Oι ιδρυτές των ΗΠΑ, προσπάθησαν να αποφύγουν τους κινδύνους μιας απόλυτης μοναρχίας. Έτσι προέκυψε η ιδέα ενός πρόεδρου, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις θα είχε απόλυτη εξουσία, ώστε «να κάνει τη δουλειά», αλλά όχι σε όλες. 

Ads

Αυτός ή αυτή θα ελεγχόταν από Κογκρέσο για τους νόμους και την οικονομία της χώρας και από το Ανώτατο Δικαστήριο σε ό,τι αφορά την ερμηνεία του αμερικανικού συντάγματος. Οι εκλογές θα γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια και η προεδρική θητεία θα είχε χρονικά όρια. Αν και με αρκετά προβλήματα – κι έναν εμφύλιο πόλεμο – αυτό το σύστημα διακυβέρνησης εγκαθιδρύθηκε και λειτούργησε πολύ καλά για την Αμερική. 

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανάπτυξη – και τελικά καταστροφική και απάνθρωπη χρήση – της ατομικής βόμβας, οι ΗΠΑ έγιναν αυτοκρατορία και αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη. Ακολούθησε η «νέα τάξη πραγμάτων», του Ρούζβελτ. Ακόμη οκτώ έθνη απέκτησαν πυρηνικά όπλα (η Βρετανία, η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, το Ισραήλ, η Ινδία, το Πακιστάν και η Βόρεια Κορέα). Λόγω της οικονομίας της και της ναυτικής και αεροπορικής της δύναμης, ωστόσο, οι ΗΠΑ, παρέμειναν η μεγαλύτερη υπερδύναμη. 

Δεν τίθεται θέμα ότι το κυβερνών σύστημα στις ΗΠΑ, παρά την όποια αυστηρή κριτική υφίσταται η χώρα ανά τον κόσμο για την πολιτική της και τους αιματηρούς πολέμους στους οποίους έχει εμπλακεί, είναι απόλυτα ικανοποιημένο, με τη θέση της στην «τάξη πραγμάτων». Γιατί λοιπόν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο 45ος πρόεδρος, θέλει τόσο πολύ να διαλύσει αυτό το επίτευγμα; 

Ads

Το ερώτημα αυτό θέτει το βρετανικό περιοδικό New Statesman και ο ιστορικός βιογράφος Νάιτζελ Χάμιλτον, μελετητής της αμερικανικής προεδρίας επιχειρεί να απαντήσει, κάνοντας τη διαδρομή από τον Ρούσβελτ στον Τραμπ.

Ο πρόεδρος είναι φυσικά υπεύθυνος για εκείνους που τον ή την εκλέγουν. Αυτό προκαλεί μια παράξενη κατάσταση. Τα μέσα που έδωσαν στην πρώην τηλεριάλιτι-περσόνα και επιχειρηματία των real estate τη δυναμική να διασκεδάσει και να πείσει τους ψηφοφόρους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016, πλέον έχουν σε μεγάλο βαθμό στραφεί εναντίον του. Αυτό οδήγησε τον Πρόεδρο να διαμαρτύρεται επανειλημμένα για διασπορά ψευδών ειδήσεων – τα περιβόητα «fake news» που κατά κόρον ο ίδιος έχει χρησιμοποιήσει – και μια συνωμοσία που εξυφαίνεται μέσω των μίντια με στόχο να τον ρίξει. «Κανείς πολιτικός στην ιστορία», έχει tweetάρει, «και το λέω με μεγάλη σιγουριά, δεν αντιμετωπίστηκε τόσο άσχημα και τόσο άδικα». 

Πίσω από τις φωνές αυτές, ωστόσο, υπάρχουν πολύ βαθύτεροι παράγοντες που παίζουν ρόλο στο δρόμο που έχει πάρει η Αμερική. 

Από τον απομονωτισμό στη γέννηση της αυτοκρατορίας 

Πρώτον, η αυτοκρατορία. Ο Τραμπ δεν δημιούργησε την αμερικανική αυτοκρατορία. Δεν γνωρίζει τίποτα για τη δημιουργία της, δεν έχει διαβάσει την ιστορία της και θα χαρεί να τη δει να καταρρέει υπό το δικό του βάρος, καθώς οι βρετανικές, γαλλικές και ολλανδικές αυτοκρατορίες έχουν καταρρεύσει επίσης στη διάρκεια της ζωής του. Το Brexit το είδε θετικά, ως μια απόρριψη των ευθυνών και των ιδεωδών που ο ίδιος περιφρονεί. Τραβώντας τις ΗΠΑ εκτός των διάφορων διεθνών συμβάσεων, εμπορικών συμφωνιών και ούτω καθεξής, πετυχαίνει – περήφανα – ένα «Amerexit» για να «κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη», αλλά ως μια «μεγάλη Μικρή Αμερική». 

