Μόνο το 1% του φαινομένου της ελληνικής φοροδιαφυγής έχει έλθει στο φως, δήλωνε ο πρώην υπάλληλος της τράπεζας HSBC στην Ελβετία Φαλσιανί πριν ένα χρόνο, αναφερόμενος στις καταθέσεις στο εξωτερικό. Οι πρόσφατες δηλώσεις των Ελλήνων στην Εφορία για το 2015 δείχνουν ότι η φοροδιαφυγή συνεχίζεται ακάθεκτη. Επιπλέον, μετά από τις αποκαλύψεις των λιστών Λαγκάρντ και Μπόργιανς, νέα φορολογικά «καταφύγια», λιγότερο προσβάσιμα από την Ελβετία για τις αρμόδιες αρχές, έχουν γίνει πιο ελκυστικά για όσους φοροδιαφεύγουν.
 
Σε παγκόσμια κλίμακα, ο πλούτος που κρύβεται από τους ιδιοκτήτες του σε άλλα κράτη έχει υπολογιστεί ότι κυμαίνεται από 7,6 μέχρι  21 τρις. δολάρια.  Από αυτά, σύμφωνα με υπολογισμούς του καθηγητή οικονομικών Gabriel Zucman του πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας, σχεδόν 2 τρις. δολάρια βρίσκονται σε ελβετικές τράπεζες. Οι πιέσεις που ασκούνται πρόσφατα από άλλα κράτη στην Ελβετία για να αποκαλύψει τα στοιχεία των αλλοδαπών καταθετών σε ελβετικές τράπεζες, και οι διαρροές λιστών καταθετών, έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική φυγή καταθέσεων προς άλλα φορολογικά καταφύγια.
 
Οι αντικαταστάτριες  της Ελβετίας
 
Η «ελκυστικότητα» ενός κράτους για φοροφυγάδες εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ένας αποκαλυπτικός δείκτης της «αποτελεσματικότητας» ενός φορολογικού παραδείσου  είναι το financial secrecy index (δείκτης οικονομικής μυστικότητας).  Η Ελβετία κατέχει τα πρωτεία, αλλά ξεχωρίζουν οι μεν ΗΠΑ για τον τεράστιο όγκο των σχετικών υπηρεσιών που προσφέρουν, ο δε Λίβανος και το Ντουμπάι για την έλλειψη διαφάνειας.
 
Οι ΗΠΑ αποτελούν μια ιδιάζουσα περίπτωση.  Αφενός επιπλήττουν άλλα κράτη που βοηθούν Αμερικανούς πολίτες να κρύψουν τον πλούτο τους (και σωστά κάνουν, γιατί πρέπει να εισπράξουν τους οφειλόμενους φόρους). Αφετέρου αναδύονται ως ένας από τους πιο ελκυστικούς φορολογικούς παραδείσους  για τους πλούσιους πολίτες άλλων κρατών. Εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά, οι ΗΠΑ μετατρέπονται σε νέα Ελβετία. Καταθέσεις από τις Μπαχάμες, τα νησιά Κάιμαν, την Ελβετία και αλλού έχουν αρχίσει να μεταφέρονται σε τράπεζες της Νεβάδας και άλλων πολιτειών, και οι ΗΠΑ εξελίσσονται σε ένα από τα πιο δημοφιλή φορολογικά καταφύγια στον κόσμο.  Αντίθετα, η ελκυστικότητα του Λιβάνου για καταθέτες άλλων χωρών έχει μειωθεί πρόσφατα λόγω της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή.  
 
Οι εκθέσεις του ΔΝΤ που αναλύουν την κατάσταση της οικονομίας των διαφόρων κρατών, προσφέρουν ενδεικτικά στοιχεία για τη διαφάνεια των συναλλαγών στα κράτη  που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στο financial secrecy index. Οι εκθέσεις δεν αναφέρονται άμεσα στη φοροδιαφυγή, όμως σχολιάζουν για συγκεκριμένες περιπτώσεις κρατών τα μέτρα για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
 
Το πρώτο είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα/Ντουμπάι, για τα οποία αναφέρεται ότι είναι απαραίτητη η ενίσχυση των μέτρων κατά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Δημοσιεύματα στο διεθνή τύπο επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα του ΔΝΤ για το Ντουμπάι. Το δεύτερο κράτος είναι η Σιγκαπούρη, στην οποία, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του ΔΝΤ, γίνονται προσπάθειες για την αντιμετώπιση του θέματος. Η Σιγκαπούρη, δεχόμενη πιέσεις από άλλες κυβερνήσεις, αναγκάστηκε να περιορίσει τις διευκολύνσεις που παρείχε σε εταιρικά σχήματα ξένων επενδυτών.
 
