Τη Δευτέρα του Πάσχα, στις 24 Απριλίου του 1916, μια ομάδα Ιρλανδών αυτονομιστών κήρυξε την ίδρυση της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και, μαζί με περίπου 1.600 συμμάχους, πραγματοποίησε εξέγερση εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας στην Ιρλανδία. Οι αντάρτες κατέλαβαν στρατηγικά κτίρια στο Δουβλίνο και συγκρούστηκαν με τα βρετανικά στρατεύματα. Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα, η εξέγερση κατεστάλη και περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι έπεσαν νεκροί ή τραυματίστηκαν. Οι ηγέτες της εξέγερσης εκτελέστηκαν. Όμως τα πάντα είχαν πάρει το δρόμο τους. Οι νεκροί θεωρούνταν πλέον μάρτυρες. Τελικά το 1921 υπογράφηκε μια συνθήκη με την οποία το 1922 ιδρύθηκε επίσημα το ελεύθερο ιρλανδικό κράτος, το οποίο σταδιακά μετατράπηκε στη σύγχρονη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. 

Ads

Το ιστορικό φόντο 

Με την πράξη της Ένωσης (Act of Union) το 1800, η Ιρλανδία (η οποία βρισκόταν κάτω από βρετανικό έλεγχο από τον 12ο αιώνα) συγχωνεύθηκε με τη Μεγάλη Βρετανία για να σχηματίσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Ως αποτέλεσμα, το κοινοβούλιο της Ιρλανδίας διαλύθηκε και η χώρα άρχισε να κυβερνάται από το Γουέστμινστερ στο Λονδίνο. Οι αντιδράσεις ριζοσπαστικές ή μετριοπαθείς δεν κόπασαν ποτέ. 

Ads

Κάποιοι μετριοπαθείς εθνικιστές τάχθηκαν υπέρ της εγχώριας κυριαρχίας, σύμφωνα με την οποία η Ιρλανδία θα παρέμενε τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και υπό μια μορφή αυτοδιοίκησης. Αρκετά νομοσχέδια για αυτού του είδους την αυτοδιοίκηση απορρίφθηκαν στο Κοινοβούλιο στα τέλη του 18ου αιώνα, πριν ένα περάσει τελικά το 1914. Ωστόσο, η εφαρμογή της αυτοδιοίκησης της Ιρλανδίας θα αναβαλλόταν λόγω της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-18).

Εν τω μεταξύ, τα μέλη μίας μυστικής επαναστατικής οργάνωσης που ονομαζόταν Ιρλανδική Ρεπουμπλικανική Αδελφότητα (IRB), που πίστευε ότι η αυτοδιοίκηση δεν θα λειτουργούσε και αναζητούσε πλήρη ανεξαρτησία για την Ιρλανδία, άρχισε να σχεδιάζει την Εξέγερση του Πάσχα. Ο Roger Casement (1864-1916), Ιρλανδός εθνικιστής, μετέφερε φορτία γερμανικών όπλων και πυρομαχικών για τους αντάρτες. Ωστόσο, λίγο πριν ξεκινήσει η εξέγερση, οι Βρετανοί εντόπισαν το πλοίο. Ο Casement κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1916. 

Η Εξέγερση: Απρίλιος 1916

Στις 24 Απριλίου του 1916, οι ηγέτες των ανταρτών και οι υποστηρικτές τους, κατέλαβαν το γενικό ταχυδρομείο της πόλης και άλλες στρατηγικές τοποθεσίες. Από τα σκαλιά του ταχυδρομείου, ο Patrick Pearse (1879-1916), ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης, διάβασε ένα κείμενο που κήρυττε την Ιρλανδία Ανεξάρτητη Δημοκρατία και δήλωσε ότι είχε οριστεί προσωρινή κυβέρνηση αποτελούμενη από μέλη της IRB. Παρά τις ελπίδες των ανταρτών, το ευρύ κοινό στην Ιρλανδία δεν τους υποστήριξε. Η βρετανική κυβέρνηση σύντομα κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην χώρα και σε λιγότερο από μία εβδομάδα οι αντάρτες συνετρίβησαν από τις βρετανικές δυνάμεις. Περίπου 450 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 2.000, πολλοί από τους οποίους ήταν απλοί πολίτες, τραυματίστηκαν από τις εκτεταμένες βιαιοπραγίες, οι οποίες κατέστρεψαν επίσης μεγάλο μέρος του κέντρου του Δουβλίνου. 

