Στις 29 Αυγούστου 1944 ο Αττίκ σκοντάφτει πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος θυμωμένος γρονθοκοπεί άγρια τον βραχύσωμο άνδρα. Μην αντέχοντας τις κακουχίες της Κατοχής και τη φρίκη των Ναζί, έχοντας ήδη πέσει σε κατάθλιψη και όντας μία σκιά του εαυτού του, το βράδυ εκείνο παίρνει μεγαλύτερη ποσότητα από τα ηρεμιστικά βερονάλ που τον βοηθούσαν κάθε νύχτα να κοιμηθεί και «φεύγει» από τη ζωή. Ήταν 59 χρονών.

Ads

Ο Κλέων Τριανταφύλλου, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του, ο τρυφερός Αττίκ, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στην Αίγυπτο στις 19 Μαρτίου 1885. 

Ο πατέρας του Δημήτριος Τριανταφύλλου, ήταν πλούσιος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος της Αιγύπτου με καταγωγή από το Βόλο. Η γλωσσομαθής και καλλιεργημένη μητέρα του, Εριθέλγη, ήταν κόρη του του ριζοσπάστη βουλευτή από τα Κύθηρα Δημητρίου Ραπτάκη. Ο Κλέων μεγαλώνει σε ένα αστικό περιβάλλον, μαθαίνει πιάνο και φλάουτο και έρχεται σε επαφή με τις τέχνες. Όμως, ο πατέρας του πεθαίνει το 1893, όταν ο Αττίκ είναι οκτώ χρονών και η οικογένεια Τριανταφύλλου εγκαταλείπει τα επόμενα χρόνια την Αίγυπτο για να εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Το 1907 φθάνει μαζί με τον αδελφό του στο Παρίσι, για να σπουδάσει Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες -ως συνέχεια των σπουδών του στη Νομική σχολή Αθηνών- όμως σύντομα, αποφασίζει να στραφεί στη μουσική. Εγγράφεται στο Conservatoire de Paris, όπου θα έχει καθηγητές τον Gabriel Fauré, τον Camille Saint-Saëns και τον Émile Pessard.

Ads

image

Στο Παρίσι θα εκδόσει περί τις 300 συνθέσεις  -τραγούδια, οπερέτες, μουσική για πιάνο, για μπαλέτο- και θα γίνει ιδιαίτερα γνωστός. Ενώ η φήμη του εξαπλώνεται, η οικογένειά του βρίσκεται αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα. Εκτός αυτού, η αδελφή του Νόρα ασθενεί και ο Αττίκ επιστρέφει στην Αθήνα.

image

Η Μάντρα του Αττίκ

Στην Αθήνα συνεχίζει τη δημιουργική πορεία του και το καλοκαίρι του 1931 δημιουργεί την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», τον μουσικό θίασο που στην αρχή στεγαζόταν επί της οδού Μηθύμνης στην τότε Πλατεία Αγάμων, σημερινή πλατεία Αμερικής. Η Μάντρα του Αττίκ κάθε καλοκαίρι έδινε παραστάσεις στην Αθήνα και το χειμώνα περιόδευε στην περιφέρεια μέχρι το 1938 οπότε και απέκτησε μόνιμη έδρα σε μια αθηναϊκή ταβέρνα, την «Μονμάρτη», στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου, η λειτουργία της οποίας εξακολούθησε μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Διαβάστε ακόμα: «Αττίκ» της Δανάης Στρατηγοπούλου

Πολλοί καλλιτέχνες της εποχής όφειλαν την ανάδειξή τους στη Μάντρα του Αττίκ, όπως οι τραγουδίστριες Λουίζα Ποζέλι, Ζωή Νάχη, Καλή Καλό, Δανάη, Κάκια Μένδρη, Ντιριντάουα, Λέλα Μιτσούκο…

image

Σύμφωνα με αρχεία της Ελληνικής Χωροφυλακής, στις 25 Ιουλίου του 1935 «υπό την αναμόχλευση πολιτικών παθών», ομάδα ροπαλοφόρων και σμηνιτών εισβάλλουν στη Μάντρα του Αττίκ κάνοντας τα γυαλιά – καρφιά, τραυματίζοντας θαμώνες και καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και τον ίδιον τον Αττίκ στο κεφάλι. Αφορμή ήταν μια σάτιρα κατά του πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησαν παρόμοιες επιδρομές και σε γραφεία εφημερίδων.

Στο ερώτημα «τί ήταν η Μάντρα;» ο Αττίκ είχε απαντήσει στη Δανάη:

«Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. ‘Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν την σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει…»

Η περίφημη Μάντρα «έσβησε» μαζί με τον δημιουργό της, το 1944.

Τρεις γάμοι και «Ζητάτε να σας πω»

Ο Αττίκ, παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα η Μαρί – Ελέν, με την οποία παντρεύτηκε το 1909, πέθανε έξι μήνες μετά τον θάνατο του μοναδικού παιδιού τους σε ηλικία ενός έτους, μην αντέχοντας το βάρος της απώλειας.

Στη συνέχεια, ο Αττίκ συνδέθηκε και παντρεύτηκε με την ηθοποιό, ποιήτρια και εκδότρια του πε­ριοδικού«Νέος Παρθενών», Μαρίκα Φιλιππίδου, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.

Το 1914 η Φιλιππίδου χωρίζει τον Αττίκ για να παντρευτεί τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, Σταμάτη Μερκούρη.

