“Η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ) για τη «Δεκαετία 1940», που ένα αρκετά εκτεταμένο δείγμα απ’ τη δουλειά της παραθέτουμε αμέσως παρακάτω, είχε να δώσει, μεταφορικά και όχι μόνο, «μια μάχη με το χρόνο», αν ήθελε να  σωθούν οι προσωπικά βιωμένες μνήμες, όσο ακόμη αυτές είχαν φωνή…”, η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ), στην ενότητα «Δεκαετία 1940», αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη για το tvxs, την ιστορία του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, της Απελευθέρωσης αλλά και κατόπιν των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου, μέσα από τις μνήμες των κατοίκων της.

Ads

image

“Το βίαιο ξέσπασμα, πριν δύο χρόνια,  της υφέρπουσας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης ήταν το έναυσμα. Προϋπήρχε, ωστόσο, το ζωηρό ενδιαφέρον κάποιων συμπολιτών μας της Κυψέλης να βοηθήσουν τη γειτονιά τους, οργανώνοντας κύκλους δραστηριοτήτων που θα έδιναν τη δυνατότητα σε ολοένα διευρυνόμενους κύκλους ανθρώπων να εκδηλώσουν και εκείνοι το δικό τους ενδιαφέρον και να δραστηριοποιηθούν για μια καλύτερη Κυψέλη.

Έτσι ξεκίνησε, εδώ και ένα χρόνο, η… ιστορία της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ). Ο στόχος ήταν διπλός: να σωθούν οι μνήμες των αφανών, να διηγηθεί η Κυψέλη της ιστορία της με τη φωνή των ίδιων των κατοίκων της, και να αναδειχθεί η καθημερινότητα και τα προβλήματά  της μέσα από μαρτυρίες και καταθέσεις Κυψελιωτών. Προέκυψαν, έτσι, τρεις θεματικές  ομάδες της ΟΠΙΚ: για τη «Δεκαετία 1940», για την «Καθημερινή Ζωή» και για τους «Μετανάστες».

Ads

Η ομάδα για τη «Δεκαετία 1940», που ένα αρκετά εκτεταμένο δείγμα απ’ τη δουλειά της παραθέτουμε αμέσως παρακάτω, είχε να δώσει, μεταφορικά και όχι μόνο, «μια μάχη με το χρόνο»,  αν ήθελε να  σωθούν οι προσωπικά βιωμένες μνήμες, όσο ακόμη αυτές είχαν φωνή. Σήμερα, ένα χρόνο και πολλές ώρες μαγνητοφωνήσεων, απομαγνητοφωνήσεων, βιντεοσκοπήσεων και επεξεργασιών μετά, ένας μικρός θησαυρός, όπως πιστεύουν οι εθελοντές της ομάδας, «καθελκύεται» και ξεκινάει το ταξίδι για το οποίο σχεδιάστηκε: να γίνει κτήμα των πολλών και να παρακινήσει πολλούς. Να βρει μιμητές, που, όταν θα επιχειρήσουν κάτι ανάλογο, σύντομα θα καταλάβουν ότι δεν είναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις ενός συνηθισμένου ανθρώπου που νοιάζεται για την ποιότητα της ζωής, προσωπικά και συλλογικά.”

ΠΟΛΕΜΟΣ
 
Εκείνη την ημέρα είχαμε ξυπνήσει με σειρήνα, είχαμε μια σειρήνα στην οδό Αγίου Μελετίου ψηλά, και ενώ τις άλλες μέρες ξέραμε ότι γινόντουσαν γυμνάσια, εκείνη την ημέρα καταλάβαμε ότι είναι πόλεμος, βγήκε ο κόσμος έξω στους δρόμους. Δεν υπήρχαν ραδιόφωνα και τέτοια και ήρθε κάποιος και είπε: Μας κηρύξανε τον πόλεμο οι Ιταλοί… (η Φ. Λ., γενν. στην Αθήνα το 1922)

Η πολυκατοικία αυτή ήτανε η πρώτη που έγινε εκεί στην οδό Μαυρομματαίων,   Μαυρομματαίων 39 […] Και γύρω-γύρω –γιατί η πολυκατοικία ήτανε μεγάλη– είχε πολλές αποθήκες, εξωτερικές, κάθε μία στον κάθε ένα ενοικιαστή ή ιδιοκτήτη, όπου άφηνε τα ξύλα του […] και κατέβαινε η υπηρέτρια, ή οι υπηρέτριες, γιατί οι υπηρέτριες ήτανε πολύ σύνηθες φαινόμενο… [Υπήρχαν σπίτια με δύο υπηρέτριες;] Αμέ, με τέσσερις! Επί παραδείγματι, του Δημητριάδη. Ο Δημητριάδης είναι ο ιδιοκτήτης […] της πολυκατοικίας, και μάλιστα όχι αυτός, η γυναίκα του, η Αλίκη Δημητριάδου […] Η γυναίκα του ήτανε η κόρη του Παπαστράτου, του Γιάννη του Παπαστράτου […] Αυτός; Αυτός έπαιζε πάρα πολύ καλό τένις! Δεν αρκεί; […] Κάποτε τσάντισε τη μάνα μου, τσάντισε κι εμένα πιτσιρικά και σηκώθηκα κι έφυγα […] Γιατί κηρύχτηκε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος  […] κατετάγη και αυτός, ο Δημητριάδης, στο στρατό. Έφευγε κατά τις δέκα η ώρα από το σπίτι του και κατά τις δύο, αφού πέρναγε πρώτα από το τένις, γύρναγε στο σπίτι του […] Έτσι πολέμησε στην Αλβανία, κατάλαβες; […] Λοιπόν, έλεγε [η Δημητριάδη] στη μάνα μου, «Ο Νίκος δεν μπορεί να πάει και να πολεμήσει στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, στις πέτρες επάνω, που έχει συνηθίσει σε παπλώματα  μεταξωτά […]  Προσφέρει άλλου είδους υπηρεσίες, αλλά όχι τέτοια. Αυτά είναι για τα σκληρά παιδιά, είναι για τα παιδιά από τα χωριά, που βάζουνε μια πέτρα προσκεφάλι και κοιμούνται και ροχαλίζουνε. Ο Νίκος μου θα μπορούσε ποτέ να βάλει το κεφάλι του σε μια πέτρα και να κοιμηθεί;»…  (ο Σ. Μ., γενν. στην Κυψέλη το 1933)

Νίκησε ο Χίτλερ […] και κατέβηκε και μπήκε μέσα η στρατιά περνώντας  από την οδό Πατησίων, συντεταγμένη με βήμα, χωρίς μουσική, χωρίς τίποτα και σε μια  δεδομένη στιγμή κάποιος γύρισε το κεφάλι του και είδε το σπίτι μας που είχε νεραντζιές, με κάτι νεράντζια που είχαν αρχίσει και κοκκινίζανε και στο τέλος της γραμμής σπάει η παρέλαση των Γερμανών και χυμάνε να κόψουνε, νομίζανε ότι είναι πορτοκάλια, τα νεράντζια τα οποία κατεβάσανε από τον τοίχο του κήπου  και  τα δαγκώνανε. Ποιος ξέρει τώρα… ή πεινασμένοι ήτανε ή φρούτα νομίζανε… (η Λ. Μ., γενν. στην Αθήνα το 1930)

Αλλά εκείνο που μου είναι έντονο είναι, όταν μπήκαν οι Γερμανοί μέσα, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο και είχα πιάσει μια ψευτοδουλειά κάπου, και την ημέρα που μπήκανε οι Γερμανοί ή μάλλον την άλλη μέρα,  πρέπει να μπήκανε Κυριακή… ναι… και  δεν πήγα στη δουλειά αυτή, δεν ήθελα…. Πήγαινα Φωκίωνος Νέγρη μόνη μου και καθόμουνα και σκεφτόμουνα πώς θα είναι η ζωή μας από δω και πέρα. (Φ. Λ.)