Το αν αυτό είναι σοφό ή όχι, είναι κάτι που συζητιέται στην Ουάσιγκτον και αλλού. Ωστόσο, ο απομονωτισμός δεν είναι κάτι καινούργιο στην αμερικανική ιστορία. Η Γερουσία των ΗΠΑ είχε αρνηθεί να κυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ή να εγκρίνει την αμερικανική προσχώρηση στην Κοινωνία των Εθνών το 1920. Με την υποστήριξη του Κογκρέσου, ο πρόεδρος Ουόρεν Χάρντινγκ επέλεξε να βάλει τέλος στα χαμηλά τιμολόγια και να επιδιώξει τον προστατευτισμό από το εξωτερικό εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Την επόμενη δεκαετία, το παγκόσμιο εμπόριο κατακρημνίστηκε κατά σχεδόν τα δυο τρίτα. Παράλληλα το αμερικανικό εκλογικό σώμα έγινε ιδιαίτερα αντι-μεταναστευτικό με επικεφαλής το Αμερικανικό Πρώτο Κίνημα.

image

Ήταν μόνο η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και η πολεμική δήλωση του Χίτλερ εναντίον των ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1941 που άλλαξε την αμερικανική κοινή συναίνεση. Το γεγονός ότι ο Ρούσβελτ έπεισε το Κογκρέσο και την κοινή γνώμη για την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο θεωρήθηκε ένα είδος θαύματος. Ήταν πολύ δύσκολο να ‘πουλήσεις’ έναν τέτοιο ιδεαλισμό στις ΗΠΑ αλλά οι προσπάθειες του Ρούσβελτ για την άνοδο της αμερικανικής πολεμικής οικονομίας άλλαξαν το παιχνίδι. 

Η άνοδος της αμερικανικής οικονομίας κατά τη διεξαγωγή του πολέμου και κυρίως μετά τη νίκη των συμμάχων, όπως και η δέσμευση των ΗΠΑ για την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου, στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει πλήθος αμερικανικών αμαρτιών, τόσο εγχώριων, όσο και διεθνών.  

image

Με τη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών το 1945 μπήκε τουλάχιστον το πλαίσιο για τη διπλωματική διεθνή συζήτηση αναφορικά με τα παγκόσμια θέματα. Η ιδέα μιας παγκόσμιας ασφάλειας που θα διασφαλίζεται από τέσσερις μεγάλες χώρες (Αμερική, Ρωσία, Κίνα και Ηνωμένο Βασίλειο) δεν ευοδώθηκε για πολλούς λόγους – το Σιδηρούν Παραπέτασμα, τον Κινεζικό Εμφύλιο, τη συνεχιζόμενη αποικιοκρατία – παρέμεινε, ωστόσο, η αρχή πίσω από την ιδέα και έτσι ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση εγγυήθηκαν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, με την υποστήριξη μικρότερων εθνών. 

Παρά τις θερμές στιγμές, οι διάδοχοι του Ρούσβελτ, Χάρι Τρούμαν, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, Τζον Κένεντι, Λίντον Τζόνσον, Ρίτσαρντ Νίξον, Τζέραλντ Φορντ, Τζίμι Κάρτερ, Ρόναλντ Ρίγκαν, Τζορτζ Μπους και Μπιλ Κλίντον, ακολούθησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτό το σενάριο. Ωστόσο, μετά την οικονομική άνοδο της Κίνας, την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και με τις αυξανόμενες συγκρούσεις σιιτών και σουνιτών και τους εμφύλιους πολέμους στη Μέση Ανατολή – οι περισσότεροι μετά από αμερικανική παρέμβαση – ακόμη και η ιδέα μιας σταθερής παγκόσμιας τάξης άρχισε να ταλαντεύεται.

