Όταν στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα Έλληνες άποικοι από τα Μέγαρα εγκαταστάθηκαν απέναντι από την Χαλκηδόνα, ιδρύοντας μια μικρή πόλη με το όνομα Βυζάντιο, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι χίλια χρόνια αργότερα αυτή η μικρή πόλη θα επιλεγόταν να γίνει η πρωτεύουσα μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, και θα εξελισσόταν στη λαμπρότερη πόλη του Μεσαίωνα. Περισσότερο διορατικός από τον μυθικό ήρωα Βύζαντα, που ίδρυσε την αποικία που πήρε το όνομα του σ’ ένα τριγωνικό ακρωτήρι απέναντι από τη «χώρα των τυφλών» (Χαλκηδόνα), ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος εκτίμησε ιδιαίτερα την γεωγραφική θέση του Βυζαντίου και προέβλεψε ότι αυτή η πόλη θα διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στην παγκόσμια ιστορία.

Ads

Μια σύνθεση Ανατολής-Δύσης

Κτισμένη πάνω σε επτά λόφους, όπως και η Ρώμη, και βρισκόμενη στο νοτιοδυτικό άκρο του Βοσπόρου, στο σημείο όπου ενώνεται η Ευρώπη με την Ασία, η Κωνσταντινούπολη κατέστη Βασιλεύουσα πόλη για 11 αιώνες και κέντρο του Ελληνισμού ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Στις 29 Μαίου του 1453 η «Βασιλίδα των Πόλεων» έπεσε στα χέρια των Οθωμανών κι έτσι κατακτήθηκε η καρδιά της Ρωμιοσύνης, αυτής που προέκυψε από το πάντρεμα της Ελληνικής αρχαιότητος και της Ρωμαϊκής. Η Κωνσταντινούπολη και η ανατολικη΄αυτοκρατορία της κληρονόμησε την εξουσία από τη Ρώμη, την εξ αποκαλύψεως αλήθεια από την Ιερουσαλήμ, τα καλλιτεχνικά πρότυπα από την Αλεξάνδρεια και τα φιλολογικά και φιλοσοφικά από την Αθήνα. Η σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων παρήγαγε αυτό που σήμερα αποκαλούμε βυζαντινό πολιτισμό.

Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η αυτοκρατορική πόλη της Ρωμιοσύνης. Και σήμερα ακόμη ο Οικουμενικός Πατριάρχης φέρει τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Νέας Ρώμης, δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη και στις μέρες μας το Οικουμενικό Πατριαρχείο στα τουρκικά γράφεται και ονομάζεται «Ρούμ Πατρικανεζί» (Rum Patrihanesi), που σημαίνει Πατριαρχείο των Ρωμαίων, δηλαδή των Ρωμιών.

Ads

Η Κωνσταντινούπολη κτίστηκε στο «κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών», σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό Δούκα, δηλαδή στο σημείο όπου τα νερά του Βοσπόρου χωρίζουν κι ενώνουν την Ανατολή και τη Δύση. Ένα σημείο κομβικό κι από την άποψη της ιερής γεωγραφίας, καθώς συγκεράζει τον Ανατολικό με το Δυτικό κόσμο κι αποτελεί δίαυλο ροής και σύνθεσης πνευματικών ενεργειών.

Η θέση της ήταν μοναδική για τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα από τα στρατηγικότερα σημεία της υδρογείου. Βρίσκεται στο σημείο όπου ενώνονται οι δυο ήπειροι, η Ευρώπη και η Ασία, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει τους στρατιωτικούς και θαλάσσιους δρόμους από τη Μαύρη θάλασσα προς τη Μεσόγειο.

Η Ελληνό-Χριστιανική πρωτεύουσα

Η απόφαση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου να εγκαταστήσει το 324 μ.Χ. το διοικητικό κέντρο της Αυτοκρατορίας στη μικρή πόλη του Βυζαντίου, ξάφνιασε ακόμη τους καλά πληροφορημένους κύκλους της Ρώμης.