Ωστόσο, ένα επεισόδιο και κυρίως, το τραγούδι που ταυτίστηκε μαζί του, έμελε να μείνουν στην ιστορία.

image

Λίγο μετά τον χωρισμό τους, η Μαρίκα πηγαίνει στη «Μάντρα» συνοδευόμενη από το νέο σύζυγό της. Οι θαμώνες αντιλαμβανόμενοι τον ερχομό της και προκειμένου να πειράξουν τον Αττίκ, του ζητούν φωνάζοντας ρυθμικά να πει το βαλσάκι «Είδα μάτια» (τραγούδι που είχε γράψει για την Μαρίκα).

Εκείνος, αντικρίζοντας στις πρώτες θέσεις την πρώην γυναίκα του και μη μπορώντας να αντέξει την συναισθηματική φόρτιση, αποσύρεται στο καμαρίνι του. Δέκα λεπτά μετά, επιστρέφει στο πιάνο του και ερμηνεύσει το τραγούδι – απάντηση στο κοινό, που δεν ήταν άλλο, από το «Ζητάτε να σας πω». Ακούγοντας το η Μαρίκα αποχωρεί με δάκρυα στα μάτια. Το τραγούδι όχι μόνο έγινε τεράστιο σουξέ της εποχής, αλλά άντεξε στον χρόνο, γνωρίζοντας συνεχώς επανεκτελέσεις. 

Ο Αττίκ έκανε και τρίτο γάμο, με τη Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, με την οποία και έζησε μέχρι τον θάνατό του.

Το τραγούδι του «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του συνθέτη, γράφτηκε όταν η Σούρα αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά.

Λέγεται μάλιστα ότι, ο Αττίκ ήταν τόσο θλιμμένος ώστε άρχισε να γράφει το τραγούδι, όμως δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει, επειδή δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη που να ταιριάζει σε μια στροφή του ρεφρέν…
Ένα βράδυ σε μια από τις παραστάσεις, ο Αττίκ, που συνήθιζε να συνομιλεί με το κοινό, σιγοψιθύρισε το τραγούδι παίζοντάς το στο πιάνο και όταν έφτασε στο «μαραμένα τα γιούλια και οι …» απευθύνθηκε στο κοινό και εξήγησε ότι προσπαθεί μάταια να βρει το κατάλληλο λουλούδι για να ταιριάξει στον στίχο, που να είναι δισύλλαβο και στον πληθυντικό. Οι ψίθυροι του κόσμου πλημμύρισαν τότε το θέατρο, μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή: «και οι βιόλες και οι βιόλες».

Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1935 με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη. Αργότερα το τραγούδησαν η Ελίζα Μαρέλη και η Δανάση Στρατηγοπούλου.

Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Αττίκ πρωταγωνίστησε στη μουσική, δραματική ταινία «Χειροκροτήματα» (1944) του Γιώργου Τζαβέλλα, η υπόθεση της οποίας παρουσιάζει ομοιότητα με την πραγματική ζωή του πρωταγωνιστή. Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από την Κατοχή και μελοδραματικός, ελάχιστα θύμιζε τον δυναμικό, ευφυή, παιχνιδιάρη δημιουργό της «Μάντρας».

image

Η Δανάη για τον Αττίκ

Η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου, που είχε γίνει διάσημη από τις ερμηνείες της στα τραγούδια του Αττίκ και είχε εμφανισθεί μαζί του στη «Μάντρα» είχε γράψει  στο βιβλίο της με τίτλο «Αττίκ» (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986):

«Ηταν ευπατρίδης. Τον κατηγόρησαν για άστατο με το άλλο φύλο. Μα δεν ήταν επιπόλαια άστατος. Δεν ήταν ακριβώς άστατος. Ηταν ένα είδος Νέρωνα που θα ήθελε να ήταν όλες οι γυναίκες μία και μόνο, για να τους δώσει ή να τους πάρει – το ίδιο κάνει – την καρδιά. Ακατάλληλος για σύζυγος, ήταν ο ιδανικός εραστής (…). Ενας ‘τέλειος ιππότης στον καιρό μας (…)’… Τρεις γυναίκες παντρεύτηκε ο Αττίκ. Και οι τρεις πανέμορφες. Και οι τρεις φτωχές. Μιας όμως η ομορφιά τραγουδήθηκε, όπως καμίας άλλης Ελληνίδας: Της δεύτερης, της μελαχρινής γαλανομάτας Μαρίκας Φιλιππίδη, αδερφής του πρωταγωνιστή της οπερέτας Μάνου Φιλιππίδη».

image

Ζητάτε να σας πω – τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια – Ζητάτε «Είδα μάτια»
με σχίζετε κομμάτια – Σε μια παλιά πληγή
π’ ακόμα αιμορραγεί – μη μου γυρνάτε το μαχαίρι,
αφού καθένας ξέρει – τι πόνο θα μου φέρει.

Είναι πολύ σκληρό να τραγουδήσεις – έναν παλιό καιρό
που προσπαθείς – να λησμονήσεις.
Στο γλέντι σας αυτό – δεν θα ‘τανε σωστό,
αντίς άλλο πιοτό, – να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.

Γελάτε ειρωνικά – και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια – «μια και πέρασαν χρόνια,
εσύ τι κλαις αιώνια;
Γιατί βαρυγκωμείς; – Δεν είδαμε και μείς

Μιαν ομορφιά μέσα στη ζήση, – δεν πήραμ’ απ’τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει;».
Αμ, δεν είν’ οι καρδιές – όλες το ίδιο καμωμένες,
ούτε κι οι ομορφιές – στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
Κι εδώ στη συντροφιά – σε κάθε μου ρουφιά
Ξεχνώ μιαν ομορφιά, – που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι
.