Έμειναν να την εκφράζουν ένας εβδομηντάρης ΟΗΕ, η γηραιά συμμαχία του ΝΑΤΟ και η αμερικανική συναίνεση όπως εκφράζεται από την προθυμία του Κογκρέσου για μια παγκόσμια ασφάλεια. Όχι, όμως από τον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, σημειώνει το New Statesman, η αμερικανική αυτοκρατορία δημιουργήθηκε από έναν και μόνο Αμερικανό Πρόεδρο και τώρα συστηματικά αποσυναρμολογείται από έναν άλλο. 

«Είναι η οικονομία ηλίθιε»

Δεύτερον «είναι η οικονομία ηλίθιε». Η φράση αυτή που γράφτηκε στο μαυροπίνακα στο αρχηγείο της εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον, όταν κατέβαινε για πρόεδρος το 1992, είχε ως στόχο να υπενθυμίζει σε υπαλλήλους και κοινό τις ιδέες του υποψήφιου προέδρου για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και τις υψηλότερες αμοιβές. 

Το σχέδιο του Κλίντον για παροχή υγειονομικής περίθαλψης σε όλους απέτυχε παταγωδώς αλλά τα οικονομικά μέτρα και η αύξηση της φορολογίας στους πλούσιους – παρά τις Ρεπουμπλικανικές προειδοποιήσεις για καταστροφή, οδήγησαν στην εκτίναξη της αμερικανικής οικονομίας, χάρη στις αυξημένες – κι όχι μειωμένες – διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Ωστόσο, διαφαινόταν ότι η παγκόσμια οικονομία θα στραφεί προς άλλα πολυπληθέστερα έθνη που προσφέρουν φθηνότερη εργασία, ειδικά στην Ασία, κάτι που έγινε και άλλαξε το οικονομικό σκηνικό. 

image

Η αρχή της παρακμής 

Τα όποια πλεονάσματα του Κλίντον το 1990 σπαταλήθηκαν γρήγορα από τον διάδοχό του Τζορτζ Μπους, ο οποίος επιχείρησε μια καθυστερημένη αυτοκρατορική επίδειξη μονομερούς στρατιωτικής δύναμης στον πόλεμο «ενάντια της τρομοκρατίας», με στόχο περισσότερο πετρέλαιο. Αυτό δεν λειτούργησε. Το δημόσιο ταμείο της Ουάσιγκτον χρεοκόπησε και η Κίνα επέκτεινε την οικονομία της χωρίς κανένα περιορισμό. 

image

Με τους συνεχιζόμενους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι λογαριασμοί έπρεπε να πληρωθούν. Η αμερικανική οικονομία κατέρρευσε και, παρά τις προσπάθειες του Μπαράκ Ομπάμα για την απόσυρση της χώρας από τους δαπανηρούς ξένους πολέμους, η παγκόσμια οικονομική μεταστροφή προς την Ασία, έφερε τις προβλέψιμες συνέπειές της στην Αμερική. Τα εισοδήματα σταμάτησαν να αυξάνονται, όπως έκαναν τις τελευταίες επτά δεκαετίες και η μεγάλη μεταπολεμική αμερικανική οικονομική άνοδος έφτασε στο όριό της, φτάνοντας σε ένα μη βιώσιμο εθνικό χρέος που πλέον δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. 

image

Το blame game άρχισε προς τους διάφορους ενόχους. Τη Wall Street από τη μία πλευρά και τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές από την άλλο. Επιπλέον, ο Μπους επέτρεψε την εκπνοή του νόμου για τους δεκαετείς φόρους που είχε επιβάλει ο Κλίντον στους πλούσιους και ο Ομπάμα δεν κατάφερε να πείσει το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο να τους αποκαταστήσει. Η οικονομική ανισότητα στην Αμερική δεν έφερε μόνο περιφρόνηση αλλά και μίσος. 

Χάρη στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που επιτρέπει στις εταιρείες να υποστηρίξουν πολιτικά κόμματα και πρωτοβουλίες χωρίς οικονομικό όριο, η υποψήφια διάδοχος του Ομπάμα για τους Δημοκρατικούς, Χίλαρι Κλίντον, αναζήτησε κεφάλαια επαρκή για να αντιμετωπίσει την πλούσια καμπάνια των Ρεπουμπλικάνων. Κατά συνέπεια, η Χίλαρι Κλίντον δεν μπορούσε να μιλήσει εναντίον της Wall Street, που την στήριζε, για την αυξανόμενη ανισότητα στη χώρα. 