Το ασφαλές λιμάνι της Μέσης Ανατολής
 
Το Ντουμπάι θεωρείται εδώ και πολλά χρόνια ως ένα «ασφαλές λιμάνι» στην ευρύτερη περιοχή του περσικού κόλπου. Πολλοί που είδαν τα πλούτη τους να κινδυνεύουν λόγω των πολιτικών αναταραχών στην περιοχή, αναζήτησαν την τραπεζική ασφάλεια  που παρείχε το Ντουμπάι. Εισροές καταθέσεων στις τράπεζές του σημειώθηκαν μόλις ξέσπασε η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, και οι πόλεμοι στο Κουβέιτ, στο Ιράκ και στη Συρία. Επίσης, αμέσως μετά την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 οι καταθέσεις στο Ντουμπάι αυξήθηκαν κατά 76% μέσα σε ένα χρόνο.
 
Όταν άρχισε η κρίση του 2008, το Ντουμπάι και τα άλλα Ηνωμένα Εμιράτα ανακοίνωσαν ότι οι καταθέσεις στις τράπεζες τους είναι εγγυημένες ανεξαρτήτως ποσού. Ο στόχος ήταν  να προσελκύσουν καταθέσεις από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών κρατών που εγγυώνται μόνο 100.000 ευρώ ανά καταθέτη.  
 
Το Ντουμπάι αποτελεί πόλο έλξης και για πλούσιους Έλληνες. Η χώρα προσπαθεί να προσελκύσει Έλληνες εφοπλιστές, τονίζοντας τα φορολογικά πλεονεκτήματα που προσφέρει. Επίσης, εταιρείες συνιστούν το Ντουμπάι σε Έλληνες για επιχειρηματικούς σκοπούς, προβάλλοντας το ως τη νέα Ελβετία για τους πλούσιους, με τραπεζικό απόρρητο, και χωρίς συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών με οποιαδήποτε χώρα.
 
Βέβαια, συναλλαγές με χώρες που έχουν φορολογικά χαλαρό καθεστώς, όπως το Ντουμπάι, μπορεί να είναι απολύτως νόμιμες και διαφανείς. Όμως η απροθυμία τέτοιων χωρών να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις  καταθέσεις στις τράπεζές τους εξυπηρετεί ταυτόχρονα την κάλυψη της φοροδιαφυγής κάθε μη νομοταγούς καταθέτη και επενδυτή.
 
Offshore από βόρεια προάστια μέχρι απόμερα χωριά
 
Οι αποκαλύψεις από τις λίστες τύπου Μπόργιανς δείχνουν ότι, σε σύγκριση με το σύνολο του πλούτου που κρύβεται ανά τον κόσμο, οι περισσότεροι Έλληνες φοροφυγάδες μάλλον κατατάσσονται στους «μεσαίους» και «μικρομεσαίους» της παγκόσμιας φοροδιαφυγής. Δηλαδή, ανήκουν σε αυτούς που δεν έχουν στη διάθεση τους πολύπλοκα εταιρικά σχήματα για να καλύψουν τις δραστηριότητες τους.
 