ΚΑΤΟΧΗ
 
Αν φοβόμασταν; Στην αρχή όχι, γιατί δεν ξέραμε. Μετά, φόβοοο… Ααα! Γιατί ακούγαμε, βλέπαμε! Εγώ ακόμα έχω στα μάτια μου όταν ανοίξανε ένα μαύρο αυτοκίνητο […] και είχανε πετάξει τα πτώματα όλα μέσα και ήτανε το ένα έτσι το άλλο έτσι, τα βλέπω τώρα,  και ήρθανε να πάρουνε έναν πεθαμένο, τον πετάξανε κι αυτόνε μέσα, κλείσανε την πόρτα, δρόμο […] Ή περπατούσες στο δρόμο, πέρναγε ο άλλος πάλι πιο μπροστά κι ώσπου να πάει αυτός είχε πέσει χάμω, είχε πεθάνει κιόλας, δηλαδή πείνα […] Ναι, και είχανε ομαδικούς τάφους στο τρίτο νεκροταφείο ανοίξει μεγάλους και […] ξέρεις τώρα, όλοι μέσα, σκέπασέ τους, ασ’ τους, ψάχνε εσύ να βρεις τον άνθρωπό σου, δεν υπήρχε περίπτωση […] Θέλω να σου πω, όλο με το φόβο. Αφού έβγαινες έξω και έλεγες, Θα ξαναγυρίσω; […] Και μια μέρα ξυπνήσαμε και είχανε χαθεί όλοι οι Εβραίοι, ναι χαθήκανε […] Κανένας, όλοι είχανε φύγει, η Στρινίκα. η Μπουτόν, όλες τις χάσαμε […] και σηκωθήκαμε και δεν υπήρχανε. Και μια μέρα στο Χολαργό, όπως κατεβαίναμε εμείς, είδα μία, τη Στρινίκα. Μόλις την είδα την Εβραία, «Ιιιι, μου λέει, μην πεις τίποτα που με είδες, μην πεις τίποτα!», φοβόντουσαν τους Γερμανούς, τους πιάναν οι Γερμανοί, αμ! Είχαμε το φόβο, σου ’πα εγώ, πάντα ο φόβος, παντού!  (η Θ. Σ., γενν. στην Κυψέλη το 1930)

Στην πολυκατοικία ήτανε κι ένας Σ… […] Περίεργη οικογένεια, ο σύζυγος ήτανε γουνέμπορος, αλλά ποτέ δεν είδα να πουλάει γούνες, ούτε μαγαζί. Η γυναίκα του ήτανε μια πανέμορφη Ελληνογαλλίδα [παύση] Και είχε και δυο γιους. Ο ένας είναι της ηλικίας της δικιάς μου [του 1933], ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδί. Ο άλλος, θα μπορούσαμε να τον πούμε, ανενδοίαστα, γόη. Αυτός ήτανε ο Κώστας. Ο Κώστας είχε γραφτεί στη Γερμανική Σχολή, διότι είχανε γεννηθεί στη Λειψία […] κι όταν μπήκανε οι Γερμανοί εδώ, πήγε με το μέρος των Γερμανών και έγινε καταδότης […] Μάλιστα κάποτε, επειδή ο Κώστας ήτανε πολύ μικρότερος από τον πατέρα μου, ο πατέρας μου, τώρα, μιλούσε ελεύθερα σε ένα παιδί, και του είχε πει, «Ό, τι και να λες, Κώστα, οι Γερμανοί είναι δικτατορία, είναι εγκληματίες…». Τον άκουσε προσεκτικά ο Κώστας –θυμάμαι ήτανε στο σπίτι κάτω, όπου καθόμασταν, στο ημιυπόγειο έμενα εγώ–  και του είπε: «Κυρ Γιώργη, ξέρεις πόσο σε σέβομαι. Αν ξανακούσω μία κουβέντα τέτοια, σε καταδίδω στους Γερμανούς»… [Ο Κώστας είναι πόσο χρονών τότε;] Δέκα επτά, δέκα οκτώ ετών… Οπότε ο πατέρας μου από τότε το βούλωσε, γιατί αυτός ήτανε ανενδοίαστος […] Εν πάση περιπτώσει, τέλειωσε ο πόλεμος […] Τον κυνηγούσανε και οι Γερμανοί –γιατί, τι γινότανε;  Ορισμένους απ’ αυτούς που έβρισκε δεν τους κατέδιδε, γιατί έπαιρνε λεφτά κι αυτό ήτανε μια προδοσία κατά των Γερμανών–,  τον κυνηγούσανε και οι Εγγλέζοι, τον κυνηγούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ […] και η νόμιμη κυβέρνησις Παπανδρέου! […] Κατάφερε κι έφυγε από την Ελλάδα πριν τον συλλάβουνε και σηκώθηκε και πήγε σ’ έναν θείο του στο Λίβανο, στη Βηρυτό […] Ήτανε γουνέμπορος αυτός εκεί κάτω… (Σ. Μ.)
 
Ο σώζων εαυτόν σωθείτο! Μας μοίραζαν ψωμί. Το ψωμί αποτελείτο από σκουπόσπορο, δεν ξέρω τι ήταν. Ήταν σε μια λαμαρίνα και για να μη διαλύεται από κάτω είχε ένα τσιγαρόχαρτο. Πολλοί το τσιγαρόχαρτο το έτρωγαν μαζί, και δεν το καταλάβαινες […] Μας μοιράζανε κάτι φουντούκια που έστελναν οι Τούρκοι, συνήθως σκουληκιασμένα. Πήγαινε πολύς κόσμος προς την επαρχία, που έβρισκε πράγματα ακόμα… (Ν.Β.)
 
Και το ψωμί που δίνανε, ένα πράγμα σα λούπινο, σκούπα, ξέρω ’γω τι ήτανε… Πολύ άσχημο. Θυμάμαι ότι πιο πολύ το μοιράζαμε στα πέντε, είμαστε πέντε,  και η μητέρα μου πάντοτε έδινε το δικό της. Η μητέρα μου είχε πάρα πολύ αδυνατίσει τότε…(Φ. Λ.)

Έφαγα σκυλί αντί για αρνί, το πήρε για αρνάκι η μητέρα μου και ήτανε σκυλάκι. Κατέβηκε μία μέρα κάτω στην πλατεία Αγάμων που τη λέγανε τότε [= πλατεία Αμερικής], εκεί γινότανε ό, τι γινότανε. Κατέβηκε με ένα δίσκο ασημένιο, που τον κλαίω τώρα, και δύο κουβέρτες καμιλό και πήρε δύο κορμπίφ και δύο κούτες τσιγάρων τόσες. Τα τσιγάρα ήταν απαραίτητα […] Μετά πήγαινε επάνω στον Ποδονίφτη να πάρει χόρτα, αυτές τις λαχανίδες, και τρώγαμε. (Ν. Μ.)
 
Μια μέρα, μας λέει ο πατέρας μου, «Για πάρε την παρέα όλη και πηγαίνετε στο Πανελλήνιο, από πάνω, στους κήπους, να μαζέψετε αγριάδα». Γιατί είχαμε ζωντανό, είχαμε ένα γαϊδουράκι, που πήγαινε στα ξύλα […] Στο δρόμο βλέπουμε μια σταφίδα –αυτό θα μου μείνει αξέχαστο! –  «Ρε, μια σταφίδα!» Σαλτάρουμε όλα μαζί,  πάει η σταφίδα! Γιατί την κάναμε «να» …. με το χώμα, με … πάει η σταφίδα! […] Πήγαινα στο 26ο Σχολείο στην Κυψέλη –πού είναι του Κανάρη; Εκεί!– να πάρω το συσσίτιο και να το ξαναπάω για να φάμε. Και τι συσσίτιο, να κάνεις δέκα χρόνια να βρεις φασόλι! […] Kαι ξανάφευγα πάλι, να ανέβω όλο αυτό το δρόμο και να πάω. Και πολλές φορές μας φιλοξενούσανε στο δρόμο οι καλόγριες – είχε και τότε καλόγριες στον Άη Γιάννη τον Κυνηγό. Και από κει κατεβαίναμε κάτω σιγά-σιγά. Γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο βουνό και έβγαζε ξύλα απ’ τα πουρνάρια, τις ρίζες, για να τα φέρει στο φούρνο. Δίναμε στο φούρνο εξήντα οκάδες ξύλα για ένα καρβελάκι τόοοσο ψωμί.

[…] Μάλιστα είχανε επιτάξει και ορισμένα πλουσιόσπιτα, Φωκίωνος ξέρω ’γω τι, «Σήμερα θα πας εκεί, στο τάδε σπίτι, να φας»… Και να δεις, όμως, ότι είμαστε κακοί άνθρωποι… Σε τι;  Εκεί ήταν οι νταντάδες… Αφού ξέρανε ότι εμείς πεινασμένα παιδιά, αυτή έτρωγε μέσα εκεί αφού ήτανε νταντά και είχε το μωρό. Επειδή πηγαίναμε εμείς να μας δώσουν ένα πιάτο φαΐ, ξέρετε πώς μας δεχόντουσαν; […] Κακά, ψυχρά κι ανάποδα! Σάματι τρώγαμε το δικό της;  Φάγαμε ένα πιάτο φαΐ, αφού μας το δίνανε –δεν ανακατεύονταν οι κυράδες–, υπηρέτες και αυτές, αλλά αφού τρως εσύ, τι σε νοιάζει εσένανε, το δικό σου δε θα το φάω! Αλλά τις έβλεπες και μας κοιτάγανε σαν τι, παιδί μου! Αλλά εμείς πηγαίναμε, τόσο μας έκοβε, τρώγαμε και φεύγαμε […] Τα ζήσαμε, μάνα μου, αυτά. Ζήσαμε μες στην Κυψέλη, δεν πήγαμε πουθενά αλλού […] ούτε εξοχές, ούτε πανηγύρια ξέραμε, μόνο πού θα βρούμε να φάμε! [Όταν ήρθε η ΟΥΝΡΑ, αυτή η βοήθεια, πήρατε ρούχα τότε;] Ναι, κάτι παλιατζούρες, έλα, σώπα! Πήγαμε στην… συγκεκριμένα, στάσου να δεις… στην Ερμού, κάτω εκεί… ΟΥΤΡΑ λέει!  Ό, τι σαβούρα είχανε στην Αμερική τα κουβαλήσαν εδώ! Βρωμιέεες, έλα μωρέ τώρα !! Αλλά ο κακομοίρης ο κόσμος, όπως κι εγώ, όλοι πήγαμε… Ό, τι πήραμε, άχρηστα,  έλα, σώπα! Ό,τι είχανε για πέταμα, τα στείλανε!.. (Θ. Σ.)
 