Το «Ισχυρότεροι Μαζί», ήταν το καλύτερο σύνθημα στο οποίο η εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον μπόρεσε να καταλήξει και συμμάχησε με τους υποστηρικτές της LGBT κοινότητας και τις μειονότητες. Ωστόσο, ούτε αυτό δεν ήταν αρκετό, τουλάχιστον υπό το αμερικανικό εκλογικό σύστημα. Έτσι ο πιο απίθανος υποψήφιος, ο Τραμπ, ένας ανορθόδοξος «επιχειρηματίας», μεγαλο-ιδιοκτήτης ακινήτων και τηλε-περσόνα του ριάλιτι «The Apprentice», που παρέσυρε τον κόσμο και τον Τύπο με την απρόβλεπτη συμπεριφορά του, την πολιτική του και την άρνησή του να δημοσιοποιήσει τις φορολογικές του δηλώσεις, κατέληξε στο Λευκό Οίκο. 

Κανείς υποψήφιος πάντως δεν τόλμησε να πει την πικρή αλήθεια: ότι η Αμερική δεν θα μπορούσε να γίνει και πάλι «μεγάλη», γιατί δεν είμαστε πια στο 1945. Ή το 1955, ή το 1965. Ή τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα. Το 1944, πριν το θάνατό του, ο Ρούσβελτ προειδοποιούσε σε ένα μήνυμά του προς το Κογκρέσο τον Ιανουάριο του 1944, ότι η Αμερική χρειαζόταν μια δεύτερη χάρτα δικαιωμάτων για να εμποδιστεί η διάσπαση του έθνους από την οικονομική ανισότητα, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στο «πνεύμα του φασισμού», όπως είχε γίνει στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1930. 

Αν ο κόσμος «έμεινε μαζί», περισσότερο ή λιγότερο, μετά το θάνατο του Ρούσβελτ, τώρα πια οι εντάσεις είναι όλο και πιο έντονες. Η απειλή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου με τη Ρωσία, η κλιμάκωση της έντασης με τη Βόρεια Κορέα και το χάος στην Ανατολή, συνθέτουν το σκηνικό. Το μερίδιο της οικονομικής πίτας της Αμερικής σε παγκόσμιο επίπεδο μειώνεται ενώ παράλληλα οι πολίτες της παλεύουν για να προστατεύσουν ή να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο από την εγχώρια πίτα. Με αυτά τα δεδομένα είναι απίθανο οι ΗΠΑ να είναι πρόθυμες ή και ικανές να συνεχίσουν την πολιτική της «εγγυήτριας δύναμης» της ειρήνης και του εμπορίου στο εξωτερικό. 

Στην απαρχή της πτώσης 

Με άλλα λόγια, η Αμερική σήμερα πηγαίνει ολοταχώς προς την κατεύθυνση του αναπτυσσόμενου κόσμου. Δεν διαθέτει ηγέτη που να έχει οποιαδήποτε ιδέα για το πως να προετοιμάσει το έθνος του για τη μεταβαλλόμενη δομή του κόσμου. Ενός κόσμου του οποίου την ύφεση οι Αμερικάνοι θα πρέπει να μοιραστούν πιο δίκαια στο εσωτερικό της χώρας ή αλλιώς θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα ολοένα και πιο επιδεινούμενο κοινωνικό και πολιτικό κατακερματισμό, ακόμη και με συγκρούσεις αλλά και με τη μείωση της εξουσίας των ΗΠΑ, στο εξωτερικό. 

Ο Αμερικανός Πρόεδρος, στο μεταξύ, κατά την άποψη πολλών ιστορικών, μοιάζει με τον αυτοκράτορα Νέρωνα, που έβλεπε τη Ρώμη να καίγεται. Ζει στο κουκούλι της οικογένειας Τραμπ και συγχαίρει τον εαυτό του για τους πόντους που σκοράρει απέναντι στους εχθρούς του στο Twitter: τους «ψεύτικους» Αμερικανούς, αφού όποιος δεν θαυμάζει τον Αγαπητό Ηγέτη είναι ένας ψεύτικος Αμερικανός. 

Ο όποιος ιδεαλισμός υπήρξε στο παρελθόν πλέον έχει εξαφανιστεί και από τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα της Αμερικής. Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ μπορεί να επανέλθουν στο ίδιο σημείο που βρίσκονταν πριν την προεδρία του Ρούσβελτ. 