Μπορεί να υποψιάζονταν ότι ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να νομιμοποιήσει το Χριστιανισμό, ακόμη και ότι ήθελε ν’ αλλάξει πρωτεύουσα, αλλά δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν εξαρχής τους λόγους που διάλεξε μια μικρή κι «ασήμαντη» πόλη για πρωτεύουσα του. Κτισμένη πάνω σ’ ένα τριγωνικό ακρωτήρι η πόλη του Βυζαντίου, άσχετα αν το μέγεθος της ήταν ακόμη μικρό, διέθετε, για όσους είχαν βέβαια τη διορατικότητα να το αντιληφθούν, τα απαραίτητα προσόντα για να εξελιχθεί σε πρώτη πόλη της Αυτοκρατορίας.

Καταρχάς η τοποθεσία της ήταν οχυρή και δυσκολοπρόσβλητη, καθώς περιβαλλόταν στα τρία σημεία του ορίζοντα από θάλασσα (Προποντίδα, Βόσπορος, Κεράτιος κόλπος), ενώ από την τέταρτη μπορούσε να οχυρωθεί εύκολα με τείχος. Η γεωγραφική της θέση ήταν τέτοια που αποτελούσε το τέλος των χερσαίων δρόμων από την Ευρώπη προς την Ασία. Αποτελούσε την κατάληξη της Εγνατίας Οδού, του σημαντικότερου χερσαίου δρόμου της χερσονήσου του Αίμου. Έλεγχε αποτελεσματικά τη ναυσιπλοΐα μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Μεσογείου. Επίσης διέθετε ένα πολύ καλό φυσικό λιμάνι, τον Κεράτιο κόλπο, που ονομάστηκε κατόπιν και «Χρυσό Κέρας» από τον πλούτο των εμπορευμάτων που συγκεντρώθηκαν στα νερά του.

Αμέσως μόλις ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα άρχισαν να ρέουν στην Κωνσταντινούπολη προϊόντα ακόμη και από μακρινές περιοχές του κόσμου, όπως ήταν οι Σκανδιναβικές χώρες και η Κίνα. Προτού όμως καταστεί το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του κόσμου η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο του Χριστιανισμού.

Αναμφίβολα βάραινε πολύ στην απόφαση του Κωνσταντίνου να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Ανατολή, το γεγονός ότι στις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κυριαρχούσε ο χριστιανισμός, καθώς ο ίδιος αποδείχθηκε προστάτης κι ευεργέτης αυτής της θρησκείας, που έμελλε να γίνει και η κυρίαρχη στην Αυτοκρατορία για τους αιώνες που θ’ ακολουθούσαν. Ο προσηλυτισμός του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό το 312 μ.Χ. ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας. Την ίδια χρονιά νίκησε τον Μαξέντιο, γεγονός που απέδωσε στη βοήθεια του Θεού των Χριστιανών. Χάρη στο θρησκευτικό φανατισμό των Χριστιανών στρατιωτών του νίκησε και στη μάχη του Λικινίου το 324μ.Χ. Πριν από τη μάχη ο Κωνσταντίνος είχε δει το περίφημο όραμα του με τον σταυρό να οδηγεί τα στρατεύματα του. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε σύντομα ότι ο χριστιανισμός μπορούσε να λειτουργήσει ως ενοποιητικός παράγοντας της αυτοκρατορίας κι άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως χριστιανό ηγεμόνα προικισμένο με εξουσία από το Θεό. «Ως επίσκοποι έχετε δικαιοδοσία εντός της εκκλησίας: είμαι κι εγώ επίσκοπος, αλλά ο Θεός μου όρισε να επιτηρώ όσους βρίσκονται έξω από την εκκλησία», φέρεται να είπε ο Κωνσταντίνος κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι και η μητέρα του Κωνσταντίνου, η Ελένη έγινε σύμβολο του χριστιανικού τρόπου ζωής καθώς ήταν εκείνη που έκανε πρώτη ένα ταξίδι-προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ κι έφερε πίσω ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό, που έγινε το πιο σεβαστό κειμήλιο του Βυζαντίου. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Κωνσταντίνος και η Ελένη παριστάνονται σε έργα τέχνης όρθιοι μ’ έναν σταυρό ανάμεσα τους.

