες οι αναπτυξιακές ελπίδες του Ανόι στηρίζονται στις εξαγωγές και στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, στα οποία στρώνεται πραγματικό κόκκινο χαλί: πλήρης απαλλαγή από φόρους και δασμούς τα πρώτα τέσσερα χρόνια και απαλλαγή κατά το ήμισυ κατά τη διάρκεια των εννέα επόμενων ετών, διευκόλυνση της πρόσβασης στη γη (σε βάρος της γεωργίας), επιπλέον ενισχύσεις από τις τοπικές αρχές, διοικητικές διευκολύνσεις κ.λπ. Έτσι, η οικονομία απογειώνεται: αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,5% το 2016. Παρόμοιοι αριθμοί είναι αξιοζήλευτοι, ακόμα και για τη Ν.Α. Ασία. Ωστόσο, η συγκεκριμένη στρατηγική έχει ένα τίμημα: την εξάρτηση. Οι ξένες επιχειρήσεις πραγματοποιούν περισσότερο από τα δύο τρίτα των εξαγωγών: η Samsung, για παράδειγμα, συγκεντρώνει από μόνη της το 60% των πωλήσεων ηλεκτρονικών προϊόντων στο εξωτερικό. Και όταν ο Νοτιοκορεάτης γίγαντας φτερνίζεται (όπως συνέβη με το Galaxy Note 7, και την αναφλεγόμενη μπαταρία του) τότε συναχώνεται ολόκληρο το Βιετνάμ.

Άνοδος της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης

Στο Κεντρικό Ινστιτούτο Διαχείρισης (CIEM), ερευνητικό κέντρο που υπάγεται στο πανίσχυρο Υπουργείο Σχεδιασμού, συναντήσαμε τον Νγκουγιέν Αν Ντουόνγκ, ο οποίος δεν αρνείται τους κινδύνους. Αν και κατακεραυνώνει «το νέο στρώμα πλούσιων και επιχειρηματιών Βιετναμέζων που επιθυμούν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους», ο νεαρός αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής εξηγεί δίχως περιστροφές: «Οι ξένες επιχειρήσεις έχουν κεφάλαια και εμείς δεν έχουμε. Καλύτερα να έχεις ξένους που επενδύουν στην παραγωγή απ’ ό,τι Βιετναμέζους που κερδοσκοπούν με τα ακίνητα. Επιπλέον, δημιουργείται ανταγωνισμός με τις ντόπιες επιχειρήσεις, κάτι που τις υποχρεώνει να βελτιώσουν το δικό τους μάνατζμεντ». Και συνοψίζει την κεντρική ιδέα: «Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν όντως ένα στοίχημα για το μέλλον. Με αυτές υπάρχει μια πιθανότητα επιτυχίας, χωρίς αυτές όμως είμαστε σίγουροι ότι δεν θα αναπτυχθούμε».

Πράγματι, πώς είναι δυνατόν να βγει μια χώρα από την υπανάπτυξη όταν δεν κατέχει ούτε κεφάλαια ούτε τεχνολογία, αλλά διαθέτει έναν πληθυσμό νεαρό (το ήμισυ είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών), πολυπληθή (οικονομικά ενεργοί πολίτες: 53,8 εκατομμύρια) και μορφωμένο (93,5% γνωρίζει γραφή και ανάγνωση); Οι βιετναμικές αρχές ποντάρουν στο ριψοκίνδυνο δόγμα που έκανε ισχυρές τη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν και την Κίνα: το φθηνό εργατικό δυναμικό. Με μια διαφορά όμως, όπως παρατηρεί ο Έρβιν Σβάισχελμ, διευθυντής του βιετναμικού παραρτήματος του ιδρύματος Friedrich Ebert: «Αυτές οι χώρες προστάτευσαν την εσωτερική αγορά τους και επέβαλαν νομοθετικές ρυθμίσεις. Ακόμα και σήμερα, είναι αδύνατον να κατέχει κάποιος το 100% μιας κινεζικής εταιρείας και ορισμένες επενδύσεις οφείλουν να περιλαμβάνουν και μεταφορά τεχνογνωσίας. Αντίθετα, το Βιετνάμ είναι εντελώς εκτεθειμένο. Δεν υπάρχει καμία απαίτηση ως προς τον τόπο εγκατάστασης ή τη χρήση των εθνικών φυσικών πόρων, ούτε καν κάποιες υποδείξεις». Και, προφανώς, πολύ λίγο ελέγχονται οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, που έχουν πυροδοτήσει πλήθος συγκρούσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις (βλ. ένθετο).