Τραμπ όπως λέμε Νίξον 

Το τρίτο ζήτημα είναι αυτό της προεδρικής προσωπικότητας. Από την άποψη του βιογράφου ή στην προκειμένη περίπτωση του ψυχο-βιογράφου, όπως σημειώνει ο Νάιτζελ Χάμιλτον. Πολλοί ψυχίατροι έχουν επισημάνει τις, σε προσωπικό επίπεδο, ομοιότητες μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρίτσαρντ Νίξον, παρά την διαφορετική τους παιδική ηλικία. Ωστόσο, δεν τους επιτρέπεται να πουν τίποτα. Γιατί; Επειδή, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (APA), η οποία αριθμεί 37.000 μέλη, θέσπισε τον «κανόνα Goldwater», το 1973, λίγα χρόνια αφού ο Γερουσιαστής Barry Goldwater, μήνυσε το περιοδικό «Fact» που διέγνωσε ότι ήταν ακατάλληλος για πρόεδρος και κέρδισε. Από τότε και μετά, κανείς ψυχίατρος της APA δεν έχει το δικαίωμα να δημοσιεύσει διάγνωση ή και προειδοποίηση για την ψυχική υγεία κανενός δημόσιου λειτουργού, για να αποφύγουν την κατακραυγή του επαγγέλματος. 

Λαμβάνοντας υπόψη την ευρέως αναγνωρισμένη ακαταλληλότητα του Τραμπ να υπηρετήσει είτε ως Πρόεδρος, είτε ως αρχηγός του στρατού εξαιτίας της αστάθειάς του, αυτό υπήρξε μια απόφαση – ορόσημο στην αμερικανική προεδρική πολιτική. Οι παρατηρητές στρέφονται λοιπόν όλο και περισσότερο σε βιογράφους, οι οποίοι δεν υπόκεινται στον κανόνα. Αν και σπάνια έχουν ψυχιατρική εκπαίδευση, οι σύγχρονοι βιογράφοι περνούν χρόνια ερευνώντας τις ζωές των προσώπων που ερευνούν, είτε πρόκειται για νεκρούς, είτε για ζώντες. Μεταξύ των διαφόρων προσώπων, ο Νίξον είναι αυτός που δέχεται σήμερα τη μεγαλύτερη προσοχή στην Αμερική, γιατί με δεδομένο τον μη προβλέψιμο χαρακτήρα του, την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του και την περιφρόνησή του προς τους ηθικούς κανόνες, θυμίζει τον σημερινό κάτοχο της θέσης. 

image

Αρχεία που άνοιξαν πρόσφατα στις ΗΠΑ, επιβεβαίωσαν αυτό που πολλοί βιογράφοι – μεταξύ τους και ο Χάμιλτον – υποστήριζαν. Ότι ο Νίξον σαμποτάρισε σκόπιμα τις ειρηνευτικές συνομιλίες στο Παρίσι για τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ κατά τη διάρκεια της προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας του 1968 ελπίζοντας να κλείσει τη συμφωνία ο ίδιος, αν δεν εκλεγόταν ο Χιούμπερτ Χάμφρει. Ο Νίξον εξελέγη αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κλείσει τη συμφωνία, με συνέπειες μοιραίες για δεκάδες χιλιάδες Βιετναμέζους και Αμερικανούς. Είχε ζητήσει από τον υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ να τον παρουσιάζει στο Βόρειο Βιετνάμ, ως ένα «οπλισμένο με ατομικά όπλα κανόνι», για να πείσει τον εχθρό να διαπραγματευτεί μαζί του. Δεν λειτούργησε. 

Κατά ειρωνικό τρόπο, μέχρι το τέλος της προεδρίας του, ο Νίξον έγινε ακριβώς αυτό το «κανόνι» γι’ αυτό και το προσωπικό του – όπως ευρέως πιστεύεται – αφαιρούσε τους κωδικούς των πυρηνικών από τον χαρτοφύλακα που παραδοσιακά κουβαλούσε ο στρατιωτικός του βοηθός. Εκτός από το να διατηρεί μυστικά μαύρα ταμεία, ο Νίξον είχε εμμονή με τους επικριτές του, στοχοποιούσε μεμονωμένους ακτιβιστές, αντιπάλους, ακόμη και επιστήμονες και έκανε δολοφονίες χαρακτήρων. Γνωστή η διάρρηξη στο γραφείο του ψυχίατρου Ντάνιελ Έλσμπεργκ, με στόχο να τον δυσφημήσει ως ψυχικά διαταραγμένο αναφορικά με τη διαρροή των διαβόητων «Pentagon Papers». (Τα αρχεία του ψυχιάτρου πλέον βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας της Ουάσιγκτον). Μη όντας αρκετά ικανοποιημένοι με αυτό, οι λεγόμενοι «υδραυλικοί» του προέδρου – επιφορτισμένοι με το να κλείνουν διαρροές, εξού και ο χαρακτηρισμός – διέρρηξαν τα γραφεία της αντιπολίτευσης του Νίξον, του Δημοκρατικού Κόμματος, στο Watergate. Αυτή τη φορά πιάστηκαν. 

