Οι ΗΠΑ σε «ασυνήθιστα υψηλούς τόνους», όπως αναφέρουν γερμανικά μέσα, επικρίνει το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, υπογραμμίζοντας πως φέρει ευθύνη για την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη. Το Spiegel κάνει λόγο για «κακό timing» σημειώνοντας πως η κριτική για την γερμανική οικονομία γίνεται την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η υπόθεση των παρακολουθήσεων από την αμερικανική NSA.

Ads

 
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, που επικαλείται δημοσίευμα του Spiegel, στις εξαμηνιαίες εκθέσεις των ΗΠΑ για τη διεθνή οικονομική και νομισματική πολιτική, όπως συνήθως, στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται η Κίνα, ο «συνήθης ύποπτος», όπως αναφέρεται. Η κριτική αφορά κυρίως στην ισοτιμία του γουάν έναντι του δολαρίου. Ωστόσο αυτή τη φορά το υπουργείο Οικονομικων επικρίνει και τη Γερμανία αναγνωρίζοντάς την ως την υπεύθυνη για την κατάσταση στην Ευρώπη.
 
Σε ασυνήθιστα σκληρούς τόνους η έκθεση «Report to Congress on International Economic and Exchange Rate Policies» επικρίνει την οικονομική πολιτική της γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, υπογραμμίζοντας πως με το εμπορικό πλεόνασμα-ρεκόρ η Γερμανία επιβαρύνει το σύνολο της ΕΕ.
 
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σύμφωνα με τη Deutsche Welle, κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης η Γερμανία συγκέντρωσε ένα ιδιαίτερα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα. Το 2012 μάλιστα, όπως τονίζεται, το πλεόνασμα αυτό ήταν μεγαλύτερο από εκείνο της Κίνας: «Ο αναιμικός ρυθμός ανάπτυξης της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία και η εξάρτησή της από τις εξαγωγές δυσκολεύουν την αποκατάσταση των ισορροπιών σε μία συγκυρία κατά την οποία αρκετές άλλες χώρες της ευρωζώνης βρίσκονται υπό έντονη πίεση να περιορίσουν τη ζήτηση και να συρρικνώσουν τις εισαγωγές».
 
Η δημόσια αυτή κριτική στη Γερμανία, τη δεδομένη μάλιστα χρονική στιγμή, φτάνει τα όρια της προσβολής, σχολιάζει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Μετά το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων της NSA και δη της κατασκοπείας σε βάρος της ίδιας της καγκελαρίου, όπως σημειώνεται, οι γερμανο-αμερικανικές σχέσεις έχουν υποστεί ήδη σημαντικό πλήγμα.

Μετά το Der Spiegel ήρθε δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg που αναφέρει πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέκρινε τα πλεονάσματα που έχει η Γερμανία στο εμπορικό ισοζύγιό της και απέρριψε τον ισχυρισμό της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ ότι οι υψηλές εξαγωγές αποτελούν ένδειξη οικονομικής υγείας.

Ενώ η Γερμανία ήταν εξοργισμένη χθες για την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών σχετικά με τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ Ντέιβιντ Λίπτον ζήτησε από τη Γερμανία να μειώσει το πλεόνασμα των εξαγωγών της σε «ένα κατάλληλο επίπεδο» για να βοηθήσει τους εταίρους της στην Ευρωζώνης να μειώσουν τα ελλείμματά τους.

Ads

Ένα «σημαντικό μικρότερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν χρήσιμο», δήλωσε χθες βράδυ ο Ντ. Λίπτον σε ομιλία που έκανε στην Αμερικανική Ακαδημία στο Βερολίνο, προσθέτοντας ότι η μείωση των υπερβολικών ελλειμμάτων στην Ευρωζώνη «απλά δεν μπορεί να γίνει, αν δεν μειωθούν και τα πλεονάσματα». Ο Λίπτον κάλεσε, επίσης, τη Γερμανία να «σηκώσει το βλέμμα της στον παγκόσμιο ορίζοντα» κατά τη χάραξη της πολιτικής της. 
 
Τι απαντά το Βερολίνο
 
Το Spiegel, όπως αναφέρει η Deutsche Welle, επισημαίνει πως «ο αυστηρός τόνος των Αμερικανών είναι αξιοσημείωτος και για το λόγο ότι Ουάσιγκτον και Βερολίνο προτιμούν να θίγουν τέτοια θέματα συνήθως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας». Άλλωστε, όπως παρατηρεί το Spiegel, οι κατηγορίες αυτές δεν είναι κάτι το καινούριο. Και στην τελευταία του έκθεση, τον περασμένο Απρίλιο, το αμερικανικό υπ. Οικονομικών αναφερόταν στη Γερμανία, εντούτοις σε αρκετά πιο μετριοπαθή τόνο.
 
Μιλώντας στη Wall Street Journal, εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας σχολίασε πως η  γερμανική ανάπτυξη στηρίζεται από την ισχυρή εσωτερική ζήτηση και επισήμανε ότι τόσο το ΔΝΤ, όσο και ο ΟΟΣΑ αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν αξιολογήσει θετικά την οικονομική πολιτική της Γερμανίας.
 
Με την νέα αμερικανική έκθεση η Γερμανία παίρνει τώρα θέση στον κύκλο με τους «συνήθεις υπόπτους» της διεθνούς νομισματικής πολιτικής: την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Οι ΗΠΑ χαρακτηρίζουν εκ νέου «σημαντικά υποτιμημένο» το γουάν, σημειώνουν ότι συνεχίζουν να «παρακολουθούν πολύ στενά» τη νομισματική πολιτική του Τόκιο ενώ προειδοποιούν τη Νότια Κορέα να περιορίσει «τις παρεμβάσεις της στις αγορές συναλλάγματος».