Οι πιο εύποροι συχνά χρησιμοποιούν offshore εταιρείες. To 2013, το International Consortium of Investigative Journalists (ICIJ) έκανε έρευνες σε μερικούς φορολογικούς παραδείσους και εντόπισε 107 offshore εταιρείες ελληνικής ιδιοκτησίας ή διοίκησης (σε διεθνές επίπεδο το σύνολό τους ανέρχεται σε χιλιάδες). Οι διευθύνσεις των ιδιοκτητών περιλάμβαναν από πλούσια προάστια της Αθήνας μέχρι απόμερα χωριά της βόρειας Ελλάδας.  Από αυτές τις εταιρείες μόνο 4 ήταν δηλωμένες στην Ελλάδα, όπως απαιτεί η σχετική νομοθεσία. Το ICIJ ενημέρωσε σχετικά τις ελληνικές φορολογικές αρχές (εδώ, σελ. 55-63) το 2013 και το Υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι θα γίνουν οι σχετικοί έλεγχοι. Τα αποτελέσματα των ελέγχων  των offshore εταιρειών που είχαν γίνει μέχρι το Νοέμβριο του 2015 χαρακτηρίστηκαν «σταγόνα στον ωκεανό» από τον αρμόδιο υπουργό.
 
Ο εντοπισμός των φοροφυγάδων
 
Ο εντοπισμός των Ελλήνων που φοροδιαφεύγουν μέσω καταθέσεων σε άλλες χώρες είναι τεράστιο έργο, ιδίως όταν αυτές οι χώρες δεν έχουν συμφωνία με την Ελλάδα ή την ΕΕ να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τους αλλοδαπούς καταθέτες τους. Πρόκειται όμως για έργο που μπορεί να αποφέρει τεράστια φορολογικά έσοδα στο κράτος και να συμβάλλει στην αποτροπή της φοροδιαφυγής.
 
Εάν μόνο κατά την περίοδο από το 2010 μέχρι τα capital controls φύγανε από τις τράπεζες σχεδόν 120 δις. ευρώ, τότε το 99% των διαχρονικών καταθέσεων στο εξωτερικό, που σύμφωνα με το Φαλσιανί δεν έχουν έλθει ακόμη στο φως, πρέπει να αποτελεί ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό. Φαίνεται ότι η δέσμευση λογαριασμών και η αποστολή ειδοποιητηρίων στους καταθέτες της λίστας Μπόργιανς μάλλον αφορούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου της φοροδιαφυγής. 
 
Σε πολλά κράτη η πάταξη της φοροδιαφυγής δεν επαφίεται σε τυχαίες αποκαλύψεις τύπου Λαγκάρντ, Μπόργιανς, και ICIJ.  Υιοθετούνται μέθοδοι που παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για την ύπαρξη φοροδιαφυγής. Παραδείγματα είναι η «εξόρυξη δεδομένων», το data mining της βρετανικής φορολογικής υπηρεσίας, και η μεθοδική εξέταση των δραστηριοτήτων επιχειρηματιών, ιδιωτών ή αξιωματούχων: τακτικά ταξίδια σε χώρες χωρίς φορολογική διαφάνεια, η ίδρυση εταιρειών σε τέτοιες χώρες από ιδιώτες χωρίς εμφανείς επιχειρηματικούς στόχους, και η προώθηση/σύναψη συμφωνιών που δεν συνάδουν με τις συνήθεις απασχολήσεις των εμπλεκομένων ή είναι απροσδόκητα ευεργετικές για αυτούς ή για τα εν λόγω κράτη.
 
Βέβαια οι παραπάνω μέθοδοι δεν αποτελούν πανάκεια. Πρώτον, διότι δεν αντιμετωπίζουν τη «νόμιμη» φοροδιαφυγή (όπως έδειξαν πρόσφατα οι διαρροές των Luxleaks).  Δεύτερον, διότι επιτρέπουν ταυτόχρονα στις κρατικές αρχές να παρακολουθούν κρυφά δραστηριότητες των πολιτών που δεν έχουν καμία σχέση με τη φοροδιαφυγή.
 
Μία φορολογική αρχή εντελώς ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες κρατικές υπηρεσίες ίσως θα μπορούσε να συνδυάσει την προστασία των προσωπικών δεδομένων με την πάταξη της φοροδιαφυγής.  Είναι άραγε αυτό εφικτό στην Ελλάδα με ένα κρατικό μηχανισμό διαχρονικά ριζωμένο σε κομματικά/πολιτικά συμφέροντα και διασυνδέσεις; Πρόκειται για ένα δυσαπάντητο, αν όχι ρητορικό, ερώτημα.