Η ελληνόφωνη κοσμοπολίτικη “Νέα Ρώμη”

Εκτός από τον Χριστιανισμό σημαντικό ρόλο στην επιλογή του Βυζαντίου ως πρωτεύουσας διαδραμάτιζε και ο ρόλος του Ελληνισμού στον ανατολικό τομέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς ολόκληρη η ανατολική Μεσόγειος, τα Βαλκάνια και η εγγύς Ανατολή ήταν ελληνόφωνη από την εποχή ακόμη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα ελληνικά, και συγκεκριμένα η «κοινή» ελληνική και όχι τα λατινικά ήταν η Lingua Franca στην Ανατολή. Στην ίδια περιοχή κυριαρχούσε ο ελληνικός πολιτισμός και οι διάφορες συνθέσεις του. Η Μικρά Ασία, που ήταν το υπ’ αριθμόν 1 ελληνόφωνο κέντρο του χριστιανισμού, αποτελούσε την μια από τις δύο ενδοχώρες της νέας πρωτεύουσας. Επόμενο ήταν λοιπόν η Κωνσταντινούπολη από την πρώτη στιγμή της ανακήρυξης της ως πρωτεύουσας, να γινόταν μια πόλη όπου τον κυρίαρχο ρόλο θα τον έπαιζε ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός.

Όμως, παρά την αμετάκλητη απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, η Παλαιά Ρώμη ποτέ δεν αποδέχθηκε τον υποβιβασμό της και θέλησε –πράγμα που κάνει ως σήμερα– να κρατήσει τουλάχιστον τα εκκλησιαστικά πρωτεία μέσω του πάπα. Μάλιστα τον 8ο μ.Χ. αιώνα χαλκεύτηκε στη Ρώμη ένα έγγραφο γνωστό ως Constitutum Constantini ή «Κωνσταντίνεια Δωρεά», σύμφωνα με την οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος, κατά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, παραχώρησε στον Πάπα τα ρωμαϊκά εδάφη, καθώς και το αυτοκρατορικό δικαίωμα να διορίζει ύπατους και πατρικίους!

Την περίοδο της ακμής της η Κωνσταντινούπολη φιλοξενούσε περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους προερχόμενους απ’ όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας, αλλά και πέρα απ’ αυτή. Δεν υπήρχε φυλή του τότε γνωστού κόσμου που να μην είχε στείλει έστω κι έναν αντιπρόσωπο της στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Στους δρόμους της μιλιόνταν δεκάδες γλώσσες και για να μπορέσει κάποιος να περιδιαβεί άνετα στις συνοικίες της θα έπρεπε να γνωρίζει, εκτός από τα Ελληνικά (Ρωμαίϊκα) που ήταν η κυρίαρχη γλώσσα, τουλάχιστον πεντέ-έξι άλλες γλώσσες: λατινικά, αραβικά, σλαβικά, εβραϊκά, περσικά κι αλανικά. Ακόμη και οι ίδιοι οι Κωνσταντινοπολίτες ξαφνιάζονταν από την πολυγλωσσία της πόλης τους. Ο Ιωάννης Τετζής, που έζησε τον 12ο μ.Χ. αιώνα, επαινούσε συχνά τον εαυτό του για την ικανότητα του να μιλά τις μισές από τις γλώσσες που ήταν απαραίτητες για να συνεννοηθεί κανείς στους δρόμους της πρωτεύουσας. Ο ίδιος παρατηρούσε ότι «εκείνοι που ζουν στην αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη δεν έχουν μία γλώσσα και δεν ανήκουν σε μια φυλή, αλλά χρησιμοποιούσαν ένα μείγμα παράξενων γλωσσών». Αυτή η εθνογλωσσική ανομοιογένεια της Κωνσταντινούπολης εξηγούσε τις συχνές εξεγέρσεις, την αστάθεια και την ανυποταξία του λαού της.

