Αντιμέτωποι με συνθήκες πολεμικής σύρραξης βρίσκονται φωτογράφοι, εικονολήπτες και δημοσιογράφοι οι οποίοι επιχειρούν να απαθανατίζουν τα γεγονότα στο κέντρο της Αθήνας. Στην 70η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με βάση την ελευθερία του Τύπου έχει κατατρακυλήσει η Ελλάδα. Παντελή ατιμωρησία αναφορικά με τα φαινόμενα αστυνομικής αυθαιρεσίας διαπιστώνει η διεθνής οργάνωση Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα. Τι δήλωνε ο πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδος Μάριος Λώλος εδώ και μήνες.

Ads

Επί 3 συναπτά έτη το επίπεδο ελευθερίας του Τύπου (το οποίο βεβαίως συνδέεται και με πλείστους άλλους παράγοντες, όπως η διαπλοκή, η οικονομική κρίση κ.ά.) υποβαθμίζεται στην Ελλάδα ολοένα και περισσότερο. Το 2008 η χώρα κατείχε την 31η θέση, για να κατρακυλήσει το 2011 στην 70η θέση, δίπλα από τη Βουλγαρία.

Οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα αναγνωρίζουν ότι φωτορεπόρτερ και εικονολήπτες οι οποίοι καλύπτουν διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, εν μέσω τεταμένου κοινωνικού κλίματος το οποίο πυροδοτεί η οικονομική κρίση, βρίσκονται παγιδευμένοι «ανάμεσα στη βία εξτρεμιστικών κινήσεων και στην καταστολή των αστυνομικών δυνάμεων, οι οποίες ελάχιστα σέβονται την επαγγελματική τους ιδιότητα».

Η οργάνωση παρατηρεί ότι το επάγγελμα του ρεπόρτερ είναι ένα από τα πιο κακοπληρωμένα στη χώρα ωστόσο, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ασκείται σε συνθήκες εμπόλεμης ζώνης. «Οι διαδηλωτές είθισται να μη διαχωρίζουν τον ιδιοκτήτη ενός ΜΜΕ από τον επαγγελματία ο οποίος προσπαθεί να κάνει καλά τη δουλειά του», εκτιμούν οι ΡΧΣ, χαρακτηρίζοντας τους φωτορεπόρτερ, εικονολήπτες και δημοσιογράφους εξιλαστήρια θύματα αφενός της κοινωνικής δυσαρέσκειας, αφετέρου της κρατικής βίας.

Ads

Σε πολλές περιπτώσεις, οι ρεπόρτερ αποτελούν για την αστυνομία ανεπιθύμητους μάρτυρες περιστατικών υπερβολικής, συχνά αυθαίρετης, καταστολής. «Οι φωτογραφίες μας αποδεικνύουν ότι οι αστυνομικές δυνάμεις δεν ξέρουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, καταδεικνύουν τα ελλείμματα σε επίπεδο εκπαίδευσης, όπως και την υπερβολή ορισμένων ενεργειών τους», δηλώνει ο φωτογράφος του AFP στην Αθήνα Αριστοτέλης Μεσσίνης, ο οποίος θεωρεί ότι πολλοί αστυνομικοί εκλαμβάνουν τη φωτογραφία ως παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής. Αντίστοιχα, αναφέρεται σε μερίδα της άλλης πλευράς: «Για τους εξτρεμιστές είμαστε ανεπιθύμητοι γιατί οι φωτογραφίες μας μπορούν να αποτελούν μαρτυρία δραστηριοτήτων που δεν έχουν θέση στις κοινωνικές διαδηλώσεις. Άλλωστε, για εκείνους ο Τύπος αποτελεί έναν βραχίονα της εξουσίας, επομένως είναι λογικές οι επιθέσεις σε βάρος μας».

image
Άγνωστα τα αποτελέσματα της ΕΔΕ για την Τατιάνα Μπόλαρη

Εκπρόσωποι της Αστυνομίας και του αρμόδιου υπουργείου διαμηνύουν ότι ουδέποτε έχει δοθεί εντολή για ευθεία επίθεση σε βάρος εκπροσώπων του Τύπου ωστόσο οι ΡΧΣ τονίζουν ότι αυθαίρετες συμπεριφορές αστυνομικών οι οποίες προκαλούν έως και σοβαρούς τραυματισμούς ρεπόρτερ δεν καταδικάζονται: «Η ατιμωρησία των βιαιοπραγιών είναι καθολική, παρ’ όλη τη διάθεση φακέλων οι οποίοι υποστηρίζονται από σχετικές φωτογραφίες».