Από το Watergate στο Russiagate 

Καθώς τα μυστικά της εκστρατείας του Τραμπ και οι σχέσεις της κυβέρνησής του με τη Ρωσία αποτελούν το αντικείμενο διαρροών κι ένας ομοσπονδιακός εισαγγελέας προσπαθεί να διερευνήσει αυτό που στις ΗΠΑ, ονομάζουν «Russiagate», οι αντιδράσεις του 45ου προέδρου μοιάζουν με εκείνες του 37ου προέδρου. Δηλαδή του Νίξον. Αυτές περιλαμβάνουν μια ολοένα και βαθύτερη αποφασιστικότητα να ψεύδεται και να απειλεί αλλά και κινήσεις όπως, η απόλυση του επικεφαλής του FBI Τζέιμς Κόμει, οι απειλές ότι θα απολύσει τον ειδικό σύμβουλο δικαιοσύνης που διερευνά το θέμα, Ρόμπερτ Μιούλερ και τον γενικό εισαγγελέα Τζεφ Σέσιονς και μάλιστα υπαινισσόμενος ότι θα δώσει χάρη σε όλους τους εμπλεκόμενους, συμπεριλαμβανομένου – αν είναι απαραίτητο – και του εαυτού του. Ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε δηλώσει κατηγορηματικά στον Δαβίδ Φρόστο: «Όταν το κάνει ο πρόεδρος, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι παράνομο». 

image

Μπορεί να λειτουργήσει κάτι τέτοιο; Μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Νίξον, ο οποίος ήταν ήδη ψυχικά ασταθής, οδηγήθηκε σε απόλυτη κατάρρευση μετά το Watergate, κάτι που οδήγησε σε σκηνές που ούτε ένας θεατρικός συγγραφέας θα μπορούσε να σκεφτεί, όπως να ζητά από τον Κίσινγκερ να γονατίσει και να προσευχηθεί μαζί του στο ασανσέρ του Λευκού Οίκου και να λέει στην αμερικανική κοινή γνώμη μέσω τηλεόρασης ότι ποτέ δεν επωφελήθηκε από τη δημόσια υπηρεσία, ότι κέρδισε κάθε δεκάρα, ότι ποτέ δεν παρεμπόδισε τη δικαιοσύνη – όλα αποδεδειγμένα ψέματα – και τέλος ότι παρά όλες τις ενδείξεις, δεν υπήρξε «ποτέ απατεώνας». 

Η «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» του πρόεδρου

Θυμίζει κάτι; Μόνο οκτώ μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ, υπήρξαν σημάδια ότι οι «φιμωμένοι» ψυχίατροι που είχαν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» του προέδρου ήταν ακριβείς και ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν κοντά σε μια παρόμοια κατάρρευση. Άρχισε να διορίζει όλο και περισσότερο στρατιωτικό προσωπικό για να τον υπερασπιστεί από τους αντιπάλους του και να βάλει τάξη στο χάος του Λευκού Οίκου που προκλήθηκε από την ανικανότητά του να επιβάλει μια συνεπή προεδρική ηγεσία. Ο Λευκός Οίκος είχε αρχίσει να φαίνεται σαν ένα νηπιαγωγείο χωρίς υπεύθυνο δάσκαλο και σε πόλεμο με το ίδιο του το κόμμα, το Κογκρέσο και όποιον δεν πιστεύει στον ημίθεο Αγαπητό Ηγέτη. 