Μες στην πολυκατοικία είχαμε και τη μεγάλη φυσιογνωμία, τον Ιωάννη Πετσόπουλο. Ο Ιωάννης Πετσόπουλος είναι ο νονός της εφημερίδος «Ριζοσπάστης». Ήτανε κομμουνιστής, μορφωμένος άνθρωπος […] το «Ριζοσπάστη» τον έβγαλε στην Κωνσταντινούπολη,  τον εξέδωσε για πρώτη φορά. Και κάποτε έγραψε […] ο «Ριζοσπάστης» […]  την ιστορία του ΚΚΕ… Τον ανέφερε σε μία γραμμή μονάχα, γιατί μετά τον διέγραψαν – είχε βγάλει και ένα βιβλίο, Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το Κ.Κ.Ε.  Γιατί; Γιατί εκείνη την εποχή όποιος ήτανε αριστοκράτης και ήτανε μορφωμένος ήτανε ύποπτος για το Κ.Κ., έπρεπε να’ ναι παιδί του λαού […] Πάντως ήτανε ένας πάρα πολύ καλός κύριος, συμπαθέστατος… Αυτός είχε ένα τυπογραφείο και τυπωνόντουσαν εκεί ο «Ριζοσπάστης» και διάφορες εφημερίδες, […] Αριστείδου, εκεί στη στοά […]

Αλλά ήτανε και αντιπρόσωπος όλων των γερμανικών φαρμακοβιομηχανιών. Λέγανε –αλήθεια; ψέματα;– ότι είχε συναντηθεί και με τον Χίτλερ […] Εθαύμαζα τον άνθρωπο αυτόν για τις ιδέες που είχε. Γιατί εγώ, οι ιδέες μου ήτανε πάντοτε αριστερές, από μικρό παιδί, βλέποντας τα τούτα και τα κείνα, να τρώνε, άλλοι να πεινάνε, άλλοι να πεθαίνουνε στην Κατοχή κι αυτοί γλέντια και χαρές […] εξ αυτών των γεγονότων, όχι ιδεολογικών, ήμουν αριστερός, τον θαύμαζα […] Ο Πετσόπουλος είχανε μια υπηρετριούλα,  τη  Βασιλικούλα. Με κοτσίδα… Ένα κορίτσι –θα ήτανε τότε δέκα επτά ετών– το οποίο λες και είχε βγει από παραμύθι, τόσο όμορφο ήτανε […] Δεν είχε αγοράσει το διαμέρισμα ο Πετσόπουλος, ήτανε ενοικιαστής, αλλά είχε νοικιάσει μία ακόμη αποθήκη, στην οποία έφτιαξε σαν βιβλιοθήκες γύρω-γύρω… «Τι θα κάνει εδώ πέρα μέσα;»… Πριν απ’ τον πόλεμο ήξερε ότι θα γίνει  και είχε στάρια, λάδια, αποθέματα τεράστια […] Του οφείλουμε και χάρη και σ’ αυτό, διότι κατέβαινε η Βασιλική για να πάρει μέλι ή χαρουπόμελο ή αλεύρι ή βούτυρο κ.λπ., κ.λπ., κι έβγαινε κι η μάνα μου και, κρυφά-κρυφά, «Έλα Ματίνα!» –Ματίνα τη λέγανε τη μάνα μου– και της έδινε σ’ ένα κατσαρολάκι μέλι ή αλεύρι… «Έλα, ρε μάνα, βάλε φτιάξε!». «Όχι! Πάψε πλέον, πάψε! Θα γίνουμε ρεζίλι!» Και περιμέναμε να πάει δώδεκα η ώρα για να μη μυρίζει η τηγανίλα και σου λένε, «Για στάσου, πού τα βρήκανε, αυτοί είναι μπατίρηδες,  και φτιάχνουνε μελόπιτες;»!

Στην πολυκατοικία είχανε έρθει για να βάλουνε, στην περίοδο […] του εμφυλίου, είχανε έλθει να βάλουνε, να ανατινάξουνε την πολυκατοικία, ή τουλάχιστον ένα κομμάτι της […] Οι κομμουνιστές, ναι, μες στα Δεκεμβριανά. Και παρενέβη ο Πετσόπουλος και έτσι δεν πειράχτηκε καθόλου η πολυκατοικία… (Σ. Μ.)
 
Πολλά σπίτια είχαν αναπτύξει μια αλληλεγγύη, όπου υπήρχαν παιδάκια. Εμείς, ας πούμε, είχαμε ένα παιδάκι που ήτανε στην αρχή της οδού Φωκίωνος Νέγρη, ήτανε μια συμμαθήτρια της αδερφής μου, και είχανε ένα ανιψάκι και είχαμε αναλάβει, η οικογένειά μου, δηλαδή, και του δίναμε από καιρό, όχι από καιρό σε καιρό, δυο τρεις φορές την βδομάδα, του δίναμε φαΐ  του παιδιού […] Πολύς κόσμος το ’κανε, ιδίως και εκεί που ήτανε παιδιά τα οποία γυρίζανε στο δρόμο και λέγανε «πεινάω-πεινάω», ήτανε τραγικό. Στην αρχή, κάτω κάτω  κοντά στην Αγίου Μελετίου, μένανε μια φτωχή οικογένεια […] καλά τα βγάζανε πέρα πριν τον πόλεμο, αλλά μετά δεν είχανε δουλειές, μάλιστα ήτανε Κύπριοι και ήτανε πολύ δύσκολο να βρούνε κάτι, σχέσεις, δουλειά και τέτοια πράγματα, τέλος πάντων, εμείς είχαμε αναλάβει αυτό το παιδάκι και θυμάμαι χρόνια μετά, ήρθε το παιδί και με είχε βρει με την οικογένειά του και είπε, «Έχω μάθει  ότι εσείς με φροντίζατε όταν ήμουνα μικρός». Και ήτανε τότε το παιδάκι αυτό τριών χρονών, τεσσάρων […] Βεβαίως [γινόταν συσσίτια στην Κυψέλη]! Πρώτα- πρώτα στα σχολεία τα δημοτικά και στο Γυμνάσιο, το 6ο Θηλέων, τα κοριτσάκια είχανε πρωτοστατήσει και είχανε κάνει συσσίτια.

Εμένα με συνδέσανε με την οργάνωση το 1941,  μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Μπήκα τότε  στο ΕΑΜ Νέων, αλλά ούτε και  είχα συνειδητοποιήσει  τι είναι το ΕΑΜ Νέων. Γενικά ήξερα ότι είχα μπει  στην οργάνωση, πρώτον [και], δεύτερον, γενικά επειδή εμείς αριστερίζαμε όλοι, και ο περισσότερος κόσμος τότε, μας ενδιέφερε ότι είμαστε στην Κομμουνιστική Νεολαία και ό, τι γινότανε μας ειδοποιούσανε και παίρναμε μέρος […] Στο 6ο Γυμνάσιο, πρώτα –πρώτα, όταν άρχισε η Κατοχή και έπεσε η πείνα, αρχίσαν οι αγώνες για την επιβίωση […] η δημιουργία συσσιτίων, βασικά στα σχολεία και στα δημοτικά, στα οποία δημοτικά, ας πούμε, πηγαίνανε διάφορες κυρίες ξέρω γω τι, οι οποίες ενδιαφέρονταν για τα παιδιά της γειτονιάς… Και […] εκεί που φούντωσε ας πούμε η αντίσταση ήτανε το Γυμνάσιο Αρρένων, ήτανε στην οδό Νομικού λιγάκι πιο δω από την Κολιάτσου, περίπου κάτω από την Πατησίων. Εδώ όμως ήταν το 6ο Γυμνάσιο, το οποίο  είχε μια πάρα πολύ καλή οργάνωση, πολλά κορίτσια… Αρχίζαν από τις πιο μικρές… Και πρέπει να σου πω ότι το ’44 πιάσανε δύο κορίτσια, τη μια τη λέγανε Λαλοπούλου  την άλλη τη λέγανε, μου φαίνεται,  Βαρβέρη,  δε θυμάμαι, αλλά τη Λαλοπούλου την ξέρω, γιατί ήξερα και την αδερφή της, το ξέρω καλά.  Και τις στείλαν στην Γερμανία ομήρους, δύο κοριτσάκια, ας πούμε, πρέπει να ήτανε δεκατέσσερα δεκαπέντε χρονών, τόσο περίπου, δεν μπορώ να πω με ακρίβεια…(Φ. Λ.)
 
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Λέγανε, είχα ακουστά [για το ΕΑΜ, για την ΕΠΟΝ], και μάλιστα έλεγε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου – στα αδέρφια μου, όχι σε μένα: «Μην τυχόν και μάθω ότι πήγατε πουθενά, πουθενά σ’ αυτά όλα!», όπως και δεν πήγανε πουθενά, ούτε μεν ούτε δεν, ούτε κανένα, κατάλαβες;… (Θ. Σ.)