Χαρακτηριστική περίπτωση σοβαρού τραυματισμού τον οποίο προκάλεσε περιστατικό αστυνομικής βίας είναι η υπόθεση του Μανώλη Κυπραίου, ο οποίος δηλώνει: «Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, κάλυψα σχεδόν όλες τις ένοπλες συγκρούσεις σε Κοσσυφοπέδιο, Νιγηρία, Μέση Ανατολή, Γεωργία και Αμπχαζία. Κι όμως, στην Ελλάδα ήταν που τραυματίστηκα για μια ζωή. Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω». Τον Ιούνιο του 2011 έχασε την ακοή του, γεγονός το οποίο εμποδίζει και τις μετακινήσεις του λόγω έλλειψης ισορροπίας, όταν έσκασε ακριβώς δίπλα του χειροβομβίδα κρότου λάμψης. Ο ίδιος δηλώνει πεπεισμένος πως αν τα μέλη των ΜΑΤ γνώριζαν ότι θα διώκονταν και θα τιμωρούνταν, ο ίδιος σήμερα θα ήταν υγιής.

«Ένας άνθρωπος κανονικός και ήρεμος στην καθημερινή του ζωή μπορεί να γίνει βίαιος και βάναυσος κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Αυτό ισχύει και για τους απλούς πολίτες και για τους αστυνομικούς, οι οποίοι είναι επίσης άνθρωποι», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας Θανάσης Κοκκαλάκης, προσθέτοντας: «Αυτοί που βλέπετε στο κέντρο της Αθήνας είναι ηλικίας 22-25 ετών. Δεν είναι άνθρωποι που έχουν έρθει από έναν άλλο πλανήτη και δεν τους έχουμε βάλει εκεί για να τους πούμε: ‘τώρα σταμάτα, μην έχεις το παραμικρό συναίσθημα, δεν είσαι παρά ένας αστυνομικός και πρέπει να λειτουργείς σαν μηχανή που δέχεται πέτρες, προσβολές, μολότοφ, σφυριά, ακτίνες λέιζερ στα μάτια, μπουκάλια γεμάτα ούρα, και δεν μπορείς να αντιδράσεις’. Και βεβαίως δεν υπάρχουν διαταγές για επίθεση σε βάρος των επαγγελματιών των ΜΜΕ τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι να προστατεύουμε. Εν μέσω τέτοιων τεταμένων καταστάσεων είναι προφανές, και το λέω τελείως ανθρώπινα, ότι θα προκύπτουν και προβλήματα και παρεξηγήσεις και λάθη».

image
Θύμα και ο πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ

Ο πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδος Μάριος Λώλος, ο οποίος τα τελευταία 24ωρα νοσηλεύεται σοβαρά από χτύπημα αστυνομικού κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην πλατεία Συντάγματος, στο πλαίσιο έκθεσης των ΡΧΣ πριν από μερικούς μήνες ανάμεσα σε άλλα είχε δηλώσει τα εξής:

«Οι συνθήκες εργασίας μας έχουν επιδεινωθεί σημαντικά από το Δεκέμβριο του 2008. Εκείνη την εποχή οι φωτογράφοι είχαν εκπλαγεί από τις συνοπτικές διαδικασίες με τις οποίες άνθρωποι συλλαμβάνονταν και κατηγορούνταν για παράδειγμα ότι είχαν στην κατοχή τους τσάντες με κοκτέιλ μολότοφ. Πολλοί από εμάς έχουμε διαθέσει ελεύθερα σε δικηγόρους φωτογραφίες οι οποίες καταδεικνύουν την αθωότητα κάποιων ατόμων. Οι αστυνομικοί δεν το εκτίμησαν και από τότε μας χτυπούν για να μας αποτρέπουν να πλησιάζουμε πολύ κοντά, ώστε να μη δίνεται η δυνατότητα να είναι αναγνωρίσιμα τα πρόσωπα. Οι φωτορεπόρτερ δεν είμαστε ούτε βοηθοί της αστυνομίας, ούτε γραμματείς των δικηγόρων. Απλώς κάνουμε αυτό που θεωρούμε χρήσιμο σε περιπτώσεις όπως το Δεκέμβριο του 2008, οπότε και συνέβησαν απαράδεκτα πράγματα».

Επισημαίνοντας ότι οι ρεπόρτερ στην Ελλάδα συναντούν δυσκολίες οι οποίες είναι ασυνήθιστες για μία χώρα – μέλος της ΕΕ, οι ΡΧΣ ζητούν να εξεταστούν με προσοχή οι μηνύσεις οι οποίες έχουν κατατεθεί από δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ για αστυνομική αυθαιρεσία, να διεξαχθούν έρευνες ανά περίπτωση και να επιβληθούν παραδειγματικές κυρώσεις. Τονίζουν δε ότι οφείλει να σταματά η καταστολή σε βάρος εκπροσώπων του Τύπου όταν εκείνοι επιδεικνύουν τις σχετικές ταυτότητες.