Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές χώρες που η εκκλησιαστική ηγεσία κάνει υποδείξεις στην πολιτική τάξη για την εξωτερική πολιτική και η ωμή παρέμβαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για το ζήτημα της ΠΓΔΜ είναι το αποκορύφωμα μιας αλυσίδας ακραίων απόψεων και υποδείξεων στις οποίες συχνά έχει ενδώσει το πολιτικό σύστημα.

Ads

Οι «φανατικοί» που εδώ και καιρό επιβάλλονται στην Ιεραρχία, βλέπουν ως επένδυση τη δημαγωγία και τα συλλαλητήρια, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα. Η ανέξοδη εθνικιστική ρητορεία και οι θεατρινισμοί είναι η φυσική εξέλιξη της εμπλοκής των ιεραρχών, που συνέβαλαν στη δημιουργία του προβλήματος.

Το Μακεδονικό είναι προνομιακός τους χώρος και η επανάληψη γνωστών ανεδαφικών θέσεων δεν έχει άλλο στόχο παρά να αποτρέψει τη διαφαινόμενη επίλυση του ζητήματος. Το ερώτημα όμως δεν είναι τι ​έχει να​ χάσει η Εκκλησία αλλά πως θα αντιδράσει η «Δεξιά του Κυρίου», που διαπλέκεται παραδοσιακά με τους ιεράρχες.

Ήδη με πλάγιο τρόπο εκτοξεύονται «νουθεσίες» για τη στάση των στελεχών της  ΝΔ που είναι πολιτικά και ηθικά αναγκασμένη να υποστηρίξει την εθνική γραμμή που καθόρισε η ίδια σε ένα πρόβλημα που η χώρα «πληρώνει τις αμαρτίες της». Και η Εκκλησία έχει αντιληφθεί πολύ καλά το αδιέξοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ads

Όσο η πολιτική ηγεσία υποκύπτει στο λαϊκισμό των ιεραρχών, τόσο καθυστερεί ο εκσυγχρονισμός της χώρας και η απαλλαγή από τα μεσαιωνικά βαρίδια και τις παρεμβάσεις του κλήρου. Χρέος του πολιτικού συστήματος συνολικά είναι να «κλείσει την πόρτα» στην Εκκλησία, και να ασχοληθεί ψύχραιμα με το ζήτημα.

Η Εκκλησία μπορεί να περιοριστεί στα ποιμαντορικά της καθήκοντα και να ακολουθήσει την ευαγγελική ρήση «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Κατά Ματθαίον κβ’21)