Τα γεγονότα μετά την Εξέγερση του Πάσχα

Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, 15 από τους ηγέτες της εξέγερσης εκτελέστηκαν. Περισσότεροι από 3.000 άνθρωποι, ύποπτοι για υποστήριξη της εξέγερσης με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, συνελήφθησαν και περίπου 1.800 απεστάλησαν στην Αγγλία, όπου φυλακίστηκαν χωρίς να δικαστούν. Οι βιαστικές εκτελέσεις, οι μαζικές συλλήψεις και ο στρατιωτικός νόμος, ο οποίος παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το φθινόπωρο του 1916, προκάλεσαν τεράστια δυσαρέσκεια απέναντι στους Βρετανούς και έστρεψαν την κοινή γνώμη υπέρ των αναρτών και του κινήματος για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. 

Στις εκλογές του 1918 στο κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, το πολιτικό κόμμα Sinn Fein – του οποίου στόχος ήταν η ίδρυση ανεξάρτητης Ιρλανδίας – κέρδισε την πλειοψηφία των ιρλανδικών εδρών. Τα μέλη του Sinn Fein αρνήθηκαν στη συνέχεια να καθίσουν στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου και τον Ιανουάριο του 1919 συναντήθηκαν στο Δουβλίνο για να συγκαλέσουν ένα ιρλανδικό κοινοβούλιο (γνωστό ως Dail Eireann) και να κηρύξουν την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας.

Το 1919 ιδρύθηκε ο Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός. Ξεκίνησε έναν αντάρτικο πόλεμο κατά της βρετανικής κυβέρνησης και των δυνάμεών της στην Ιρλανδία. Ακολούθησε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας που διήρκεσε έως το 1921. Μετά την κατάπαυση του πυρός από τον Ιούλιο του 1921, οι δύο πλευρές υπέγραψαν μια συνθήκη το Δεκέμβριο, η οποία προέβλεπε την ίδρυση του Ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους, αυτοδιοικούμενου έθνους της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το επόμενο έτος. Το 1948 η Ιρλανδία μετατράπηκε σε ανεξάρτητη δημοκρατία αφού αποχώρησε από την βρετανική κοινοπολιτεία. Η πλήρως ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (αποτελούμενη από τις 26 κομητείες στο νότιο και δυτικό τμήμα του νησιού) διακηρύχθηκε επισήμως τη Δευτέρα του Πάσχα στις 18 Απριλίου του 1949.

Η άγνωστη πλευρά της Εξέγερσης του Πάσχα

Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό ακόμη και σήμερα, πάνω από έναν αιώνα μετά την Εξέγερση του Πάσχα, είναι ότι κατά τη διάρκειά της διεξήχθη μια ακόμη μάχη, αυτή για την ισότητα όλων των Ιρλανδών πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Οι γυναίκες δεν ήταν μόνο ενεργά μέλη της Εξέγερσης, αλλά η Διακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, την οποία σύντομα θα εξέδιδαν οι επαναστάτες, περιλάμβανε ρητά την ισότητα και για αυτές.

Ένα τεράστιο βήμα για τις γυναίκες

Στα μπροστινά σκαλιά του Γενικού Ταχυδρομείου της πόλης, ο Patrick Pearse θα διάβαζε τη διακήρυξη των επαναστατών της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Απευθυνόταν σε Ιρλανδούς άνδρες και γυναίκες, δηλώνοντας «θρησκευτική και πολιτική ελευθερία, ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες». Σε μια εποχή που οι γυναίκες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες) δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, η κήρυξη των ίσων δικαιωμάτων και για τις γυναίκες ήταν επαναστατική. Αν και δεν είναι γνωστό ποιος επέμενε να συμπεριληφθεί η γλώσσα της ισότητας στη διακήρυξη, το προοδευτικό της μήνυμα υποστηρίχθηκε ένθερμα από τους εξέχοντες ηγέτες των ανταρτών James Connolly και Constance “Countess” (κόμισσα) Markievicz.

