Το συλλαλητήριο του Συντάγματος για το Μακεδονικό ολοκληρώθηκε αισθητά μακριά από τη «λαοθάλασσα» που προαναγγέλθηκε από όσους επενδύουν στην πολιτική τους νεκρανάσταση. Παρότι η πόλωση δεν είναι αμελητέα, η τελική συμμετοχή δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. 

Ads

Τα νεοναζιστικά και παραστρατιωτικά στοιχεία που περιστοίχισαν τη συγκέντρωση δεν εξέπληξαν και η μόνη διαφορά με τη Θεσσαλονίκη είναι πως στο μεσοδιάστημα κάποιοι φέρεται να εξαργύρωσαν τις απειλές τους για εθνικιστικό κόμμα, με μια εκλόγιμη θέση στη φιλόξενη «Δεξιά του Κυρίου».

Αυτός που δεν είχε λόγο να εξαργυρώσει τίποτε είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Το  καλλιτεχνικό του ύψος παραμένει ακλόνητο αλλά η επιλογή του να νομιμοποιήσει τους φασίστες και τους βασανιστές του, έβλαψε την υστεροφημία του αλλά και όσους «πόνταραν» σε αυτόν και τον άκουσαν αμήχανοι.

Το κοινό ​παρακολούθησε ​χωρίς παλμό και με εμφανή αδυναμία να αντιληφθεί ακόμη και το σαρκασμό του ενώ η ρητορική περί «διεθνούς συνωμοσίας», χωρίς πολιτικό ειρμό και επιχειρήματα απογοήτευσε όπως  ο διχαστικός λόγος και ο εθνικός απομονωτισμός που εξέπεμψε. Φράσεις όπως «δεν μας ενδιαφέρει πως τους λέει όλος ο κόσμος αλλά εμείς θα κρίνουμε» μαρτυρούν το αδιέξοδο των επιχειρημάτων. Και ο ευκαιριακός αντιμερικανισμός αυτοαναιρέθηκε από τον ίδιο να δηλώνει εναντίον του ΝΑΤΟ αλλά ανυποχώρητος για την είσοδο της πΓΔΜ στο… ΝΑΤΟ !

Ads

Ο ακραίος λόγος του Μίκη και άλλων ομιλητών ήρθε σε αντιδιαστολή με την ήπιο και μετριοπαθή λόγο της Εκκλησίας, η οποία πήγε αλλά ακόμη και αυτή έριξε τους τόνους αντιλαμβανόμενη ίσως την κρισιμότητα περισσότερο από τους οπορτουνιστές της εξέδρας και όσους χαιρετούσαν φασιστικά. Όλοι είχαν κάποιο λόγο να ξεπλυθούν στο Σύνταγμα την Κυριακή αλλά το ευκαιριακό μέτωπο που συγκροτείται από πολλές διαφορετικές ιδιοτέλειες, αρχίζει να εκφυλίζεται και διαψεύδει προσδοκίες.