Η Πόλη με τα χίλια ονόματα

Στην Κωνσταντινούπολη Έλληνες και Ρωμαίοι λειτούργησαν συνδυαστικά και εξελικτικά για να δημιουργήσουν έναν καινούργιο, χριστιανικό πνευματικό πολιτισμό, που άντεξε αρκετούς αιώνες. Από την μια υπήρχε η ρωμαϊκή ευταξία, μεθοδικότητα και δικαιοσύνη κι από την άλλη η ελληνική σκέψη και καλαισθησία. Σε αντίθεση με τους πιο ορθολογιστές Ρωμαίους οι Έλληνες και οι Ανατολίτες έλκονταν περισσότερο από τη μυστικιστική πλευρά του χριστιανισμού και αναλίσκονταν σε βαθιές θρησκευτικές συζητήσεις, πράγμα που καλλιέργησε μια τάση προς τον συμβολισμό. Το εξατομικευμένο πάντως καλλιτεχνικό γούστο θεωρούνταν επικίνδυνο, σχεδόν μια εωσφορική ανταρσία στην εξουσία των χριστιανικών προτύπων.

Εκτός από Νέα Ρώμη η Κωνσταντινούπολη προσέλαβε και άλλα ονόματα. Την αποκαλούσαν Βασιλεύουσα ή Πόλις του Κωνσταντίνου. Με τον καιρό, όταν αναφερόταν κανείς σ’ αυτήν, χρησιμοποιούσε απλώς τη λέξη Πόλη, εννοώντας αποκλειστικά την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η φράση «εις την Πόλη», που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι Βυζαντινοί της Μικράς Ασίας, αποτελεί και την προέλευση της τουρκικής της ονομασίας (Ιστανμπούλ ή Στανμπούλ).

Άλλα ονόματα που προσέλαβε η Κωνσταντινούπολη ήταν το Επτάλοφος ή Νέα Επτάλοφος, σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Επτάλοφο, δηλαδή τη Ρώμη. Ορισμένοι την αποκαλούσαν και «Νέα Ιερουσαλήμ», επειδή τη θεωρούσαν ως τη δεύτερη ιερότερη πόλη της Χριστιανοσύνης. Ο λαός, πιστεύοντας ότι η Πόλη προστατεύονταν από τη Θεία Χάρη, την αποκαλούσε επίσης Θεοφρούρητη, Θεόσκεπη και Θεόσωστη.

Τέλος, οι Σλάβοι αποκαλούσαν την Κωνσταντινούπολη Τσάριγκραντ, που σημαίνει «αυτοκρατορική πόλη», ενώ οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν γι’ αυτήν εκτός από το Ισταμπούλ και τη φράση Ντέρι-σααδέτ, δηλαδή «πύλη της ευτυχίας»…

Η «Νέα Ιερουσαλήμ»

Η μεταφορά της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, δεν έγινε μόνο για πολιτικούς αλλά, όπως προαναφέραμε, και για θρησκευτικούς λόγους. Αυτή η «Νέα Ρώμη» υπήρξε ταυτόχρονα και «Νέα Ιερουσαλήμ», καθώς μεταβλήθηκε σε χριστιανικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας -ο τόπος όπου φυλάσσονταν τα πολυτιμότερα λείψανα της χριστιανοσύνης. Σ’ αυτή τη «Θεοσκεπή» πόλη, λίκνο και κιβωτό της Ορθοδοξίας, μεταφέρθηκαν σταδιακά όλα τα ιερά και όσια του χριστιανισμού (Τίμιος Σταυρός, λείψανα αγίων, σκεύη και εικόνες), ενώ εκεί κτίστηκε και ο πιο μεγαλοπρεπής ναός της χριστιανοσύνης: η Αγιά Σοφιά.

Επόμενο ήταν λοιπόν η μοίρα της Πόλης και της Αυτοκρατορίας (άρα και του χριστιανισμού…) να ταυτιστεί με τη μοίρα της οικουμένης.

Άλλωστε ο ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης, ο Κωνσταντίνος, υπήρξε αυτός που συνέλαβε πρώτος την ιδέα της «Οικουμενικής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας», μ’ έναν Θεό στον ουρανό κι έναν Αυτοκράτορα στη Γη. Ο Κωνσταντίνος έβλεπε το έργο του ως «θεία αποστολή», απαραίτητη για την επικράτηση του χριστιανισμού στη Γη. Ο Ιουστινιανός, που είχε όνειρο του την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απελευθερώνοντας τα εδάφη της Δύσης από τους βαρβάρους δεν έβλεπε την νέα πρωτεύουσα απλά ως Νέα Ρώμη, αλλά κι ως Νέα Ιερουσαλήμ, ως «Βασιλεύουσα» πόλη της Οικουμένης.