Η ΕΠΟΝ ήταν που ανακατευόντουσαν οι πιο πολλοί [μαθητές στο σχολείο]. Αντίσταση δεν θυμάμαι […] δεν ξέρω, γιατί δεν ασχολούμαι και δεν θυμάμαι τίποτα […] Ήτανε μια κοπέλα η οποία πούλαγε τις εφημερίδες εδώ [δείχνει κάτω από τη μασχάλη της] την οποία σκοτώσανε τότε, στη Φωκίωνος Νέγρη. [Πότε τη σκοτώσανε;] Στο κίνημα [=Δεκεμβριανά].  Μετά από λίγο σκοτώθηκε [=πέθανε]. Κάποιος την πυροβόλησε. [Συμμαθήτριά σας;]  Όχι, μικρότερη. Αυτά δεν τα πολυθυμάμαι. Ήμουνα από τους τύπους που δεν έκανα όρεξη να ασχοληθώ με αυτά. Και ούτε και οι φιλενάδες μου ιδιαίτερα… (Ν. Μ.)

Ποια ήταν τα αισθήματα του κόσμου για όσους κοίταξαν να βολευτούν στη νέα τάξη πραγμάτων; Περιφρόνηση ήτανε, αλλά δε θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο. Σου είπα για κάτι φιλενάδες που είχα, που είχανε σχέσεις με Γερμανούς […] Ε, βέβαια μου έκανε άσχημη εντύπωση! Αφού της το είχα πει, και μου λέει, «Εντάξει, είσαι εντάξει εσύ, άσε με εμένα να κάνω αυτό που θέλω» […] Άλλες διέκοψαν, άλλες… Βασικά τότε ήταν πολλές κοπέλες που πήγαιναν με Γερμανούς γιατί άρχιζε και η πείνα και όλα αυτά. Αλλά είχανε γίνει και ομάδες της «Λεύτερης Νέας», αργότερα, οι οποίες τις δέρνανε τη νύχτα. Είχανε κάνει κάτι τέτοιο, εγώ δεν είχα πάρει μέρος σε τίποτε τέτοιο, αλλά το ήξερα ότι γινότανε. Και, βέβαια, όταν φούντωσε ο αγώνας, πολλές που είχανε σχέσεις και τέτοια συνετίζονταν και ήτανε ένα με όλο τον κόσμο, ήτανε στο αντί όλοι!… (Φ. Λ.)

Εκεί, πίσω από την πολυκατοικία [Μαυρομματαίων 39], πάνω από τις αποθήκες, ήτανε οι ταράτσες όπου πήγαιναν οι γυναίκες και άπλωναν τα ρούχα οι γυναίκες. Και έξω από την ταράτσα ήτανε λαμαρίνες, όπου ήτανε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Η είσοδος του συνεργείου ήτανε από την Πατησίων […] Μια μέρα, λοιπόν, μεσημεριανή μάλλον ώρα ήτανε, ακούμε φασαρία και βλέπουμε την πολυκατοικία μας να περικυκλώνεται από τους Γερμανούς, και μετά πυροβολισμοί, μπαμ!  μπαμ! μπαμ!… ΄Ητανε ένας Έλληνας  κατάσκοπος… Ναι, ο Τσιγάντες!  […] Εκεί θυμάμαι, λοιπόν, ότι όταν έμπαινες στο συνεργείο  είχε κάτι σκαλάκια και είχε κάτι σαν γραφειάκι, να το πούμε έτσι, και ήταν αυτός εκεί δεν ξέρω πόσες μέρες. Τον προδώσανε και πήγανε οι Γερμανοί, σκότωσε αυτός κάνα δυο, μου φαίνεται,  και σκοτώθηκε κι αυτός… (Σ. Μ.)
 
Εκεί ήταν το στρατηγείο της ΕΣΠΟ [στην οδό Πατησίων, κοντά στην πλατεία Ομονοίας]. Η ΕΣΠΟ ήταν μια οργάνωση Ελλήνων γερμανόφιλων οι οποίοι βοηθούσαν υποτίθεται τους Γερμανούς. Οπότε, μια ημέρα, δεν θυμάμαι αν ήταν πρωί ή απόγευμα, εγώ με κάποιους φίλους είμαστε εδώ στη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου, ακούστηκε ένας κρότος φοβερός. «Τι να είναι, τι να είναι;». Κάποια οργάνωσις είχε βάλει δυναμίτες και τίναξε την ΕΣΠΟ στον αέρα…(Ν. Β.)
 
Εμείς, δεξιά οικογένεια, αυτά δεν τα συζητάγαμε, και η συζήτηση στο σπίτι ήτανε ότι, «Κοιτάχτε να δείτε τι πάθανε όσοι μπλέχτηκαν μ’ αυτό το θέμα». [Τον Εμφύλιο;] Την Κατοχή και την Αντίσταση… και τον Εμφύλιο. [Η οικογένεια αποσιωπούσε και την Αντίσταση ακόμα;] Το ’55 ήμουν δέκα χρονών, δεν συζητάγαμε αυτά τα πράγματα σπίτι, έτσι; Γιατί ο παππούς μου είναι… στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μέχρι το ’35, το ’35 γίνεται Διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας και παραμένει διοικητής μέχρι το ’44, δηλαδή ένα χρόνο πριν απ’ τον Μεταξά, και στη διάρκεια του Μεταξά και στη διάρκεια της Κατοχής… [Δεν πεινάσατε, δηλαδή, στην οικογένεια…] Πεινάσανε πάρα πολύ, διότι ο παππούς ήτανε της θεωρίας ότι, επειδή έχουμε κάποια θέση, δεν εκμεταλλευόμαστε τη θέση μας. Η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, έχασε γύρω στις τριάντα οκάδες στη διάρκεια της πείνας, έμεινε… ενώ ήτανε κυρία Διοικητού… και λέγεται στην οικογένεια ότι το πάρκινσον που άρχισε από τότε, το έπαθε λόγω της… αυτής… Και μετά ο παππούς μου είναι βουλευτής με τον Παπανδρέου στις εκλογές του ’50 και Υπουργός Γεωργίας του Παπανδρέου και μετά επειδή τσακώνονται με τον Παπανδρέου […] πέρασε στον Παπάγο και ήτανε βουλευτής του Εθνικού Συναγερμού και μετά του Καραμανλή μέχρι το ’56… Το ’58 δεν βγήκε.

Υπήρχε όμως, όπως σε κάθε οικογένεια, και η πλευρά η αριστερή, δηλαδή ο αδελφός της γιαγιάς μου, τα παιδιά του, φοιτητές τότε, περνάνε στην ΕΠΟΝ. Είναι η οικογένεια Αντωνόπουλου, ο Φαίδωνας ο Αντωνόπουλος, ΕΠΟΝ  Πολυτεχνείου… είναι η ομάδα Φαράκου Ξενάκη, αυτή η ομάδα… και είναι ένοπλη υποστήριξη στα «χωνιά», που φωνάζουν τα παιδιά στο Πολυτεχνείο. Και τον πιάνει η Ειδική Ασφάλεια σε μια μάχη που γίνεται για να υποστηρίξει τα «χωνιά» στο Χημείο του Κράτους, γιατί τραυματίζεται –έχει δυο πιστόλια, και κρατάει για να φύγουν τα παιδιά– τον πιάνουνε και τον σκοτώνουνε με βασανιστήρια στην οδό Ελπίδος, στο Αρχηγείο της Ειδικής Ασφάλειας. Η αδελφή του, η θεία μου Δανάη Αντωνοπούλου – Ψιλοπούλου, είναι και αυτή στην ΕΠΟΝ, αλλά σε άλλη αποστολή εκείνες τις μέρες. Αυτό πέφτει σαν βόμβα στην οικογένεια, και αυτό που περνάει σε μας, μικρά παιδιά, είναι «Κοιτάχτε να μην εμπλακείτε σε αυτά τα πράγματα». Κάναμε παρέα με τα ξαδέρφια μας […] τους βλέπαμε στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, στη γιορτή του παππού μου, που έρχονται όλο το σόι, κ.λπ., αλλά είναι σε απόσταση… Κι εμείς αρχίζουμε και μπαίνουμε σ’ αυτή τη διαδικασία φοιτητές πλέον, δηλαδή το να ρωτάμε, κ.λπ. Και με τη χούντα τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή και κατέληξα εγώ να γράφω γι’ αυτά που δεν θέλανε να ανακατευτώ ποτέ στη ζωή μου. Και όλο μου το σόι από εκείνη την πλευρά, τη δεξιά, μελαγχόλησε που εγώ έκανα αυτό που έκανα και μου λέγανε, «Τι είναι αυτά που κάνεις». Το άλλο σόι ήτανε ευτυχές!… (Π.Π.)