Ούτε και για τα περιβαλλοντικά ζητήματα υπάρχει ιδιαίτερη εγρήγορση. Αυτό αποδεικνύεται και από το σκάνδαλο Formosa, από το όνομα της ταϊβανέζικης επιχείρησης που εγκαταστάθηκε στην επαρχία Χα Τιν, στο κεντρικό Βιετνάμ, και έριξε τα τοξικά απόβλητα του χαλυβουργείου της στη θάλασσα: 200 χιλιόμετρα ακτών με σοβαρή ρύπανση, τόνοι νεκρών ψαριών, πάνω από 40.000 ψαράδες άνεργοι, με τον τουρισμό να απειλείται. Αρχικά, ο Τσου Τσουν Φαν, εκπρόσωπος της Formosa στο Ανόι, θεώρησε ότι διαθέτει πλήρη ασυλία και δήλωσε: «Δεν μπορείτε να τα έχετε όλα. Θα πρέπει να διαλέξετε: ή ψάρια και γαρίδες ή χαλυβουργείο (7)». Λογάριαζε όμως δίχως τους ψαράδες, που υπέβαλαν μήνυση, καθώς διακυβευόταν η επιβίωσή τους. Και δίχως τα μεσαία στρώματα των αστικών κέντρων, ανήσυχα για την ποιότητα των τροφίμων, που διαδήλωσαν μαζικά στη Χο Τσι Μιν. Η κυβέρνηση συνέλαβε έναν-δύο υποτιθέμενους πρωτεργάτες του κινήματος, ενώ για μερικές ώρες κρατήθηκαν αρκετές δεκάδες διαδηλωτών. Ταυτόχρονα όμως, διέταξε τη διεξαγωγή έρευνας, επέβαλε την καταβολή αποζημιώσεων στους ψαράδες και ο Τσου Τσουν Φαν αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 2009, η εκμετάλλευση ενός ορυχείου βωξίτη από την κινεζική εταιρεία Chinalco είχε κινητοποιήσει τα πλήθη, ωθώντας ακόμα και τον στρατηγό Βο Νγκουγιέν Γκιαπ, ήρωα του πολέμου, να γράψει για «τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονούν οι περιβαλλοντικές ζημίες (8)». Ματαίως. Η επιθυμία για οικονομική μεγέθυνση υπερίσχυε των πάντων.

Η δίψα για κατανάλωση έχει γεμίσει τις πόλεις αυτοκίνητα και μοτοποδήλατα που δημιουργούν ένα απερίγραπτο κυκλοφοριακό χάος, καθιστώντας επικίνδυνη τη διάσχιση των δρόμων και την ατμόσφαιρα εντελώς αποπνικτική. Ωστόσο, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σύλλογοι και οργανώσεις για την καταπολέμηση της ρύπανσης και για την ασφάλεια των τροφίμων. Την άνοιξη του 2016, οι κάτοικοι του Ανόι κινητοποιήθηκαν με επιτυχία προκειμένου να αποτρέψουν την κοπή δεκάδων αιωνόβιων δέντρων. Ο Λουόνγκ Νγκοκ Χούε, νεαρός επιχειρηματίας ειδικευμένος στο λογισμικό, γεννημένος στο Δέλτα του Μεκόνγκ, ελπίζει ότι θα συσπειρώσει «κατοίκους των αστικών κέντρων και της υπαίθρου» ενάντια στην πιθανή άφιξη στη χώρα – λόγω των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου – αμερικανικού ρυζιού ή καλαμποκιού, «υποχρεωτικά γενετικά τροποποιημένων, υποχρεωτικά της Monsanto» (μιας εταιρείας που έχει αφήσει οδυνηρότατες αναμνήσεις στη χώρα, καθώς παρήγε το διαβόητο, τοξικότατο Agent Orange, με το οποίο οι Αμερικανοί ψέκαζαν τη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου). 

Για την ώρα, απ’ ό,τι φαίνεται, η ομάδα του συσπειρώνει μονάχα μερικές δεκάδες μοντέρνων νεαρών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Ξέρουμε να κινητοποιούμαστε για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως η υπόθεση Formosa», παρατηρεί ο σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Ντάο Θαν Χουγιέν. «Όχι όμως ακόμη για να στοχαστούμε πάνω στο εξής ερώτημα: πώς θα πετύχουμε την ανάπτυξη, όντας ολοκληρωτικά ενταγμένοι μέσα στην παγκοσμιοποίηση, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα τον μακραίωνο πολιτισμό μας και τις αξίες της αλληλεγγύης, του σεβασμού των προγόνων, των δεσμών ανάμεσα στις γενιές και της ηθικής στάσης απέναντι στη ζωή;»

Το Κομμουνιστικό Κόμμα επέλεξε να αναβάλει την απάντηση σε αυτού του τύπου τα ερωτήματα. Όπως φάνηκε από το 12ο συνέδριό του τον Ιανουάριο του 2016, όντως υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις: απομακρύνθηκε ο πρωθυπουργός, πρωτεργάτης των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ ενισχύθηκε η επιρροή του Γενικού Γραμματέα. Όμως, ο διάλογος δεν αφορά παρά μόνο τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων και όχι το περιεχόμενό τους: οι μεν υποστηρίζουν ότι οφείλουν να επιταχυνθούν και οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου να χρησιμοποιηθούν ως μέσο πίεσης για την αλλαγή των κανόνων και των πρακτικών (ήδη, ενόψει της ΤΡΡ, τροποποιήθηκαν 60 νόμοι που αφορούσαν κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα). Οι δε θεωρούν ότι οφείλουν να επιβραδυνθούν για να διατηρηθεί ο έλεγχος των αλλαγών. Το δίλημμα συνοψίζεται ως εξής: ακομπλεξάριστη οικονομία της αγοράς ή μετριοπαθής οικονομία της αγοράς; Όσο για τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό…

Το Βιετνάμ με αριθμούς

  • Πληθυσμός: 91,5 εκατομμύρια, εκ των οποίων το 54% ηλικίας κάτω των 30 ετών
  • Προσδόκιμο ζωής: 76 έτη
  • Ποσοστό εγγράμματου πληθυσμού: 93,5%
  • Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης: 116η θέση
  • Χρήστες Διαδικτύου: 52,7% του πληθυσμού (παγκόσμιος μέσος όρος: 43,99%)
  • Απασχόληση: Από τα 53,7 εκατομμύρια του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, μόνο 18 ανήκουν στον επίσημο τομέα της οικονομίας, με σύμβαση εργασίας και κοινωνική ασφάλιση

Του Martine Bulard 
Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος
Από τη monde-diplomatique.gr