Το Βυζάντιο, λοιπόν, είχε ως πολιτικό του δόγμα τη μοναδικότητα της «Χριστιανικής Αυτοκρατορίας» και το μοιραίο ρόλο της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι Βυζαντινοί έβλεπαν τον εαυτό τους ως «περιούσιο λαό», διάδοχο της Ρώμης και κληρονόμο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ήταν αφοσιωμένοι στον Αυτοκράτορα και στην Αυτοκρατορία, την οποία θεωρούσαν «Βασίλειο του Θεού» και «ιερόν κράτος της Βασιλείας». Το σημαντικότερο πράγμα γι’ αυτούς ήταν να διατηρήσουν την πίστη τους αλώβητη, ώστε να εξασφαλίσουν μια θέση στη «βασιλεία των Ουρανών»…

Σύμφωνα με το οικουμενικό τους δόγμα, ο Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων ήταν ο «κυρίαρχος της γης»: όλοι οι υπόλοιποι βασιλιάδες και κυβερνήτες ήταν κατώτεροι του και όφειλαν να είναι υποτελείς, όπως τα μέλη μιας οικογένειας όφειλαν τιμή και σεβασμό στον πατέρα τους. Ο Αυτοκράτορας ήταν Κοσμοκράτωρ, τοποτηρητής του Θεού στη Γη και προστάτης της Χριστιανικής Εκκλησίας. Το πρόσωπο του περιβάλλονταν με ιερότητα. Τον αποκαλούσαν ισαπόστολο, θεόπνευστο και άγιο, ενώ το ανάκτορο του ονομάζονταν «ιερόν παλάτιον», το συμβούλιο του «ιερό» και τα γράμματα του «θεια»!

Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας, οι «Ρωμαίοι», θεωρούνταν «εκλεκτός λαός» του Θεού. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η «Βασιλεύουσα», η «Κιβωτός της Χριστιανοσύνης», μια «θεοφρούρητη» πόλη που την προστάτευε η χάρη του Θεού. Αν έπεφτε στα χέρια των βαρβάρων αυτομάτως, πίστευαν, θα ερχόταν και το Τέλος του Κόσμου.

Θεοφρούρητη Πόλη με ημερομηνία λήξεως

Την εποχή των Κομνηνών η φιλοσοφία, η αστρολογία και η μαγεία γνώρισαν περίεργη άνθηση, γεγονός που προκάλεσε εκθετική αύξηση των προφητειών και γενικότερα των λαϊκών προλήψεων. Οι Βυζαντινοί πίστευαν πάντα αλλά και φοβόντουσαν τους μάγους και τους προφήτες. Ιδιαίτερα οι τελευταίοι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Δεν είναι περίεργο που η Βιβλιοθήκη του Μεγάλου Παλατιού περιελάμβανε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με προσωπογραφίες αυτοκρατόρων που ήθελαν να μαθαίνουν για το μέλλον της αυτοκρατορίας από τους αστρολόγους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός.

Πολλοί πίστευαν ότι οι κατασκευές της Πόλης ήταν φτιαγμένες από «αρχαίους φιλόσοφους» και περιείχαν μυστικά, που προέλεγαν το Τέλος του Κόσμου, όπως κάποια αινιγματικά μνημεία, παράξενες κολώνες και θριαμβευτικές αψίδες. Την ίδια εποχή κάποιοι υπολόγισαν ότι η «Θεοφρούρητη» Πόλη δε θα επιβίωνε περισσότερο από 1000 χρόνια, υπολογίζοντας από την ημερομηνία της ίδρυσης της, επομένως θα έπεφτε πριν το 1324 μ.Χ.