Σηκωνόμουνα νωρίς το πρωί –εξήμισυ, επτά– και πήγαινα [να διαβάσω] μέσα στο Πεδίο του Άρεως, σ’ ένα χώρο κυκλικό  –υπάρχει ακόμα αυτός ο χώρος, είναι πίσω από τα αγάλματα των Ηρώων– καθόμουνα σε ένα παγκάκι και διάβαζα ήσυχα, όμορφα κι ωραία. Πηγαίνω, λοιπόν, μια μέρα, και βλέπω σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένο έναν άνθρωπο, μ’ ένα παλτό τυλιγμένο. Και κάποια στιγμή […] αυτός είτε πρέπει να ξύπνησε είτε να αντελήφθη την παρουσία μου […] και ήλθε να μου μιλήσει –να μου ζητήσει, δε νομίζω– και πιάσαμε κουβέντα, και μου ’κανε εντύπωση η ειλικρίνειά  του… Τον κυνηγούσαν οι Γερμανοί […] Τον λυπήθηκα τόσο πολύ και του λέω […] στα πλυσταριά […] ήτανε οι σκάφες οι μαρμάρινες… εκεί τα βράδια θα κοιμάσαι, υπό την προϋπόθεση ότι θα προσέξεις πολύ […] και το πρωί θα φεύγεις, πολύ πρωί! Μου λέει, Εντάξει. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, βρήκα κάτι παλιοκουβέρτες, τις έστρωσα εκεί στο πλυσταριό, προσπάθησα να βάλω λίγο νεράκι δίπλα […]

Αν είχε μαγειρέψει η μάνα μου τίποτα –αν όχι την πρώτη φορά, τη δεύτερη–, αν είχε μαγειρέψει κάτι να φάει… Δηλαδή, τι να φάει! Δεν έπαιρναν καν είδηση ότι έμπαινε στο πλυσταριό… απ’ τη διπλανή πόρτα [έμπαινε]… Δεν τον είχε δει ποτέ να μπαίνει κι ούτε να βγαίνει! Η μάνα μου, λοιπόν, κάτι μυρίστηκε. «Πού το πας αυτό;» Κάτι είπα εγώ, δε θυμάμαι τι δικαιολογία… «Ίιιι, τι πήγες κι έκανες! Να φύγει αμέσως! Άμα μας πιάσουν θα μας καθαρίσουν κι εμάς!»  «Μα-μου», εγώ, «Τίποτααα!!»… Τρεις-τέσσερις μέρες θα κράτησε αυτή η ιστορία, δε νομίζω περισσότερο, σηκώθηκα ένα βράδυ και του το’ πα… Μου λέει, «Εντάξει, σ’ ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ, τρεις τέσσερις μέρες κοιμήθηκα σαν άνθρωπος» –μέσα στη σκάφη κοιμήθηκε, τελοσπάντων!– κι έφυγε […]  Τον βλέπω και –δεν είχε ακόμα λήξει πόλεμος– και…  ένα δακτυλίδι με ένα κόκκινο ρουμπίνι… και  μου λέει: «Παρ ’το να με θυμάσαι». «Δεν θα το πάρω», του λέω […] Νέος, καμιά πενηνταριά, σαρανταπέντε […] Όχι δεν είχε, δεν είχε μουστάκι… Ένα ήρεμο πρόσωπο, συμπαθητικό πρόσωπο… Σαν τον Μπελογιάννη… (Σ. Μ.)
 
Ακριβώς στην είσοδο του Πανελληνίου, εκ πλαγίων, στην οδό Ευελπίδων, εκεί που μπαίνεις στο κολυμβητήριο, εκεί, λοιπόν, κάποια στιγμή διαπιστώνω ότι είναι Γερμανοί και Ιταλοί, μικτή περίπολος, η οποία ελέγχει χαρτιά […] Και δεν μπορώ να διακρίνω, από τη Μαυρομματαίων όπου βρίσκομαι, μέχρι το ύψος εκείνο, τι ακριβώς γίνεται. Εκείνο που διαπιστώνω είναι ότι κοιτάζουνε χαρτιά κι ότι έγινε κάτι αξιοσημείωτο εκεί. Ορισμένους, λοιπόν, τους αφήνουνε και φεύγουνε,  κι ένας κατεβαίνει τοίχο-τοίχο […] προς την κατεύθυνση της Μαυρομματαίων, ένα νέο παλικάρι τριάντα χρονών, είκοσι οκτώ, ο οποίος κάθε λίγο και λιγάκι γυρίζει και κοιτάζει προς τα πίσω. Το πέρασε το μπλόκο, ναι, είδανε τα χαρτιά του, ξέρω ’γω τι είδανε, και προχώρησε. Και φωνάζει ένας –Γερμανός ήτανε; Ιταλός;– «Αλτ, αλτ!», κι αυτός αντί να σταματήσει, περπατάει πιο γρήγορα. Φωνάζουν πιο δυνατά, «Αλτ! Αλτ!!». Αυτός στρίβει και βγαίνει στη Μαυρομματαίων  πλέον! Οι Γερμανοί τρέχουν πιο γρήγορα και τον προλαβαίνουν σε μιαν απόσταση εκατό μέτρων…

«Αλτ!», δε σταματάει! Βγάζει ο Γερμανός το περίστροφο, ο Ιταλός πάει να τον χτυπήσει στην πλάτη το Γερμανό, να τον ηρεμήσει, βαράει αυτός και τον χτυπάει στο πόδι. Αυτός, ο νεαρός, τον θυμάμαι, έτσι κούτσα-κούτσα με το ένα πόδι, προχωράει. Κάνει ο Ιταλός έτσι, πιάνει από το μπράτσο το Γερμανό, Άντε να σηκωθούμε να φύγουμε. Και προχωράει ο Γερμανός, περπατώντας σιγά-σιγά… Λέω, πάει να τον βοηθήσει, ποιος ξέρει. Και είδα αυτό που δεν περίμενα. Πηγαίνει πάνω απ’ το κεφάλι του και –νταν! νταν! νταν! –τον καθαρίζει… Και γύρισε ήρεμος και… Μαζεύτηκε εκεί κόσμος, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, κι ανοίξανε μια τρύπα και τον θάψανε στο χώρο αυτό, δίπλα ήτανε το Πεδίο του Άρεως, στην επέκταση, ας πούμε, σ’ αυτό που είχε γίνει το θέατρο, σ’ αυτό το χώρο, το θέατρο του Χατζίσκου, ε; Ναι, ναι, του Χατζίσκου το θέατρο! […] Ε, πέρασαν τα χρόνια κι όταν φτιάχνανε του Χατζίσκου το θέατρο σκάβανε και τον βρήκανε, «Ένας σκελετός! Ποιος είναι αυτός ο σκελετός;»… Έμενα ακόμα Μαυρομματαίων, και σηκώθηκα και τους είπα την ιστορία. Όχι, δεν εξιχνιάστηκε ποτέ το όνομά του, τίποτα γι’ αυτόν, ποτέ… Σκληρά πράγματα, σκληρά… (Σ. Μ.)
 
Οι Γερμανοί,  το ’44, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας… Το’44 θα ’τανε, πριν φύγουνε… Ο πατέρας μου έχει πάει να ψωνίσει… Τι λέω τώρα; Να ψωνίσει! Πήγαινε, έψαχνε ο φουκαράς να βρει τίποτε να φέρει! Σου-ψου με τη μάνα μου εγώ, Έχει, λέει, πάει ο πατέρας σου να… και, λέει, Έχουνε πιάσει, λέει, Έλληνες  εκεί πέρα, πολλούς… Περνάει η ώρα, περνάει η ώρα, δεν εμφανίζεται ο πατέρας μου… Αποφασίζω και πηγαίνω σ’ αυτό το χώρο –μέσα από το Πεδίο του Άρεως, μέσα από το χώρο του Γκρην Παρκ, μέσα από τα δέντρα– και προσπαθώ να διακρίνω, να δω τον πατέρα μου, τον οποίο δεν βλέπω, γιατί είναι πολύς κόσμος […] εκατό, εκατό πενήντα, διακόσιοι… Εκείνο όμως που με συγκλόνισε ήταν οι Γερμανοί με τα καπέλα τους! […] Οι Έλληνες; Οι Έλληνες καθόντουσαν ήρεμοι… δηλαδή, τι ήρεμοι, τελοσπάντων,  χεσμένοι… και, ξαφνικά, μέσα από ένα αυτοκίνητο  βγαίνει ένας με κουκούλα… Είναι μια συγκλονιστική  σκηνή, που δεν έχω δει ποτέ μου… Και τους παίρνανε… Ο πατέρας μου δεν ήτανε ανάμεσα σ’ αυτούς […] Κι όταν πήγα στο σπίτι, είχε γυρίσει ο πατέρας μου. Ήτανε μεταξύ αυτών στο μπλόκο, αλλά την είχε βολέψει… (Σ. Μ.)
 
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ
 
Πώς ήταν το κλίμα τις παραμονές της αποχώρησης των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1944; Βασικά, ας πούμε, είχανε βγει και πουλιότανε ο «Ριζοσπάστης» στο δρόμο, γινόντουσαν όλα σχεδόν ανοιχτά, οι Γερμανοί είχανε περιοριστεί στο κέντρο. Αισθανόμαστε ότι μύριζε Λευτεριά!…  (Φ. Λ.)