Η κόμισσα Markievicz

Η κόμισσα Markievicz ήταν ενεργό μέλος της εθνικιστικής ομάδας Cumann na mBhan ή «Λίγκας των Γυναικών». Δημιουργημένη το 1914, στόχος της ήταν η ισότητα για τις γυναίκες και ένα ανεξάρτητο ιρλανδικό κράτος, με κάθε τρόπο. Οι γυναίκες αυτές δεν ήταν μόνο πρόθυμες να ρισκάρουν τη ζωή τους για την Ιρλανδία, αλλά ήταν και αγωνίστριες υπέρ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων σε πολλά ζητήματα, όπως η αναδιανομή της γης, τα εργασιακά δικαιώματα και η εκλογή των γυναικών σε πολιτικά αξιώματα.

Όταν τα ανδροκρατούμενα εθνικιστικά σωματεία ενώθηκαν για να πολεμήσουν στην Εξέγερση του Πάσχα, ενώθηκαν και με τα ήδη πολιτικά δραστήρια μέλη του Cumann na mBhan. Η κόμισσα μετά το πέρας της εξέγερσης φυλακίστηκε με 76 ακόμα γυναίκες αντάρτισσες. Αφού αποφυλακίστηκε, έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων και αργότερα υπηρέτησε ως υπουργός Εργασίας στη νεοσύστατη ιρλανδική δημοκρατία.

Ο λόγος της Elizabeth O’Farrell

Μια ακόμα επιφανής γυναικεία προσωπικότητα της εξέγερσης ήταν η νοσοκόμα Elizabeth O’Farrell, μέλος του Cumann na mBhan. Η ίδια επιλέχθηκε από τους αντάρτες για να δώσει το λόγο για την παράδοσή τους στα βρετανικά στρατεύματα, όταν συνειδητοποίησαν την υπεροχή τους. Η O’Farrell τότε, έπιασε ένα έμβλημα του Ερυθρού Σταυρού και μια λευκή σημαία και κατευθύνθηκε γενναία προς τον βρετανικό στρατό. Ωστόσο, παρά το ρόλο της σε ένα από τα πιο κρίσιμα γεγονότα της ιρλανδικής ιστορίας, η προσωπική ιστορία της παραμένει ξεχασμένη στο χρόνο.

Η Ιρλανδία κατοχύρωσε τα δικαιώματα των γυναικών (συμπεριλαμβανομένου του πλήρους δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες ηλικίας άνω των 21 ετών) στο σύνταγμα του 1922, που ίδρυσε το Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος. Όμως τα κέρδη χάθηκαν σύντομα, λόγω της πολιτικής ήττας των προοδευτικών μελών του εθνικιστικού συνασπισμού και την αυξημένη επιρροή της καθολικής εκκλησίας στο ελεύθερο κράτος. Ένας από τους σημαντικότερους επικριτές της ισότητας των γυναικών ήταν ο Eamon de Valera, ο οποίος αρνήθηκε να επιτρέψει στις γυναίκες να υπηρετήσουν μαζί του κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης του Πάσχα. Μετά την εκλογή του Valera ως πρωθυπουργού, ένα αναθεωρημένο σύνταγμα του 1937, που συντάχθηκε υπό την ηγεσία του, περιόρισε σημαντικά τα δικαιώματα των γυναικών, θεσπίζοντας την απαγόρευση του διαζυγίου και δημιουργώντας την υποχρέωση των γυναικών να παραμένουν υπεύθυνες του σπιτιού και της οικογένειας.

Έναν αιώνα μετά τη Διακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας που κατοχύρωνε ίσα δικαιώματα για όλους τους Ιρλανδούς πολίτες, η Ιρλανδία, όπως και πολλές χώρες, εξακολουθεί να αγωνίζεται να εκπληρώσει αυτή την υπόσχεση. Καθώς οι ιστορικοί εργάζονται για να αποκαταστήσουν τις γυναίκες όπως η Κόμισσα Markievicz και η Elizabeth O’Farrell, είναι πιθανό να αναδυθεί μια πληρέστερη, πλουσιότερη ιστορία του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας και την ισότητα.