Η φουστανέλα αναφέρεται γενικά ως “παραδοσιακό ένδυμα των ανδρών, των ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια”. Είναι η γνωστή κοντή και πολύπτυχη λευκή φούστα, που κατασκευάζεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά σουρώνονται στη μέση. Είναι η εθνική μας ενδυμασία και στολή των Ευζώνων.

Ads

Σύμφωνα με τη λαογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, το όνομα  “φουστανέλα” προέρχεται από ένα ύφασμα που παράγεται στην αιγυπτιακή πόλη Φουστάτ. Εκεί κατασκευαζόταν ένα δίμιτο (είδος βαμβακερού υφάσματος) που χρησιμοποιούνταν για πανιά στα καράβια. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ρίζα της αποτελεί η ιταλική λέξη “fustagno”, δηλαδή βαμβακερό ύφασμα, απ’ όπου το “fustana”, με υποκοριστικό το  “fustanella”. Άλλοι τη θεωρούν απευθείας εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού χιτώνα, κάτι που πραγματικά μπορούσε να διαμορφωθεί από αυτόν με τον πολλαπλασιασμό και την πύκνωση των πτυχών του, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι πριν μετατραπεί σε εθνική ενδυμασία,  φοριέται, κυρίως, από τους Αρβανίτες ενώ μεταγενέστερα καθιερώνεται αρχικά στη Ρούμελη και ύστερα στην Πελοπόννησο ως ενδυμασία των ελληνορθόδοξων πληθυσμών. “Όλα τα πρόσωπα και οι γιοι του βεζίρη συνηθίζουν την αρβανίτικη φορεσιά: καμιζόλα με χρυσό γαϊτάνι και φουστανέλα με δίπλες, που πέφτει πάνω στο μπενοβράκι, όπως ο χιτώνας των ρωμαϊκών αγαλμάτων. Κάπου κάπου τη βγάζουν και την απλώνουν πάνω στη φωτιά, έτσι που οι ψείρες, ζαλισμένες από τον καπνό, πέφτουν στις φλόγες. Από τα “κρακ”, που ακούγονται στη θράκα καταλαβαίνουν οι Αρβανίτες πως το ξεψείριασμα πάει καλά”, αναφέρει περιγραφή του 1805 ενός Άγγλου στρατιωτικού για τον Αλή Πασά.

Ads

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ετυμολογία της λέξης “τσολιάς”, καθώς φαίνεται ότι προέρχεται από την τούρκικη “cul”, που σημαίνει το κουρέλι, το παλιόρουχο, εξού και “τσόλι”. Η λέξη  αποδίδεται μειωτικά σε κλέφτες και αρματολούς, επειδή η φουστανέλα είναι ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος.

Ο κορυφαίος ερευνητής του λαϊκού πολιτισμού και του κοινωνικού περιθωρίου Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο του “Φουστανέλα” έχει πολλά και ενδιαφέροντα να πει για την εθνική μας ενδυμασία, ξεκινώντας από το βασικο:

“Η φουστανέλα είναι προϊόν κλοπής. Το ελληνικό κράτος άρπαξε την εθνική ενδυμασία των αρβανιτάδων και την καθιέρωσε σαν στρατιωτική στολή, κοπιάροντας τους εγγλέζους. Πάνω στη φουστανέλα στηρίζεται όπως ακριβώς οι φιγούρες του καραγκιόζη μας. Το ίδιο επίστευαν και για την ασπίλου λευκότητος φουστανέλα. Στην πραγματικότητα, η φουστανέλα ήταν εντελώς βρόμικη και λιγδιασμένη με χοιρινό λίπος (για να είναι αδιάβροχη). Δεν χρειάζεται να υποδείξω το “φουστανέλα μου λερή (η, φουστανέλα με γαζί) / ποιος λεβέντης σε φορεί”, αφού ξέρουμε ότι τα παλικάρια χρησιμοποιούσαν τις δίπλες της φουστανέλας σαν πετσέτα για να σκουπίζουν τα χέρια τους, και σαν πατσαβούρα για να καθαρίζουν το χαρμπί και τα μαχαίρια τους. Στη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, συναντάμε, δύο φορές, τον χαρακτηρισμό “φουστανέλα κατάμαυρος”(!)¨”.

Και συνεχίζει, ερχόμενος στο σήμερα: “Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο εμπνευστής της ερμαφρόδιτης στολής που φοράνε οι αξιωματικοί της ευζωνικής φρουράς. […] Η κοντή φουστανελίτσα κάνει τους τσολιάδες να μοιάζουν με μπαλαρίνες. Οι αρμόδιοι του σεβαστού υπουργείου εθνικής άμυνας θα πρέπει να παραγγείλουν καινούργιες φουστανέλες μακριές ως το γόνατο. Αυτό διδάσκει η Ιστορία. Όσο για το μίνι πέρασε, προ πολλού, η μόδα του.