Κοδρικτώνος και Πατησίων, το μπακάλικο, το φαρμακείο, ο φούρνος του Μηλιώνη… Και δίπλα ένας διάδρομος που πήγαινε σε κάτι φτωχόσπιτα, εκεί στο ύψος της στάσης Αγγελοπούλου, εκεί… Η γειτονιά εντάξει, αλλά είναι μια γούβα εκεί, όπου εγώ δεν είχα πάει και ποτέ, αλλά μου ’χανε πει… Λοιπόν εκεί, βλέπω κόσμο να τρέχει προς τα κει, τρέχω κι εγώ – έχει λήξει ο πόλεμος, είπαμε, έχουνε φύγει οι Γερμανοί… πριν από τα Δεκεμβριανά, εκεί ανάμεσα Οκτώβρη Δεκέμβρη– κόσμος μαζεμένοι. Κι είναι δυο-τρεις γυναίκες, τις οποίες λιντσάρουνε… κλωτσιές, αυτά, εκείνα… Γιατί; Γιατί ήτανε πουτάνες και πηγαίνανε με Γερμανούς… Άγριο πράμα κι αυτό… (Σ. Μ.)
 
Εγώ ήμουνα σε μια μεγάλη διαδήλωση η οποία όδευε προς το Σύνταγμα [στη συγκέντρωση στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 στην πλατεία Συντάγματος] και πριν φτάσω εκεί πέρα, ήρθε κάποιος –εμείς είμαστε μπροστά, οι επικεφαλείς ας πούμε  […] είχα έρθει πια και δούλευα στην περιοχή της Κυψέλης– και είχε έρθει  και μας είχε πει ότι στο Σύνταγμα χτυπάνε, αλλά μην το πείτε και φοβηθεί ο κόσμος. Εν τω μεταξύ οι σφαίρες πέφτανε σα χαλάζι, που λένε… Ακούστηκε… Ο κόσμος μούδιασε λιγάκι,, άλλοι υποχωρήσανε και φύγανε, άλλοι πήγανε μπροστά εκεί.  Η δική μας η φάλαγγα τελικά δε χτυπήθηκε, ήταν άλλη… (Φ. Λ.)
 
Μετά τελειώνει ο πόλεμος και αρχίζει ο εμφύλιος. Εκεί τη βάψαμε ωραία! – «Να κατεβείτε κάτω, πάρτε δύο κουβέρτες και κατεβείτε κάτω!» […] Εμείς κάτω είχαμε αμπάρες, βάλαμε τις αμπάρες και κάτσαμε μέσα. Τον Δημητριάδη τον πήρανε, τον Κουλουκουντή τον πήρανε. Τους πήρανε για να τους πάνε στα Κρώρα, αλλά γυρίσανε. Κι άλλους, που δεν θυμάμαι … Αλλά γυρίσανε, οι περισσότεροι γυρίσανε… Γιατί άλλοι δεν γυρίσανε… [Ποιοί το είπανε να κατεβείτε κάτω;] Οι Ελασίτες […] Όταν έγινε το κίνημα ήταν Ελασίτες εδώ. Δίπλα ήταν ένα σπίτι, ένα μικρό σπιτάκι, καθόταν ένας Πάλλης, στρατηγός, και ο Μουτούσης,  που δεν ήτανε. Ο Πάλλης, ευτυχώς, είχε φύγει. Και ήταν μεσημέρι που μπουκάρανε μέσα και ο Μουτούσης έλειπε […] Και όλη τη νύχτα τους άκουγες να καταστρέφουνε, να πίνουνε, να τρώνε… Και όταν πήγα εγώ μέσα, την άλλη μέρα που φύγανε, τα είχανε κάνει όλα λιάδα, τα ’χανε πάρει όλα. Και ένα σουτιέν της κυρίας κάτω πεταμένο. Αυτά είναι πράματα που μου έχουν μείνει… Ήταν αξιωματικός, στρατηγός…  και μόλις έγινε αυτό το πράγμα σηκώθηκε και έφυγε. [Μαζεύανε δηλαδή κόσμο από εδώ;] Ναι βέβαια και είπαν κατεβείτε κάτω γιατί θα γκρεμίσουμε τα σπίτια, γι’ αυτό είπαν να πάρετε μια κουβέρτα να φύγετε. Δύο γωνίες, τρεις, τις γκρεμίσανε για να κάνουνε οδοφράγματα […] Και γι’ αυτό είπαν, Κατεβείτε, κατεβείτε, κατεβείτε κάτω, για να ανατινάξουμε […] Και μετά, την άλλη μέρα, έγινε το κάζο με τους διπλανούς, που τους χαλάσαν όλα. Μπήκαν μες στο σπίτι και το αδειάσανε. Παίρναν τα πράγματα. Όλη τη νύχτα…»… (Ν. Μ.)
 
Εκεί στη γωνία ήταν ένα μπακαλικάκι, και τρυπήσανε [οι Ελασίτες] τους τοίχους για να βγουν στην οδό Άνδρου να τους καταλάβουν [τους χωροφύλακες]. Δεν μπορούσαν να πάνε έτσι να τους καταλάβουν, που ήταν σαράντα χωροφυλάκοι, να πούμε, και τους τροφοδοτούσαν από κάτω με όπλα. Κάνανε αυτό το κόλπο ο ΕΛΑΣ, από πόρτες… έτσι… σπίτια, περάσανε μέσα και τινάξανε –εκεί που είναι τα σουβλάκια, το άλλο σπίτι που ακόμη δεν είναι χτισμένο, το άλλο δεξιά– τα γκρεμίσανε τα δύο σπίτια ο ΕΛΑΣ και κάνανε βουνά, έτσι, να μην ανεβαίνουνε τανκς επάνω, ναι… Και στην Κυψέλη είχαν βάλει τα σίδερα του τρένου και δεν μπορούσε να ανέβει τανκς απάνω να καταλάβει την Κυψέλη. Αυτοί τρυπήσαν έτσι,  και δυο ημέρες πολεμήσαν εκεί πέρα και δεν είχαν άλλα όπλα οι αυτοί… σφαίρες… ναι… οι χωροφυλάκοι. […] Και τους πιάσαν όλους [οι Ελασίτες] και βγαίνει ένας με ένα αυτοκίνητο και λέει, Όλοι που είστε εδώ πέρα, να παραβρεθείτε στον Άη Γιώργη, στην πλατεία, που θα μιλήσει ένας ομιλητής του ΕΛΑΣ…(Ν. Τ.)
 
Από την Ιωάννου Δροσοπούλου και πάνω είναι εαμοκρατούμενη,  προς  Κυψέλη… Από την Ιωάννου Δροσοπούλου μέχρι περίπου τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, νεκρή ζώνη, όπου γίνονται διάφορες αψιμαχίες – Μπαμ-μπαμ-μπαμ… μπουμ! τις νύχτες εκειπέρα, διάφορα τέτοια… Είναι ένας που τυχαίνει να τον δω,  και αν τον έβλεπα και τώρα θα τον θυμόμουνα, ένα πάρα πολύ ωραίο παιδί καμιά τριανταριά ετών, πανέμορφο παιδί… Και ωραία ντυμένος, ε! Ξέρεις… ντυμένος… δεν ήτανε κατσαπλιάς!  «Βγαίτε, ρε! Βγαίτε, ρε, να τους φάμε τους παλιοπούστηδες!», έβριζε τους Εγγλέζους… Κι έχει βγει προς τα κάτω κι έχει πάει Δεριγνύ και Μαυρομματαίων γωνία, κι άμα περνάει κάνα τανκς εκεί –γιατί από καιρού εις καιρόν περνάγανε τα τανκς τα εγγλέζικα– βαράει με το αυτό… «Ελάτε ρε, ελάτε ρε να τους φάμε!» και, ξέρω ’γω τι… Ξαφνικά αυτός ο άνθρωπος τραυματίζεται [μεγάλη παύση]… Έχει νυχτώσει… Και μέχρι το πρωί ακούγεται η φωνή του: «Βοήθεια, πεθαίνω! Βοήθεια πεθαίνω!»… και… [κάνει την κίνηση ενός ανθρώπου που σβήνει]… Έτσι θυμάμαι αυτό το περιστατικό… (Σ. Μ.)
 