Την ίδια εποχή, όταν το Βυζάντιο πολιορκούνταν ασφυκτικά από Ανατολή και Δύση, εμφανίστηκε κι ένα αυξημένο ενδιαφέρον του λαού για τον «ελευθερωτή βασιλιά», που θα εκδικούνταν για τα βάσανα των Βυζαντινών, νικώντας Τούρκους και Δυτικούς, και μ αυτόν τον τρόπο θα έφερνε τη Συντέλεια του Κόσμου.
Αρκετοί ιστορικοί συμφωνούν ότι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, που έγινε στις 29 Μαΐου 1453, ίσως να μη συνέβαινε ποτέ αν προηγουμένως δεν γινόταν μια άλλη Άλωση, εκείνη από τους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου του 1204. Εξαιτίας της πρώτης Άλωσης από τους «Χριστιανούς» της Δύσης οι Οθωμανοί βρήκαν αδύναμο το Βυζαντινό κράτος, που είχε καταντήσει σκιά του αλλοτινού εαυτού του.

Με τη δεύτερη Άλωση οι Τούρκοι κατέφεραν απλώς τη χαριστική βολή σ’ ένα τραυματισμένο κι ετοιμοθάνατο σώμα…

Η Άλωση της Πόλης ως αποτέλεσμα “αμαρτίας”

Πάρα την ολοφάνερη παρακμή και αποδυνάμωση τους κατά τους τελευταίους αιώνες, οι Βυζαντινοί διακατέχονταν από την έμμονη μεταφυσική ιδέα ότι η Κωνσταντινούπολη, ως κτήμα του «Κυρίου των Δυνάμεων», αν έπεφτε στους αλλόδοξους αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και το Τέλος του Κόσμου. Από την άλλη δεν μπορούσαν και να πιστέψουν ότι το μοιραίο Τέλος πλησίαζε. Αν και έβλεπαν χρόνο με το χρόνο τη σταθερή πρόοδο των Οθωμανών, ευελπιστούσαν ότι την τελευταία στιγμή η θεία παρέμβαση θα έσωζε την Πόλη. Ακόμη και στις παραμονές της Άλωσης η λαϊκή ψυχή τρεφόταν με προφητείες και μύθους περί σημαδιών, που θα φανέρωναν τη θεϊκή θέληση. Τέτοια «σημάδια» θεωρήθηκαν η πτώση της εικόνας της Παναγίας στη διάρκεια μιας λιτανείας, το «υπερφυσικής» προέλευσης φως πάνω από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας, ο θρύλος για τα τηγανισμένα ψάρια που πηδούν από το τηγάνι κ.α.

Ενώ λοιπόν η Κωνσταντινούπολη ήταν θέμα χρόνου να πέσει στα χέρια των Οθωμανών, που τη θεωρούσαν προαιώνιο στόχο και επιδίωκαν φανατικά την κατάκτηση της για να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους στα βυζαντινά εδάφη, πολλοί άρχισαν να πιστεύουν ότι το μοιραίο τέλος θα έρχονταν με το τέλος της 7ης χιλιετίας από τη «Δημιουργία του Κόσμου» (5506π.Χ.), που κατά τους Βυζαντινούς αντιστοιχούσε στο 1492μ.Χ.

Ο αρχηγός των ανθενωτικών Γεννάδιος Β’ Σχολάριος ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι πλησίαζε το Τέλος του Κόσμου, το οποίο υπολόγιζε μεταξύ 1493-1494 υπολογίζοντας την αρχή του το 5506π.Χ.. Δεν είχε πρόβλημα λοιπόν να αποδεχτεί τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη, που του πρότεινε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, εφόσον πίστευε ότι μιας και ο αγώνας στη γη έχανε κάθε νόημα, η ουράνια ανταμοιβή ήταν κοντά. Έτσι, για τον ίδιο, το μόνο πράγμα που είχε πλέον σημασία, ήταν να κρατήσουν οι Ορθόδοξοι την πίστη τους αμόλυντη, να μη δεχτούν δηλαδή τη «μιαρή» ένωση με την παπική εκκλησία. Όσο για τα δεινά και τις συμφορές, που έπεφταν σωρηδόν στα κεφάλια των Βυζαντινών, ο Γεννάδιος τα δικαιολογούσε θεωρώντας τα ως «τελική δοκιμασία» για να ξεχωρίσουν οι Εκλεκτοί από τους Αμαρτωλούς! Ο ανθενωτικός Πατριάρχης υποστήριζε ότι ήταν ευλογημένοι όσοι Ορθόδοξοι κράτησαν την πίστη τους σταθερή στη διάρκεια των τελευταίων συμφορών.