Δεν εννοείται οι εύζωνοί μας να βαδίζουν αγγλιστί, με απ-δύο-τρία-απ! Βρίσκω πιο ορθό το να περπατάνε φυσιολογικά, και, όταν κουράζονται, να κάθονται στο πεζούλι, του Άγνωστου Στρατιώτη. Επίσης, είναι τελείως περιττό να τους συνοδεύει, στις αλλαγές βάρδιας, ένας δεκανέας. Οι τσολιάδες ξέρουν (υποθέτω) τον δρόμο από τον στρατώνα ως το μνημείο. […] Ο λαός μας θαυμάζει τους ευζώνους που φυλάνε, τιμητικά, τον Άγνωστο Στρατιώτη. Συχνά λέμε: αχ, κοίτα τους, είναι σαν αγάλματα! Βρίσκω γελοία τη νεκρική ακινησία των ευζώνων-σκοπών. Δεν είμαι (ελπίζω) ο μόνος”.

Την άποψη του Ηλία Πετρόπουλου, δέχονται και αναπαράγουν οι  αρχαιολόγοι Χάρης Κουτελάκης και Αμάντα Φώσκολου, αναφέροντας ως πρόσθετο επιχείρημα ότι όταν το 1690, η Αττική είναι σχεδόν έρημη, μετά την πολιορκία του Μοροζίνι και την επακόλουθο διωγμό από τους Οθωμανούς που θεωρούν τους Αθηναίους αντάρτες–συνεργούς των Βενετών “Αλβανοί φούστιδες” λυμαίνονταν ότι είχε απομείνει σ’ αυτή (την Αττική).

Η φουστανέλα καθιερώνεται ως εθνική ενδυμασία από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος χάρη στις απεικονίσεις των πρωταγωνιστών του 1821, ενδυμασία που υιοθετεί και ο Βαυαρός βασιλιάς Όθωνας εμφανιζόμενος με αυτή σε επίσημες περιστάσεις, ενώ την φορά μέχρι το τέλος της ζωής του.

Άνδρες με φουστανέλα κυκλοφορούν στην Ελλάδα ως και το τέλος του 19ου αιώνα, όταν και αρχίζει να αντικαθίσταται, μαζί με παραδοσιακές φορεσιές από τα λεγόμενα “φράγκικα” ρούχα (παντελόνια- σακάκια κλπ).

Η σημερινή φουστανέλα χρειάζεται 30 μέτρα λευκού βαμβακερού χασέ για να δημιουργηθεί. Αποτελείται από δύο πλευρές ή “φύλλα” και συντίθεται συνολικά από 400 μικρά κομμάτια υφάσματος τα οποία ράβονται μεταξύ τους. Σύμφωνα με την παράδοση, κάθε κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα από τα έτη της υποδούλωσης του ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία.

Πιο δύσκολη στην παραγωγή της είναι η “φέρμελη”, το γιλέκο της στολής, καθώς κεντιέται ολόκληρη στο χέρι και απαιτεί καθημερινή δουλειά περίπου ενός μήνα. Στις ημέρες μας  χρησιμοποιείται από τους Ευζώνους, στρατιώτες της Προεδρικής Φρουράς οι οποίοι εκτελούν αποστολές συμβολικού χαρακτήρα. Η ιστορία τους ξεκινά το 1867 με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων Ευζώνων με κεντρική αποστολή τη φύλαξη της ελληνικής μεθορίου.

Πέραν της φουστανέλας, ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα της ευζωνικής στολής είναι το τσαρούχι, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου χειροποίητο, κατασκευασμένο από σκληρό κόκκινο δέρμα.

Ένα ζευγάρι τσαρούχια ζυγίζει περίπου 3 κιλά, καθώς στον πάτο τους φέρουν 120 καρφιά και πέταλα. Σύμφωνα με την παράδοση, στη μεγάλη μαύρη φούντα του τσαρουχιού κρύβονταν λεπίδες, χρήσιμες για τη μάχη σώμα με σώμα. Μάλιστα, υπήρξε μια προσπάθεια να περάσει το τσαρούχι ως ελληνική λέξη: Στην επίσημη στρατιωτική ορολογία οι καθαρευουσιάνοι επιχειρούν να επιβάλουν χωρίς κανένα λογικό έρεισμα το εξελληνισμένο “ταρρούχιον”, στηριζόμενοι στο αρχαίο ταρρός και ταρσός, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, “πατούσα” και γενικότερα πόδι.