 Όταν άρχισαν τα Δεκεμβριανά, το φοιτητικό κίνημα ήθελε να σχηματίσει μια μονάδα μάχιμη, έναν λόχο. Πήρε λοιπόν εντολή να γίνει αυτός ο λόχος. Εγώ ήμουνα τότε στην πολιτική ηγεσία και επρόκειτο να αναλάβω το Λόχο. Και καλούμε με μεγάφωνα και με τηλεβόες κ.λπ., δύο μέρες πριν, συγκέντρωση στο σχολείο της Φωκίωνος Νέγρη: Θα συγκεντρωθεί όλος ο φοιτητικός κόσμος εκεί για να ιδρυθεί κ.λπ., κ.λπ.  Και το διατυμπανίσαμε σε όλη την Αθήνα. Μαζευτήκαμε λοιπόν σε αυτό το σχολειό στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη, και μόλις μαζευτήκαμε και είχαμε μπει μέσα στην αίθουσα και μοιράσαμε κάτι παντελόνια, κάποια αμπέχονα, κάποια σακάκια και τα λοιπά, γιατί ήταν γυμνοί οι περισσότεροι, να στρατιωτικοποιηθεί, ας πούμε, ο λόχος, αρχίσανε να μας βομβαρδίζουνε από το Λυκαβηττό, γιατί ξέρανε, τους είχαμε ειδοποιήσει ότι θα μαζευτεί όλη η φοιτητική,  ας πούμε, οργάνωση εκεί πέρα. Και αρχίζανε να μας βομβαρδίζουνε. Εκεί σκοτωθήκανε επτά παιδιά και τραυματιστήκανε αρκετοί. Μέσα στο σχολείο ήταν ο Αξελός, ήτανε η Ζωρζ η Σαρρή, η οποία τραυματίστηκε πάρα πολύ σοβαρά, ήτανε οι Κοσκινάδες, η Καίτη η Κοσκινά σκοτώθηκε, ο Γιάννης ο Μπούμας… Και μετά από αυτό, ενώ έβγαινε ο λόχος στην αυλή για να συνταχθεί, άρχισε ο βομβαρδισμός και διαλυθήκαμε. Περάσανε δυο μέρες για να συνταχθεί ξανά ο λόχος, και αντί να τον αναλάβω εγώ τον ανέλαβε ο Γρηγόρης ο Φαράκος […], γιατί μετά από αυτό το σοκ, εγώ ανέλαβα τη Διαφώτιση της οργάνωσης της φοιτητικής. Μετά από μία βδομάδα τραυματίζεται ο Γρηγόρης ο Φαράκος, στη Θεμιστοκλέους μου φαίνεται, τραυματίζεται ο Γρηγόρης στο πόδι και αναλαμβάνω πάλι εγώ το λόχο. Μόλις ανέλαβα εγώ το λόχο, γίνεται μία συγκέντρωση στα Εξάρχεια και ονομάζεται ο λόχος, Λόρδος Βύρωνας. Εκεί ονομάστηκε Λόρδος Βύρωνας ο λόχος, δηλαδή στις αρχές του Δεκέμβρη. Μετά μία εβδομάδα από τις αρχές των Δεκεμβριανών. Γι’ αυτό ο Γρηγόρης ο Φαράκος είχε πει κάποτε σε μία δίκη ότι ήταν ο διοικητής του Λόρδου Βύρωνα, ο καπετάνιος του Λόρδου Βύρωνα. Είχε δίκαιο, με την έννοια ότι ήταν καπετάνιος του φοιτητικού λόχου, αλλά πριν αυτός ονομαστεί Λόρδος Βύρωνας. Μετά τραυματίστηκε και ανέλαβα εγώ και ονομάστηκε ο λόχος Λόρδος Βύρωνας. Αυτή είναι η ιστορία… (Μ. Ζ.)
 
Μες στις δυσκολίες, λοιπόν, δεν είχαμε τίποτα να φάμε, τρώγαμε λαχανίδες,  έβραζε η μάνα μου λαχανίδες και τις τρώγαμε… Και αποφασίζει ο πατέρας μου […] να πάει στα Σεπόλια, που είναι ελεύθερη περιοχή, να αγοράσει αυγά, να τα φέρει στο σπίτι και να πάμε να τα πουλήσουμε στο Κολωνάκι, που είχανε πολύ καλή τιμή. Πράγματι λοιπόν φέρνει… Δύο καλάθια τώρα;… μάλλον, δύο καλάθια, με άχυρο και τα λοιπά μέσα […] και με παίρνει μαζί του να πάμε στο Κολωνάκι … Δηλαδή, να περάσουμε την κεκαυμένη ζώνη, τουτέστιν τη λεωφόρο Αλεξάνδρας! […] Βαράνε από πάνω, από κάτω… Τατατατατά!… Σταματάγανε…. Τατατατατά!!… Πηγαίνουμε εκεί, μου λέει, λοιπόν, ο πατέρας μου, «Θα περάσω εγώ το δρόμο και μόλις σου δώσω το σύνθημα και σου πω, Τώρα!!, ούτε ένα  δέκατο του δευτερολέπτου δεν θα…!!   Θα σκύψεις και θα… ωωωπ!!  Εντάξει… Νταμ-ντουμ… νταμ-ντουμ… Έχει περάσει ο πατέρας μου απέναντι,  Νταμ-ντουμ… νταμ-ντουμ…  Τώρααα!!…  Περνάω από την απέναντι μεριά […] Μαυρομματαίων και λεωφόρος Αλεξάνδρας, προς την Ηπείρου …

Προχωρούμε, φτάνουμε στα Εξάρχεια. Στα Εξάρχεια είναι οι Εγγλέζοι, οι οποίοι κάνουνε έλεγχο […] Ο πατέρας μου με είχε πάρει μαζί του, ότι έχει πάρει το παιδί μαζί γιατί πάνε στη μάνα τους, η οποία είναι εκεί… κάτι τέτοιο οικογενειακό βρήκε να μπλέξει εκεί […] Τελικά πήραμε το δρόμο, ανεβήκαμε, φτάσαμε στην πλατεία Κολωνακίου… Η πλατεία Κολωνακίου, άδεια, ούτε γάτα… Ούτε γάτα… ούτε ποντικό δεν έβρισκες! Ούτε μυρμήγκι δεν έβλεπες!! Πάμε, λοιπόν, με αφήνει εμένανε  στη «Λυκόβρυση», ξέρεις, αυτό το μαγαζί […] «Τι κάνουμε δω, ρε πατέρα;». «Πάψε, περίμενε!» . «Περιμένουμε; Τι, ποιο να περιμένουμε;».  «Πάψε!!» … Τσουπ, τσουπ, τσουπ, από τις πόρτες υπηρέτριες βγαίνανε – ένα αυγό, μία λίρα… Κι έγινε, λοιπόν, αυτό… Ερχόντουσταν… Ένα αυγό, δύο λίρες!  Ένα αυγό, δύο λίρες!!  Ναι… και κάπως έτσι προχώρησε η δουλειά και έφτασε, νομίζω, ένα αυγό τρεις λίρες! Σωθήκανε, βεβαίως, γιατί δεν είχαμε μεγάλα περιθώρια. Και γυρίσαμε, ηρέμως μπορώ να πω… Όταν πηγαίναμε και είχαμε φτάσει εκεί, στην πλατεία Εξαρχείων, κοιτάζοντας προς τη Στουρνάρη είδα φωτιές. Ήταν η ώρα που καιγότανε η Ασφάλεια… και θυμάμαι την εικόνα του τοίχου της Ασφάλειας, ο  τοίχος της πολυκατοικίας να πέφτει έτσι [κάνει με το χέρι την κίνηση της πτώσης] όλος μαζί ο τοίχος, ναι… Αλλά θυμάμαι τον τοίχο […] γιατί με είχε εντυπωσιάσει σε τέτοιο βαθμό να βλέπω, ας πούμε, να πέφτει […] με φωτιές να πέφτει, κι έμεινα έτσι αποσβολωμένος να το παρακολουθώ! […]
Α! Όταν πήγαμε στο σπίτι με τις λίρες, φώναξε και τη μάνα μου, «Ματίνα, έλα δω!», και τις ακουμπήσαμε πάνω στο τραπέζι και τις βάλαμε τη μια πίσω απ’ την άλλη, γιατί δεν είχαμε δει ποτέ μας! Δεν είχαμε δει ποτέ μας λίρες, κατάλαβες; «Ματίνα, κοίτα πόσες λίρες! Μη, μην τις πιάνεις, μην τις πιάνεις, γιατί μπορεί να χαλάσουνε!» [Φάγατε εσείς αυγό κανένα; Έμεινε;] Νομίζω ότι δε φάγαμε, τα πουλήσαμε… (Σ. Μ.)
 
Δίπλα από την πολυκατοικία μας ήτανε το θερινό θέατρο Κώστα Μουσούρη… απέναντι από τη Μαυρομματαίων, από εκεί που ξεκινάει η Ιωάννου Δροσοπούλου, καθότανε ο Γονατάς, ο Στυλιανός Γονατάς… Εκεί, λοιπόν, το θέατρο […] ανέβασε, λοιπόν, ένα έργο ο Βεάκης, το οποίο ήτανε σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό, τέτοιο…  Κοδρικτώνος και Μαυρομματαίων… Και ανέβασε εκειπέρα ένα πάρα πολύ ωραίο έργο, συγκινητικό βεβαίως και τα λοιπά και τα λοιπά. Και την Κυριακή εκείνη γίνεται μια τεράστια συγκέντρωσις αριστερών, κομμουνιστών, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού […] Όπου δεν είναι μόνο που γέμισε το θέατρο,  γεμίσανε και οι τοίχοι, από κόσμο, να δούνε το έργο, και πάνω στους τοίχους ήτανε κρεμασμένος κόσμος, ο ένας πάνω στον άλλο, ναι… Και κάποια στιγμή, φασαρία, κακό, μπαίνουνε Χίτες μέσα με λοστούς και με τέτοια και αρχίζουνε και βαράνε αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και παιδιά […]

Ο Βεάκης δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του, που ήτανε στο καμαρίνι του, συνέχισε να ξεβάφεται ή να βάφεται. Και μπήκανε μέσα, και μπήκε κι ένας νεαρός με το λοστό να τον βαρέσει. Ο Βεάκης του είπε, «Ορίστε, σε περιμένω, βάρα με…».  Σηκώθηκε κι έφυγε. Ο μόνος που δεν έπαθε τίποτε ήταν ο Βεάκης, όλοι οι άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο… Μέχρι κι ο πατέρας μου, τον χάσαμε, γιατί τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών κι ήρθε μ’ ένα σημάδι από δω μέχρι εδώ…[Είχε πάει κι αυτός στην παράσταση;] Όχι. Πίσω από το θέατρο ήτανε μια πορτούλα για να βγαίνουνε [οι ηθοποιοί] να μη σκάνε το καλοκαίρι κι ο πατέρας μου είχε ανοίξει εκεί ένα ουζερί;  Τι ουζερί! Δε λέγεται, τίποτε δε λέγεται… ένα «πράμα» είχε ανοίξει εκεί, με κάτι τσίρους, με κάτι ουζάκια και κάτι τέτοια –θυμάμαι, Θόδωρος Μορίδης, Έλλη Λαμπέτη, μεταγενέστερα– κι έδινε κάνα ουζάκι, κάνα καφεδάκι και κονόμαγε κάνα διφραγκάκι. Ο πατέρας μου όλο έτσι τη βόλευε!… (Σ. Μ.)
 