Ο προστατευόμενος από τον Μωάμεθ Β’ Πατριάρχης των υπόδουλων Χριστιανών Γεννάδιος, σε «απανταχού» επιστολή που έστειλε λίγο μετά την ενθρόνιση του στις 4 Ιανουαρίου του 1454, εξηγούσε τη νέα κατάσταση λέγοντας ότι η Άλωση της Πόλης ήταν αποτέλεσμα των αμαρτημάτων των Βυζαντινών και της επακόλουθης εγκατάλειψης τους από το Θεό. Η «θεία δίκη» ήταν που είχε εξοπλίσει με ισχύ και στρατιωτική δύναμη τους Οθωμανούς έτσι ώστε να πετύχουν την εκπόρθηση της Κωνσταντινούπολης.

Συνέπεια όλης αυτής της μεταφυσικής επιχειρηματολογίας ήταν να προωθηθεί η άποψη ότι, πρώτον κάθε στρατιωτική αντίσταση στους Οθωμανούς ήταν μάταιη, και δεύτερον το ορθόδοξο ποίμνιο θα έπρεπε από εδώ και στο εξής να δείξει νομιμοφροσύνη προς τον Σουλτάνο γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο θα έδειχνε υποταγή και στη θεία βούληση!

Η “εκδίκηση” της Τροίας

Τον 15ο αιώνα η αρχαιογνωσία και η ελληνομάθεια είχε γίνει βασικό χαρακτηριστικό της εναπομείνασας βυζαντινής διανόησης. Ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθωνας, πνευματικός ηγέτης του δεσποτάτου του Μυστρά, ταύτιζε τους σύγχρονους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) με τους αρχαίους Έλληνες λέγοντας: «Έλληνες εσμέν γένει τε και παιδεία». Ο μαθητής του Λαόνικος Χαλκοκονδύλης( 1432-1490), μελετητής του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, τοποθέτησε την βυζαντινο-τουρκική σύγκρουση στα πλαίσια μιας διαχρονικής αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης, που ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα. Ο ίδιος ερμήνευσε τη μοιραία σύγκρουση της δύουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους ορμώμενους εξ ανατολών Οθωμανούς ως σύγχρονο στάδιο της προαιώνιας διαμάχης του ελληνικού κόσμου με τον βάρβαρο κόσμο της Ανατολής. Η απαρχή αυτής της «αρχέγονης» σύγκρουσης ανάγονταν στον πόλεμο Ελλήνων και Τρωών και στην καταστροφή της Τροίας. Η σύγκρουση αυτή κλιμακώθηκε με την επίθεση των Περσών κατά της Ελλάδας(5ος π.Χ. αιώνας) και τελικά την απώθηση των πρώτων στην Ασία.

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του Χαλκοκονδύλη η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν η νομοτελειακή εκδίκηση της Ασίας για την καταστροφή της Τροίας από τους Έλληνες. Οι βάρβαροι Ασιάτες (Τούρκοι) εκδικήθηκαν για λογαριασμό της Τροίας με την εξόντωση των Ελλήνων και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, της μεγαλύτερης πόλης που ίδρυσαν ποτέ οι Έλληνες. Έτσι οι Έλληνες τιμωρήθηκαν μέσω των Τούρκων για τον όλεθρο που προκάλεσαν στους Τρώες πριν από 27 αιώνες!

Ο φιλόδοξος Μωάμεθ Β’ πάντως δεν είχε κατά νου να εκδικηθεί για την καταστροφή της Τροίας, αλλά ν’ ανασυστήσει την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού σε τουρκομουσουλμανικό όμως πλαίσιο. Ήθελε ν’ ανταποδώσει στη Δύση τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, δηλαδή να σπρώξει την Ασία προς την Ευρώπη, επιδιώκοντας πάντα την παγκόσμια κυριαρχία. Έτσι, αμέσως μετά την τριήμερη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης ο Πορθητής φέρεται να λέει: «Ευχαριστώ τον Αλλάχ γιατί μας έδωσε τη λαμπρή αυτή νίκη, αλλά τον παρακαλώ επίσης να μου επιτρέψει να ζήσω αρκετό καιρό ακόμη, ώστε να νικήσω και να υποτάξω, μετά τη Νέα, και την Παλιά Ρώμη».

*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.