Η επίδραση όλων αυτών στη θέση της Αμερικής στον κόσμο είναι σημαντική. Πράγματι, είναι σαν, κατά καιρούς, ο υπόλοιπος κόσμος να προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο από μια ακέφαλη Αμερική και παράλληλα να αρνείται να πιστέψει ότι αυτό συμβαίνει αλήθεια. Αλλά συμβαίνει αλήθεια. 

image

Υπάρχει, ευτυχώς, αυξανόμενη αντίσταση σε όλη τη χώρα ενάντια στην καταστροφική ατζέντα του Τραμπ, αναφορικά με την υγειονομική περίθαλψη, το περιβάλλον, την ενέργεια, την εκπαίδευση, την έρευνα και τη μετανάστευση. Ως εκ τούτου, η χώρα έχει μέχρι στιγμής αποφύγει το δρόμο που πήρε η Γερμανία το 1933, δηλαδή μια «Τραμποποίηση» όλης της πολιτικής εξουσίας στη χώρα, συμπεριλαμβανομένου του Κογκρέσου, της Γερουσίας και του Ανώτατου Δικαστηρίου. 

Η πραγματικότητα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις που συνδέονται με το κόμμα νικητή τον εκλογών, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Τραμπ – τα μέλη του Tea Party, η θρησκευόμενη δεξιά, το αντι-φορολογικό λόμπι, οι απογοητευμένοι ανθρακωρύχοι, οι υπερ-πλούσιοι αουτσάιντερς και οι υπερασπιστές της λευκής ανωτερότητας, μαζί με το πλούσιο 1% της Αμερικής, που κάποτε είχε αποκαλέσει τον Ρούσβελτ «προδότη της τάξης του» -υποχρεώθηκαν να στραφούν η μία εναντίον της άλλης σε μια Αμερική που μικραίνει, δεν μεγαλώνει. Και ειδικά όταν την καθοδηγεί ένα νάρκισσος, αυτο-εμμονικός τύπος που φαίνεται να ενδιαφέρεται μόνο για τα πλούτη της οικογένειάς του. 

Η αναπόφευκτη πτώση 

Η αναγνώριση του γεγονότος, ωστόσο, σίγουρα θα έρθει επηρεάζοντας τον κόσμο, καθώς και τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Καταλήγοντας ο Χάμιλτον, υποστηρίζει ότι μια νέα πρόταση για την «παγκόσμια τάξη», είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί ο πυρηνικός πόλεμος. Ο Τραμπ ενδέχεται να αναγκαστεί να παραιτηθεί, υπό την 25η τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος, δηλαδή με το σκεπτικό ότι «δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις εξουσίες και τα καθήκοντα του Γραφείου». 

Αυτό πάντως, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν θα αλλάξει τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας και την αναπόφευκτη πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Εξάλλου, ποιος θα διαδεχτεί τον 45ο Πρόεδρο; Τη θέση του Νίξον πήρε, μετά την αναγκαστική παραίτηση του αντιπροέδρου Σπίρο Άγκνιου, ο Τζέραλντ Φορντ, που σύμφωνα με τον Χάμιλτον ήταν ο πιο υποτιμημένος και πιο ευγενικός από όλους τους Αμερικανούς «Καίσαρες» μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Τη θέση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αντίθετα, θα πρέπει να πάρει ο Μάικλ Πέινς. Ευθυγραμμισμένος με την πολιτική του Tea Party, είναι ένας πολιτικός δεξιός, αντι-φεντεραλιστής, χριστιανός φονταμενταλιστής, πολέμιος των μεταναστών, κατά των αμβλώσεων και του δημόσιου συστήματος υγείας, κατά της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής ασφάλισης, υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, υπέρ της υποχρεωτικής ελάχιστης ποινής φυλάκισης. Είναι ο αντιπρόεδρος της Αμερικής. 

«Προσέξτε τι εύχεστε γιατί μπορεί να συμβεί», λέει ένα παλιό ρητό, καταλήγει ο Χάμιλτον, που ελπίζει ότι οι Δημοκρατικοί θα μπορέσουν να βρουν έναν νέο ηγέτη σαν τον Τζον Κένεντι, «έναν ηγέτη που θα εμπνεύσει τους Αμερικανούς να ενωθούν, να προσαρμοστούν στις πραγματικότητες του σύγχρονου κόσμου, να ασχοληθούν με το περιβάλλον, την οικονομία, την επιστήμη, την πολιτική. Να επιδιώξουν μεγαλύτερη ισότητα, όχι λιγότερη. Και να συνεργαστούν μαζί και όχι ενάντια, με τους εδώ και χρόνια συμμάχους της χώρας, όπως τα μέλη του ΝΑΤΟ, για τη διασφάλιση της ασφάλειας του κόσμου».