Περάσαμε πολύ δύσκολα, ιδίως στον καιρό του Εμφύλιου γιατί από το σχολείο μου έφυγα, γιατί τότε είχε πει το ΚΚΕ  να γίνει, να μην ψηφίσουμε δηλαδή, αποχή, και εγώ, μαθήτρια ούσα, νομίζω ήμουνα στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου,  δευτέρα, τρίτη κάτι τέτοιο, έγραψα απάνω στο πρόχειρό μου τετράδιο ΑΠΟΧΗ με πολύ μεγάλα γράμματα, με μολύβι που ήτανε μελανί!  Δεν μπορούσα να το αρνηθώ, μα δεν το αρνήθηκα κιόλας, εγώ τα ’γραψα … ε, και τι έγινε; Και «Πού το βρήκες;»  Κατά κάποιο τρόπο με αποβάλανε από την Ιόνιο σχολή.  Είπα, δε με νοιάζει θα πάω στο δημόσιο της γειτονιάς. Έπρεπε όμως να δώσω εξετάσεις για να μπω σε δημόσιο σχολείο. Και πήγα στο 7ο Γυμνάσιο νομίζω,  έδωσα εξετάσεις, εντάξει, πέρασα στην τάξη που έπρεπε να περάσω και πήγα στο δημόσιο το 6ο Γυμνάσιο,  και έτυχε,  η μεγάλη μου τύχη, να έχω καθηγήτρια την Κατίνα την Παππά, η οποία είναι από τις μεγάλες από τις πολύ  μεγάλες λογοτέχνισσες τις Ελληνίδες… (Λ. Μ.)

Είχα μια ταλαιπωρία σε ηλικία δώδεκα, δέκα τριών ετών! […]  Επειδή στην πολυκατοικία ήμουνα και καλό παιδί, και βεβαίως ένα κομμάτι που μέτραγε πολύ ήταν το να είσαι καλός μαθητής, παρά το γεγονός ότι δεν είχα παρέες με τα παιδιά του Δημητριάδη –ο Δημητριάδης, σου υπενθυμίζω είναι ο άντρας της κυρίας Παπαστράτου–, κάποιο καλοκαίρι με καλέσανε στην Αίγινα. «Έλα, λέει, να περάσεις μαζί μας το καλοκαίρι». […] Χαρά εγώ! Θυμάμαι και τη φιγούρα που έκανα γιατί μου ’βγαλε εισιτήριο πρώτης θέσεως! […]  Τότε, για να φύγεις από την Αθήνα […] και να πας [π.χ.] στην Ελευσίνα […] έπρεπε να πάρεις άδεια από την Ασφάλεια […] Λοιπόν, πήγαινες κι έκανες μια αίτηση […] Απέναντι ήτανε κι ένα οικόπεδο κι έπαιρνες μια φωτογραφία από το φωτογράφο.  Ξέρεις, σού έβαζε πίσω το πανί… Έβγαλα τη φωτογραφία… «Περάστε αύριο να την πάρετε» [την άδεια]. Πήγα την άλλη μέρα, περίμενα, και φωνάζανε, «Παναγιωτόπουλος! Καπετανάκης!» […] Μ…., τίποτε!. Όταν τελειώσανε, πήγα ’κει στην πόρτα, στο παραθυράκι… Λέω: «Μ…;»… «Μ…; Δε σε φωνάξαμε;».

«Δε με φωνάξατε», λέω […] «Ε, λέει, επάνω θα είναι. Θα ήσουνα από τους τελευταίους. Έλα αύριο» […] Πήγα την άλλη μέρα, φωνάζουν πάλι τα ονόματα, Μ… πουθενά […] Πηγαίνω και μου λέει, «Για ανέβα, λέει, στο δεύτερο όροφο γραφείο τριάντα πέντε». Ανέβηκα εγώ πάνω, χτύπησα την πόρτα, μπήκα μέσα… Ήτανε ένα μεγάλο γραφείο [δωμάτιο], πολύ μεγάλο, μ’ ένα γραφείο στη μέση… έναν αξιωματικό… Λέω, «Καλημέρα σας…». «Πέρασε έξω και θα σε φωνάξω»… Βγήκα λοιπόν έξω, κι ακριβώς απέξω υπήρχανε πάγκοι […] βρήκα ένα πάγκο και εκεί κάθισα στον πάγκο και περίμενα να με φωνάξουνε…  Ήτανε ένας μεγάλος διάδρομος […] Απ’ τη μια μεριά, λοιπόν, άκουγες φωνές κι απ’ την άλλη, «Μανούλα μου!… Με σκοτώνουνε! Σώσε με! Βοήθεια!» και κάτι σίδερα να κλείνουνε, σαν πόρτες… «Αλί, πού έπεσα εδώ!»… Θυμάμαι, λοιπόν, που περάσανε μπροστά μου έναν όπου τον χτυπάγανε τρεις-τέσσερις αστυνομικοί, που δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ήταν άντρας ή γυναίκα, γιατί ήταν κουρεμένο το κεφάλι του, ήταν ξυρισμένο το κεφάλι του… κι έκλαιγε […] ένα αδύνατο, ένα αδύνατο πλάσμα, και το πήγαν απ’ την άλλη μεριά…  Ε, μαζεύτηκα κι εγώ και περίμενα. Κάποια στιγμή βγήκε ένας, λέει, «Μ… εσύ είσαι;» […] Λέω, «Ναι». Πήγα, λοιπόν, μέσα, ήτανε εκεί ο αστυνομικός […] «Δε μου λες, πόσους έχεις σκοτώσει μέχρι στιγμής;»… «Μα το Θεό, μα – μου…»… «Ασ’ τα αυτά τώρα, λέει, ασ’ τα αυτά! Ξέρουμε, Μαυρομματαίων 39 καθόσουνα και ήσουνα από πάνω στην ταράτσα με το πολυβόλο και βάραγες!» Λέω, «Ποιο πολυβόλο;» […] «Ποιο πολυβόλο!… Κοίταξε, τα ξέρουμε όλα για σένα. Λοιπόν, τώρα εσύ στην Αίγινα γιατί θες να πας; Ποιος σου’ χει πει να πας; Τι χαρτιά πας να παραδώσεις; Σε ποιόν θα πας να τα δώσεις;». «Δεν έχω ιδέα τι μου λέτε», λέω. Και για να κάνω κόντρα ρελάνς, θυμάμαι του είπα, «Με έχει προσκαλέσει ο κύριος Δημητριάδης, ο άντρας της κυρίας Αλίκης Παπαστράτου!!», δηλαδή δεν είμαι ο άντε-άντε! «Τελοσπάντων, λέει, πήγαινε. Να ’χεις υπόψη σου, εγώ στο λέω, λέει, ότι κι εκεί θα σε παρακολουθούμε. Άντε, φύγε…» […]

Δίπλα μας, στην πολυκατοικία […] ήτανε ένας αστυφύλακας, καλός άνθρωπος ο καϋμένος, φίλος του πατέρα μου, ο Γιάννης ο Ζαρόγκας,  που ρώτησε τον πατέρα μου, «Τι έγινε με το Στέλιο; Τι συνέβη;» […] Ύστερα από καιρό ήρθε και είπε, «Λάθος έχει γίνει. Ένας, λέει, Στέλιος Μ… έχει σκοτώσει καμιά δεκαριά, λέει, στην Καλαμάτα»…
Εντάξει, ηρεμήσαμε…  (Σ. Μ.)

image

Το Σαββάτο 7 Απριλίου 2012, με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τη συγκρότησή της, η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης θα παρουσιάσει την δουλειά της στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στην οδό Ακαδημίας,  σε μια ημερίδα από τις 11.00 ώς το απόγευμα. Η είσοδος θα είναι ελεύθερη.

Για περισσότερες πληροφοριές, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να κάνουν κλικ στην ηλεκτρονική σελίδα https://sites.google.com/site/opikdomain

——

Διαβάστε περισσότερα για την ΟΠΙΚ στο tvxs.gr

ΟΠΙΚ: Μνήμες της εργασίας στην Κυψέλη
Η ιστορία της Κυψέλης μέσα από μνήμες
TVXS Συνέντευξη: Το βίωμα να είσαι μετανάστης

Προφορική ιστορία: Ένα ριζοσπαστικό κίνημα. Της Τασούλας Βερβενιώτη